13.4 C
Athens
Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΣύντομη ανασκόπηση του απεργιακού δικαιώματος στην Ελλάδα: Από τις αρχές του 20ου...

Σύντομη ανασκόπηση του απεργιακού δικαιώματος στην Ελλάδα: Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως σήμερα


Της Πελαγίας Τριχάκη,

Η ύπαρξη αντίρροπων δυνάμεων δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο της φύσης: η δράση κι η αντίδραση, ο λόγος κι ο αντίλογος και, γενικότερα, η ύπαρξη συγκρουσιακών συμφερόντων συνιστά τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Το εργατικό δίκαιο, με τη σειρά του, στοχεύει στην εξισορρόπηση των αντίθετων συμφερόντων των εργοδοτών και των εργαζομένων σε μία σχέση εξαρτημένης εργασίας, με έμφαση στην προάσπιση των δικαιωμάτων των τελευταίων, ως ασθενέστερα μέρη της σύμβασης. Ένα από τα δικαιώματα αυτά των εργαζομένων συνιστά κι η απεργία, η οποία αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας και το σημαντικότερο και δραστικότερο μέσο συλλογικής δράσης με αγωνιστικό σκοπό. Ασκείται με στόχο την υπεράσπιση και την προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, συνδικαλιστικών κι ασφαλιστικών δικαιωμάτων, καθώς κι ως ένδειξη αλληλεγγύης προς εργαζομένους επιχειρήσεων του ίδιου πολυεθνικού ομίλου.

Στην ελληνική έννομη τάξη η απεργία ξεκίνησε ως ποινικό αδίκημα κι απεργοσπάστες προσλαμβάνονταν από τον εκάστοτε εργοδότη προκειμένου να αναχαιτισθούν τα αποτελέσματά της και να εκμηδενιστεί ο σκοπός της. Ένα από τα πρώτα βήματα προς την αναγνώρισή της συντελέστηκε με τον νόμο 281/1914, στον οποίο οριζόταν ρητά ότι η απεργία δεν αποτελεί λόγο διαλύσεως σωματείου, ενώ με τον νόμο 2110/1920 «περί αδικημάτων κατά της ελευθερίας της εργασίας» καταργήθηκε η διάταξη νόμου που θέσπιζε το αδίκημα της «θρασύτητας κατά της Αρχής». Τελικά, με τον νόμο 2151/1920 αναγνωρίστηκε ρητά το απεργιακό δικαίωμα.

Η παραπάνω αναγνώριση, ωστόσο, ήταν μάλλον διφορούμενη στα ελληνικά δικαστήρια. Ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας, με την απόφαση 163/1930 εξέφρασε την άποψη ότι η απεργία συνιστά καταγγελία, δηλαδή εκούσια κατάργηση της σύμβασης εργασίας από τη μεριά του εργαζομένου κι όχι απλώς προσωρινή αποχή του τελευταίου από την εργασία του. Η άποψη αυτή, βέβαια, απορρίφθηκε από αρκετά δικαστήρια της ουσίας, τα οποία αποφάνθηκαν άμεσα ή έμμεσα ότι η συμμετοχή σε απεργία δεν επιφέρει κατάλυση της εργασιακής σχέσης. Αρκετά χρόνια αργότερα, με τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1952, υποστηρίχθηκε από τη θεωρία η συνταγματική θεμελίωση του δικαιώματος της απεργίας, που προέκυπτε εξ αντιδιαστολής από την παράγραφο 4 του άρθρου 11, βάσει της οποίας απαγορευόταν η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ορμώμενο από αυτή, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου υιοθέτησε και το ίδιο την άποψη περί επαναφοράς του εργαζομένου στη θέση εργασίας μετά τη λήξη των απεργιακών κινητοποιήσεων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: mediocrememories

Σημείο-σταθμός στην πορεία της νομοθετικής κατοχύρωσης της απεργίας στην Ελλάδα αποτελεί το Σύνταγμα του 1975, που είναι σε ισχύ μέχρι και σήμερα και στο οποίο ορίζεται ρητά ότι «η απεργία αποτελεί δικαίωμα κι ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων» (άρ. 23 παρ. 3). Οι δικαστικοί λειτουργοί και τα σώματα ασφαλείας εξαιρούνται από τη διάταξη αυτή, καθώς ρητά απαγορεύεται να προβούν σε απεργία, ενώ το εν λόγω δικαίωμα των δημοσίων υπαλλήλων υπόκειται σε περιορισμούς. Έκτοτε, νόμος-βάση των ρυθμίσεων του απεργιακού δικαιώματος αποτελεί ο νόμος 1264/1982, όπως τροποποιείται με νεότερα νομοθετήματα.

Κι ενώ θα ανέμενε κανείς μια νομοθετική ενίσχυση του εν λόγω δικαιώματος, προς αντιμετώπιση των εργοδοτικών αυθαιρεσιών που έχουν ως πρόσχημα τη σύγχρονη ανάγκη των επιχειρήσεων για ευελιξία, το απεργιακό δικαίωμα φαίνεται να ακολουθεί μια «κυκλική» πορεία. Με τον πρόσφατο Νόμο 5053/2023 διακρίνουμε μία νέα μορφή ποινικοποίησης της απεργίας υπό προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 31 του νέου Νόμου ορίζεται ότι όποιος α) παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την ελεύθερη κι ακώλυτη προσέλευση ή αποχώρηση από τον χώρο εργασίας εργαζομένων οι οποίοι δεν συμμετέχουν σε απεργία κι επιθυμούν να εργαστούν ή την παροχή της εργασίας από αυτούς, ή β) ασκεί σωματική βία ή απειλή με σωματική βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βάρος τους, προκειμένου να εξαναγκαστούν να συμμετάσχουν στην απεργία ή γ) συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων τους, κατά τη διάρκεια απεργίας ή ανεξαρτήτως αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

Στην περίπτωση της διάταξης αυτής, ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι για τις ίδιες ακριβώς πράξεις απειλείται μικρότερο πλαίσιο ποινής όταν αυτές λαμβάνουν χώρα εκτός απεργίας, βάσει των άρθρων 330 και 334 ΠΚ. Έτσι, όταν οι προαναφερόμενες πράξεις τελούνται στα πλαίσια απεργίας απειλείται φυλάκιση έξι μηνών έως πέντε ετών, τη στιγμή που για μη απεργούς, οι οποίοι διαπράττουν στην ουσία το ίδιο αδίκημα, απειλείται φυλάκιση έως 2 έτη. Πρόκειται, αδιαμφισβήτητα, για μια δυσανάλογη κι άτοπη διάκριση. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η απεργία, ως δικαίωμα συνταγματικώς κατοχυρωμένο και διεθνώς αναγνωρισμένο, απαιτείται να διασφαλίζεται έμπρακτα μέσα από τα εθνικά νομοθετήματα των εκάστοτε χωρών. Στην ελληνική έννομη τάξη, μόνο θεωρητικά φαίνεται να προωθείται το απεργιακό δικαίωμα, καθώς ρυθμίσεις σαν την ανωτέρω περισσότερο απωθούν παρά παροτρύνουν τους εργαζομένους από το να το ασκήσουν. Αναμένουμε την εξέλιξη του εν λόγω δικαιώματος κατά τα επόμενα χρόνια, ευελπιστώντας να μην επανέλθουμε σε έναν «εργασιακό μεσαίωνα» στο πεδίο των εργασιακών δικαιωμάτων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας, Κήρυξη απεργίας, hli.gov.gr. Διαθέσιμο εδώ.
  • Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής των Ελλήνων, Έκθεση επί του νομοσχεδίου «Για την ενίσχυση της εργασίας – Ενσωµάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 – Απλοποίηση ψηφιακών διαδικασιών και ενίσχυση της Κάρτας Εργασίας – Αναβάθµιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Επιθεώρησης Εργασίας». Διαθέσιμη εδώ.
  • Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Για την ενίσχυση της εργασίας – Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 – Απλοποίηση ψηφιακών διαδικασιών και ενίσχυση της Κάρτας Εργασίας – Αναβάθμιση της επιχειρησιακής λειτουργίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και της Επιθεώρησης Εργασίας.». Διαθέσιμο εδώ.
  • Ιωάννης Ληξουριώτης, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2019.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πελαγία Τριχάκη
Πελαγία Τριχάκη
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Τα φοιτητικά της χρόνια έμενε στην Κομοτηνή, όπου σπούδασε Νομική στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Πλέον εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο στην Αθήνα, ως ασκούμενη δικηγόρος, παρουσιάζοντας ιδιαίτερη προτίμηση στον κλάδο των εργασιακών δικαιωμάτων. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον σύγχρονο χορό και την ανάγνωση βιβλίων, ενώ, επίσης, ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο, την πεζοπορία και τα ταξίδια.