12.8 C
Athens
Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ κανόνας της άπαξ ασκήσεως εφέσεως: Μια ματιά στη νομολογιακή προσέγγιση

Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως εφέσεως: Μια ματιά στη νομολογιακή προσέγγιση


Της Θεοφιλίνας Βαλλούς,

Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως εφέσεως αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής δικονομίας στην Ελλάδα. Η διάταξη αυτή εισάγει μια σαφή κι αυστηρή αρχή: κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση μόνο μία φορά κατά της ίδιας απόφασης. Ο κανόνας αυτός, που αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 514 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας —μία από τις πλέον συνοπτικά διατυπωμένες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας— έχει δημιουργήσει κατά την εφαρμογή του αρκετές αμφισβητήσεις, κι έχει πολλές φορές θέσει σε αντιπαράθεση τα μέλη της νομικής κοινότητας. Πλέον, μέσω των πολλαπλών κι ιδιαίτερα καίριων παρεμβάσεων της νομολογίας, το τοπίο γύρω από τα εριζόμενα ζητήματα αναφορικά με την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης έχει ξεκαθαρίσει.

Κατά τη διάταξη, λοιπόν, του άρθρου 514 ΚΠολΔικ «Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται». Σκοπός της διάταξης αυτής, όπως επισημαίνεται ενδεικτικά στην ΑΠ 199/1960, είναι η αποφυγή του κατακερματισμού της δίκης και της επιβράδυνσης της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντος διαδίκου. Το θεμελιωδέστερο, ίσως, ζήτημα το οποίο ανέκυψε, αφορούσε στο κατά πόσο υφίστανται περιπτώσεις στις οποίες ο λειτουργικός αυτός σκοπός δε συντρέχει κι άρα η διάταξη του άρθρου 514 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν τυγχάνει εφαρμογής.

Επί του ζητήματος αυτού, η νομολογία παγίως αναγνωρίζει και κάνει δεκτές τρεις βασικές εξαιρέσεις. Η πρώτη αφορά στην περίπτωση κατά την οποία εχώρησε νόμιμη παραίτηση από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, αφού τότε θεωρείται ότι αυτή δεν ασκήθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 295, 299 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1779/2008). Μάλιστα, η νομολογία δέχεται πως επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης κι όταν η παραίτηση από το δικόγραφο προγενέστερης έφεσης περιέχεται στο δικόγραφο της νέας έφεσης, το οποίο κοινοποιείται στον εφεσίβλητο μέχρι τη συζήτηση της νέας αυτής έφεσης, εφόσον, βεβαίως, δεν έχει ήδη συζητηθεί η προγενέστερη έφεση. Και τούτο διότι η μεν επελθούσα παραίτηση ενεργεί αναδρομικά (σύμφωνα με το άρθρο 295 παράργαφος 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), πληρούται δε και στην περίπτωση αυτή ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 514 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που συνίσταται στην απαγόρευση επανειλημμένης έρευνας παραπόνων κατά της ιδίας αποφάσεως από τον ίδιο διάδικο (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 25,27/2005, ΑΠ 454/2009, ΑΠ 1381/2008).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Joergelman

Η δεύτερη εξαίρεση αναγνωρίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η πρώτη έφεση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αυτό μπορεί να συμβεί ενδεικτικά στην περίπτωση που η έφεση αυτή στρεφόταν κατά εν μέρει οριστικής απόφασης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 1138/1974) ή στην περίπτωση στην οποία η πρώτη έφεση δεν είχε απευθυνθεί κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων κατ’ άρθρο 517 εδάφιο β’ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. σχετ. ΑΠ 579/1996). Εφόσον, λοιπόν, η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη είτε διότι δεν τηρήθηκε κάποια δικονομική προϋπόθεση για την άσκησή της (π.χ. η καταβολή του παραβόλου) είτε ένεκα έλλειψης τυπικών στοιχείων του δικογράφου της, δεν είναι ανεπίτρεπτη «δεύτερη έφεση» αυτή που ασκείται ακολούθως, ενόσω διαρκεί η προθεσμία της έφεσης.

Εάν παραλείπεται κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, τότε η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 532 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αλλά κι όταν δεν κατατεθεί το προβλεπόμενο για την άσκησή της παράβολο, όπως ρητά ορίζεται στην ειδική διάταξη του άρθρου 495 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. σχετ. ΑΠ 254/2022). Ανάλογα, εξάλλου, εφαρμόζεται κι η πανομοιότυπη διάταξη του άρθρου 555 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετικά με το ένδικο μέσο της αναίρεσης. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί σχετικά ότι, αν η πρώτη αναίρεση έχει απορριφθεί για οποιονδήποτε τυπικό λόγο, ως απαράδεκτη, αν, δηλαδή, το δικαστήριο δεν χώρισε σε ουσιαστική έρευνα των λόγων της, τότε η άσκηση παραδεκτής αναίρεσης δεν θεωρείται δεύτερη (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 958/2008, ΑΠ 1752/2013, ΑΠ 1723/2012). Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως η πλειοψηφία της νομικής θεωρίας δεν συμμερίζεται τη δεύτερη αυτή νομολογιακά διαμορφωμένη εξαίρεση.

Τέλος, η τρίτη περίπτωση κατά την οποία η νομολογία δέχεται εξαίρεση στην απαρέγκλιτη κατά τα λοιπά εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 514 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετίζεται με την έννοια του «ανυπόστατου». Σαφέστερα, αφορά στην περίπτωση κατά την οποία η πρώτη έφεση είναι ανυπόστατη ως διαδικαστική πράξη και κατά συνέπεια, δεν υφίσταται καν στο νομικό κόσμο (βλ. σχετ. ΑΠ 156/2013).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • ΜΠρΗλείας 131/2023, ΤΡΑΠΖΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»., dsanet.gr. Διαθέσιμη εδώ.
  • Είναι επιτρεπτή η άσκηση δεύτερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης; (ΜΠρΗλείας 131/2023), lawspot.gr. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοφιλίνα Βαλλούς
Θεοφιλίνα Βαλλούς
Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ασχολείται, εδώ και αρκετά χρόνια, ενεργά με τον εθελοντισμό. Μιλά 4 ξένες γλώσσες, ενώ αφιερώνει τον ελεύθερό της χρόνο στην ποίηση, τη μουσική και το τραγούδι.