Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Η δεκαετία του 1940 είναι μια περίοδος ιδιαίτερα ταραχώδης για την Τουρκία, καθώς η χώρα προσπάθησε να εδραιώσει την ταυτότητά της ως σύγχρονο και κοσμικό έθνος-κράτος, υπό την επιρροή της κεμαλικής ιδεολογίας. Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και εδραίωσης της κρατικής ισχύος, συχνά συνοδεύονται από σκληρά κατασταλτικά μέτρα εναντίον των διανοουμένων. Σε μια εποχή που η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης θεωρούνταν επικίνδυνη για την κρατική σταθερότητα, οι εξορίες, απολύσεις και διώξεις καθηγητών και διανοουμένων αποτελεί σύνηθες φαινόμενο.
Η Τουρκία, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (1923–1938) και των διαδόχων του, προσπάθησε να υιοθετήσει μια δυτική προσέγγιση στην πολιτική και την κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, μετά το θάνατο του Ατατούρκ το 1938, η ηγεσία του Ισμέτ Ινονού (İsmet İnönü) έφερε μια νέα διάσταση στη διακυβέρνηση, χαρακτηριζόμενη από αυταρχισμό και έμφαση στη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας, ιδιαίτερα λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό το κλίμα φόβου και εσωστρέφειας ενίσχυσε την αυταρχικότητα του καθεστώτος. Το κράτος προώθησε τον εθνικισμό ως βασικό πυλώνα της τουρκικής ταυτότητας και μια παρόμοια απόκλιση από αυτήν την ιδεολογία, θεωρούνταν απειλητική. Διανοούμενοι, καθηγητές πανεπιστημίων, συγγραφείς και δημοσιογράφοι, που εξέφρασαν απόψεις αντίθετες με την κρατική γραμμή, βρέθηκαν στο στόχαστρο.
Η δεκαετία του 1940 βρήκε την Τουρκία σε ένα δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον, καθώς προσπαθούσε να διατηρήσει την ουδετερότητα, ενώ ταυτόχρονα ανησυχούσε για την εξάπλωση της σοβιετικής επιρροής. Το καθεστώς, υπό το φόβο της αμφισβήτησης, εφάρμοσε μια αυστηρή πολιτική φίμωσης οποιασδήποτε φωνής, θεωρούνταν απειλητική. Αυτές οι πολιτικές είχαν ως στόχο να εξαλείψουν την αντίσταση από αριστερές, φιλελεύθερες ή και θρησκευτικές προσανατολισμένες ομάδες. Οι διώξεις κατά τη διανόηση είχαν στόχο να καταπνίξουν κάθε κριτική στο καθεστώς, να εδραιώσουν την εθνικιστική ιδεολογία και να αποδυναμώσουν κινήματα που θεωρούνταν επικίνδυνα για την πολιτική σταθερότητα. Η αύξηση της σοβιετικής επιρροής στην περιοχή δημιούργησε φόβο για την εξάπλωση του κομμουνισμού στην Τουρκία. Διανοούμενοι που εξέφραζαν σοσιαλιστικές ή μαρξιστικές ιδέες κατηγορήθηκαν για προδοσία και συνεργασία με το εξωτερικό, παρόλο που το κράτος προωθούσε την κοσμικότητα, οι θρησκευτικές ομάδες και οι διανοούμενοι που υπερασπίζονταν τον ρόλο της θρησκείας στην πολιτική ζωή εξορίστηκαν ή απομονώθηκαν, διανοούμενοι που ανήκαν σε εθνοτικές μειονότητες, όπως οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, κατηγορούνταν συχνά για αντεθνικές δραστηριότητες.
Οι διανοούμενοι, που είχαν τον ρόλο να παράγουν ιδέες και να προάγουν τη γνώση, βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της καταπίεσης. Η πολιτική ηγεσία τους θεωρούσε επικίνδυνους, είτε επειδή διαφωνούσαν με την κρατική ιδεολογία, είτε επειδή προσπαθούσαν να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις για την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Οι εξορίες και οι διώξεις ακαδημαϊκών και διανοουμένων της δεκαετίας του 1940 επικεντρώθηκαν σε συγκεκριμένες ομάδες, που θεωρούνταν απειλητικές για την κρατική σταθερότητα. Οι διανοούμενοι που υποστήριζαν αριστερές ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλιστών και κομμουνιστών, ήταν οι πρώτοι «στόχοι» του καθεστώτος. Η Τουρκία ανησυχούσε για την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και τον κίνδυνο που έβλεπε στην άνοδο του κομμουνισμού, εργασίες που προωθούσαν ιδέες κοινωνικής δικαιοσύνης, οικονομικής ισότητας ή κρατικής κριτικής θεωρήθηκαν απειλητικές.
Αν και η κεμαλική ιδεολογία κυριαρχούσε, υπάρχουν διανοούμενοι που διατυπώνουν κριτική για συγκεκριμένες πτυχές της, όπως η απομάκρυνση της θρησκείας από τον δημόσιο βίο ή η αυταρχική προσέγγιση της εξουσίας. Αυτοί οι διανοούμενοι αντιμετωπίστηκαν ως προδότες και φιμώθηκαν. Οι διανοούμενοι από μειονοτικές κοινότητες, όπως οι Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι, διώχθηκαν με την κατηγορία της αμφισβήτησης πίστης στο τουρκικό κράτος. Η συμβολή τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα συχνά υποβαθμίστηκε, και πολλοί εξαναγκάστηκαν σε εξορία. Κάποιοι που υποστήριξαν την ενίσχυσή της στο δημόσιο βίο, αντιμετώπισαν επίσης καταστολές. Η κοσμική πολιτική του κράτους δεν άφησε χώρο για τέτοιες φωνές, οδηγώντας σε εξορίες και απολύσεις, το καθεστώς χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους για να καταστείλει τους διανοούμενους και να τους απομονώσει κοινωνικά και επαγγελματικά. Οι καθηγητές πανεπιστημίων που θεωρούνταν επικίνδυνοι, απολύθηκαν από τις θέσεις τους, τα πανεπιστήμια υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τις κρατικές εντολές, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για αντίσταση.
Οι εξορίες διανοουμένων σε απομακρυσμένες περιοχές της Ανατολίας, είχαν σκοπό να τους απομακρύνουν από τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή. Αυτή η πρακτική εξυπηρετούσε την κοινωνική τους απομόνωση και την καταστολή της δράσης τους. Επιπλέον, βιβλία, άρθρα και άλλες δημοσιεύσεις λογοκρίθηκαν ή απαγορεύτηκαν, ενώ οι συγγραφείς τους διώχθηκαν δικαστικά. Η κατηγορία της «αντιπατριωτικής δράσης» χρησιμοποιήθηκε ευρέως. Η δημόσια συκοφάντηση ήταν μια συνηθισμένη πρακτική. Οι διανοούμενοι στιγματίζονταν ως «αντεθνικοί», «προδότες» ή «κομμουνιστές», γεγονός που οδήγησε σε κοινωνική περιθωριοποίηση.
Αρκετοί επιφανείς διανοούμενοι υπέστησαν διώξεις κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μερικοί εξ’ αυτών ήταν ο Μουσταφά Σουπχί (Mustafa Suphi), ιδρυτής του κομμουνιστικού κόμματος της Τουρκίας, υπήρξε από τα πρώτα θύματα της κρατικής καταστολής. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, όπου ήρθε σε επαφή με σοσιαλιστικές ιδέες. Επιστρέφοντας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1910, ανέλαβε συντακτικές θέσεις σε εφημερίδες και δίδαξε νομικά και οικονομικά. Ωστόσο, το 1913 κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη δολοφονία του Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά και εξορίστηκε στη Σινώπη. Το 1914, διέφυγε στη Ρωσία, όπου εντάχθηκε στους Μπολσεβίκους και συμμετείχε ενεργά, στην προώθηση του κομμουνισμού. Το 1921, αυτός και 14 σύντροφοί του δολοφονήθηκαν στον Εύξεινο Πόντο, πιθανότατα με εντολή κύκλων που συνδέονταν με τον Ενβέρ Πασά, αλλά υπό συνθήκες που εμπλέκονται και το κεμαλικό καθεστώς, λόγω του φόβου τους για εξάπλωση του κομμουνισμού στη χώρα.
Η δολοφονία του Σουπχί και των συντρόφων του, αποτελεί σημείο αναφοράς για τις διώξεις κομμουνιστών στην Τουρκία, και οι περιστάσεις της συνδέονται με την πολιτική ένταση της εποχής και τις αντικομμουνιστικές πολιτικές της κεμαλικής ηγεσίας. Παρόλο, που η δολοφονία του προηγήθηκε της δεκαετίας του 1940, η εξορία και η καταστολή αριστερών προσωπικοτήτων συνεχίστηκε με την άμεση ένταση στη συγκεκριμένη δεκαετία. Ο συγγραφέας και ποιητής, Σαμπαχατίν Άλι (Sabahattin Ali) γνωστός για τα έργα του, που ασκούσαν κριτική στην κοινωνική ανισότητα βρέθηκε στο στόχαστρο για τις αριστερές του πεποιθήσεις, φυλακίστηκε το 1932 για κριτική στον Κεμάλ Ατατούρκ και αργότερα, στη δεκαετία του 1940, αντιμετώπισε κατηγορίες που σχετίζονταν με τις αριστερές του πεποιθήσεις. Το 1948, δολοφονήθηκε υπό μυστηριώδης συνθήκες, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Η ακριβής αιτία του θανάτου του, παραμένει αδιευκρίνιστη, με θεωρίες να περιλαμβάνει την ανάμειξη της κυβέρνησης ή των πολιτικών αντιπάλων.
Επιπλέον ο διάσημος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ (Nazım Hikmet) το 1938 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 28 ετών με κατηγορίες για «υποκίνηση ανταρσίας στον στρατό». Παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 1950, όταν η διεθνής πίεση οδήγησε στην απελευθέρωσή του. Ωστόσο, απειλήθηκε ξανά και διέφυγε στη Σοβιετική Ένωση, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του εξόριστου, γράφοντας για την Τουρκία και τα πολιτικά δεινά της. Ο Χικμέτ Κιβιλίτσιμλι (Hikmet Ali Kıvılcımlı), Τούρκος μαρξιστής-λενινιστής πολιτικός, συγγραφέας, εκδότης και μεταφραστής. Το έργο του, που συνδυάζει την πολιτική κριτική με την καλλιτεχνική ευαισθησία, παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της εποχής. Ο ένας από τους κορυφαίους μαρξιστές της Τουρκίας, αντιμετώπισε πολυάριθμες διώξεις και εξορίες από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 έως και της αρχές της δεκαετίας του ’50 για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Τέλος, ο Νουρεττίν Τόπτσου (Nurettin Topçu) ήταν συντηρητικός φιλόσοφος που υποστηρίζει τη σύνδεση του Ισλάμ με την εθνική ταυτότητα, παρά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, βρέθηκε στο περιθώριο λόγω της σύγκρουσής του με την κοσμική ιδεολογία του κράτους.
Η δίωξη αυτών των διανοουμένων πήρε μεγάλη έκταση στην τουρκική κοινωνία. Η απομάκρυνση κορυφαίων ακαδημαϊκών οδήγησε σε στασιμότητα στα τουρκικά πανεπιστήμια. Η έλλειψη πολυφωνίας περιόρισε την κριτική σκέψη και την καινοτομία. Η εξορία και η καταστολή διανοουμένων κατά τη δεκαετία του 1940 αποτελεί μια «σκοτεινή» σελίδα στην ιστορία της Τουρκίας. Αν και η περίοδος αυτή, χαρακτηρίστηκε από τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και οικοδόμησης μιας εθνικής ταυτότητας, οι διώξεις αποδυνάμωσαν την πνευματική ζωή της χώρας και ανέκοψαν την πορεία της προς την πολιτιστική και πολιτική. Παρά τις δυσκολίες, πολλοί από τους διωκόμενους διανοούμενους άφησαν «ανεξίτηλο» το στίγμα τους, εμπνέοντας τη δουλειά τους και υπογραμμίζοντας τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης και της πολυφωνίας. Σήμερα, η μελέτη αυτής της περιόδου, είναι κρίσιμη για την κατανόηση των προκλήσεων, που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες και τα δικαιώματα των πολιτών τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εξορία και πολλότητα σε νεοφιλελεύθερους καιρούς: Οι ακαδημαϊκοί της Τουρκίας για την ειρήνη, feministiqa.net, διαθέσιμο εδώ
- Ναζίμ Χιμκετ, ο ποιητής που οραματίστηκε και έγραψε για μια ελεύθερη κοινωνία, xekinima.org, διαθέσιμο εδώ
- Ο Μουσταφά Σουπχί ζει!, redmed.org, διαθέσιμο εδώ
- Kivilcomli Entitüsü Derneği, kivilcimlienstitusu.com, διαθέσιμο εδώ
- Modern Turkish Literature, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Nurettin Topçu: Ethics of revolt, dailysabah.com, διαθέσιμο εδώ
- Sabahattin Ali: A Voice for the Oppressed, bulbapp.io, διαθέσιμο εδώ