Της Αριστέας-Ελένης Παπαθανασίου,
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή αλλιώς το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, όπως αποκαλείται, δεν αποτελεί ξένο φαινόμενο τόσο στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους όσο και στο εξωτερικό, με πρόσφατο γεγονός το ξέπλυμα 150 εκατ. ευρώ από κύκλωμα-μαμούθ ή την είδηση ότι ο Επίσκοπος Σύρου και καθολικοί ιερείς εμπλέκονται σε σοβαρό σκάνδαλο οικονομικής διαφθοράς, καθώς 3 εκατ. ευρώ από τα ταμεία της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος φέρονται να κατέληξαν σε λογαριασμούς επιχειρηματιών νυχτερινών κέντρων στην Αχαΐα. Το φαινόμενο αυτό έχει σοβαρό οικονομικό αντίκρισμα στο εσωτερικό της χώρας και γι’ αυτό, γίνονται σημαντικές προσπάθειες με την πρόβλεψη νέων νομοθεσιών για τον περιορισμό και την καταπολέμησή του. Συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με τον νομικό ορισμό της αξιόποινης πράξης και τις αλλαγές στη νομοθεσία που αποσκοπούν στην ταχύτερη και βέλτιστη απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και στις επιπτώσεις του, καθώς και στις διεθνείς νομοθεσίες.
Το ξέπλυμα μαύρου χρήματος συνιστά, αρχικά, τον τρόπο με τον οποίο χρήματα που αποκτώνται με παράνομο τρόπο καθίστανται φαινομενικά νόμιμα, μέσω πληθώρας ενεργειών που έχουν ως σκοπό να αποκρύψουν την προέλευσή τους. Με αυτό τον τρόπο, τα άτομα που καταφεύγουν στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος καταφέρνουν μέσω αυτού να εισάγουν τα παράνομα κέρδη τους στο οικονομικό σύστημα, ενώ συνιστούν χρήματα που προέρχονται από αξιόποινες ενέργειες οι οποίες διώκονται ποινικά, όπως για παράδειγμα η φοροδιαφυγή, η διακίνηση ναρκωτικών κ.ά.. Ο ορισμός της έννοιας περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο δυο χαρακτηριστικά. Από την μια πλευρά την απόκρυψη της πηγής των χρημάτων αυτών, την αποσιώπηση της προέλευσης και τη διαδικασία με την οποία αυτό επιτυγχάνεται. Άρα, όσον αφορά το πρώτο χαρακτηριστικό, κατανοούμε ότι η ουσία του φαινομένου αφορά την αλλαγή της μορφής των παράνομων εσόδων, ώστε να μην είναι ανιχνεύσιμα και να μην συνδέονται με οποιαδήποτε αξιόποινη ενέργεια. Η διαδικασία που ακολουθείται διαφοροποιείται αλλά σε γενικές γραμμές περιλαμβάνει τους εξής τρεις πυλώνες.
- Εισαγωγή (placement): Η εισχώρηση παράνομων χρημάτων στο οικονομικό σύστημα, π.χ., μέσω καταθέσεων σε τράπεζες, αγοράς ακινήτων.
- Διαστρέβλωση (layering): Η διαδικασία διαχωρισμού των χρημάτων από την εγκληματική τους προέλευση, μέσω πολλών σύνθετων και δύσκολα ανιχνεύσιμων συναλλαγών, όπως μεταφορές χρημάτων σε διάφορους λογαριασμούς ή επιχειρηματικές συναλλαγές.
- Ενοποίηση (integration): Το στάδιο κατά το οποίο τα χρήματα εμφανίζονται ως νόμιμα, καθώς έχουν ενσωματωθεί στην οικονομία, π.χ., μέσω επενδύσεων σε ακίνητα ή άλλες νόμιμες δραστηριότητες.
Η παράνομη αυτή δραστηριότητα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον οικονομικό χώρο κάθε χώρας. Διαβρώνει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς επιτρέπει κέρδη που έχουν αποκτηθεί με παράνομες ενέργειες να εισχωρήσουν στο νόμιμο οικονομικό σύστημα. Με τη σειρά του, αυτό δημιουργεί ανισορροπίες και δυσκολίες στον έλεγχο των ροών κεφαλαίων, ενισχύοντας την εγκληματικότητα. Διαπιστώνεται ότι τα κέρδη εγκληματικών ενεργειών χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως η τρομοκρατία κι η διακίνηση ναρκωτικών, ενισχύοντας, έτσι, τον φαύλο κύκλο του φαινομένου. Παράλληλα, οι αγορές αποσταθεροποιούνται εφόσον η ύπαρξη χρημάτων αμφίβολης προελεύσεως προκαλεί φούσκες και παραποιήσεις των πραγματικών αξιών.
Για την καταπολέμηση κι εξάλειψη της πρακτικής αυτής και των συνεπειών της έχουν θεσπιστεί εθνικοί νόμοι και διεθνείς κανόνες. Στην Ε.Ε., το ξέπλυμα μαύρου χρήματος ρυθμίζεται από τα εξής:
- Οδηγία 2015/849 (4η Οδηγία για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
- Την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής.
- Οδηγία 2018/843, 5η Οδηγία, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2009/138/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ.
Την πιο πρόσφατη ρύθμιση για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος αποτελεί η συμφωνία του Συμβούλιου κι Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιού, αναφορικά με την έδρα της μελλοντικής ευρωπαϊκής αρχής που θα καταπολεμά την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δράσεις και τη χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (AMLA). Εννέα κράτη μέλη υπέβαλαν υποψηφιότητες για την έδρα της AMLA: Βέλγιο (Βρυξέλλες), Γερμανία (Φρανκφούρτη), Ιρλανδία (Δουβλίνο), Ισπανία (Μαδρίτη), Γαλλία (Παρίσι), Ιταλία (Ρώμη), Λετονία (Ρίγα), Λιθουανία (Βίλνιους) κι Αυστρία (Βιέννη). Η AMLA θα έχει έδρα στη Φρανκφούρτη και θα ξεκινήσει τη λειτουργία της στα μέσα του 2025. Η αρχή θα αριθμεί περισσότερους από 400 υπαλλήλους.
Οι οδηγίες αυτές καθορίζουν μέτρα πρόληψης και καταστολής, όπως οι υποχρεώσεις αναφοράς για τις τράπεζες κι άλλες χρηματοοικονομικές οντότητες, αλλά και για τις επιχειρήσεις και τα επαγγελματικά πρόσωπα (π.χ., λογιστές, δικηγόροι κ.λπ.), προκειμένου να αποτρέπεται η εκμετάλλευση του συστήματος.
Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία έχουν φορείς και μηχανισμοί για την καταπολέμηση του φαινομένου, όπως είναι ο Financial Action Task Force (FATF). Πρόκειται για έναν διακυβερνητικό οργανισμό που ιδρύθηκε το 1989 με πρωτοβουλία της G7 για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την ανάπτυξη αντίστοιχων πολιτικών. Είναι, επίσης, αρμόδιο για την εφαρμογή των πολιτικών αυτών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όσον αφορά το ελληνικό ποινικό δίκαιο γίνονται συνεχείς προσπάθειες για την καταπολέμηση και τον περιορισμό του φαινομένου. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται να γίνει στον πρόσφατο νομό 4816/2021 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Τροποποίηση του ν. 4557/2018 – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μέσω του ποινικού δικαίου, επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και άλλες επείγουσες διατάξεις».
Ο νόμος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων (α) τις νέες διατάξεις για το «ξέπλυμα χρήματος», (β) αλλαγές στη Διοικητική Δικαιοσύνη στο πλαίσιο της επιτάχυνσης της απονομής της και (γ) διατάξεις για τον διαγωνισμό δικηγόρων, τη Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας και τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων.
Κύριος σκοπός των αλλαγών σε όλους του κλάδους δικαίου είναι η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης κι η αποτελεσματικότερη εφαρμογή των νομοθεσιών με επιβολή ποινών στους παραβάτες. Έτσι, λοιπόν, το κεφάλαιο Γ του νομοσχεδίου περιλαμβάνει διατάξεις που στοχεύουν ακριβώς σε αυτό, δηλαδή, στην επιτάχυνση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και στην ορθολογικότερη κατανομή της δικαστηριακής ύλης μεταξύ των διοικητικών δικαστηρίων. Αυτό το τελευταίο κατέστη απαραίτητο με βάση τα στατιστικά στοιχεία, αφού εντοπίζεται ανισομερής κατανομή της ύλης, που προκαλεί δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Παρακάτω μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες από τις αλλαγές.
- Άρθρο 12: Μεταφορά της αρμοδιότητας εκδίκασης διαφορών του ν. 702/1977 στα διοικητικά εφετεία της περιφέρειας όπου εδρεύει η διοικητική αρχή που υπογράφει την προσβαλλόμενη πράξη.
- Άρθρο 13: Καθορισμός της αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων για φορολογικές διαφορές, προσδιορίζοντας ότι αρμόδιο δικαστήριο είναι εκείνο της περιφέρειας του ελεγχόμενου φυσικού ή νομικού προσώπου.
- Άρθρο 14: Ορισμός του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του οφειλέτη ως αρμόδιο για ανακοπές κατά κατασχέσεων εις χείρας τρίτου.
- Άρθρο 15: Διευκρίνιση ότι οι ισχυρισμοί περί παραγραφής των οφειλών προς το Δημόσιο μπορούν να προβάλλονται κατά την άσκηση ανακοπής, εφόσον δεν έχουν ήδη κριθεί.
- Άρθρο 16: Αύξηση των οργανικών θέσεων των διοικητικών δικαστών για ενίσχυση της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της δικαιοδοτικής λειτουργίας, με αύξηση θέσεων για Προέδρους και Εφέτες.
Επομένως, πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβλημα που μπορεί να λυθεί και να καταπολεμηθεί μέσω νομικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στην επιτάχυνση των διαδικασιών, στη διευκόλυνση των πολιτών στην αναζήτηση δικαστικής προστασίας και στην ενίσχυση των διοικητικών δικαστηρίων με επιπλέον δικαστικούς λειτουργούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ξέπλυμα 150 εκατ. ευρώ από κύκλωμα-μαμούθ, Εφημερίδα των Συντακτών, διαθέσιμο εδώ
- Τρίτο πόρισμα από την Αρχή Ξεπλύματος για την Καθολική Εκκλησία: Ο Επίσκοπος Σύρου έστειλε €3 εκατ. σε επιχειρηματίες της νύχτας, Πρώτο Θέμα, διαθέσιμο εδώ
- Χρονολόγιο: Η δράση της ΕΕ ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, διαθέσιμο εδώ
- Δημοσιεύτηκε ο νόμος 4816/2021 για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και το app ελέγχου πιστοποιητικών COVID-19 σε καταστήματα, Lawspot, διαθέσιμο εδώ