12.8 C
Athens
Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ γερμανικός υπερπληθωρισμός και η οικονομική ανάκαμψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης

Ο γερμανικός υπερπληθωρισμός και η οικονομική ανάκαμψη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης


Της Άντζελας Μανώλακα,

Η περίοδος του γερμανικού υπερπληθωρισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα οικονομικής αστάθειας στην Παγκόσμια Ιστορία. Οι εικόνες ανθρώπων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν καρότσια για να μεταφέρουν δεσμίδες άχρηστων χαρτονομισμάτων, είναι βαθιά χαραγμένες στη συλλογική μνήμη. Ωστόσο, πίσω απ’ αυτές τις εντυπωσιακές εικόνες κρύβεται μία σύνθετη ιστορία οικονομικής κατάρρευσης, κοινωνικών συνεπειών και τελικά, ανάκαμψης.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Το 1919, η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε στη χώρα βαρύτατες αποζημιώσεις προς τις Συμμαχικές Δυνάμεις, οι οποίες υπολογίστηκαν, αρχικά, σε 132 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα. Η γερμανική οικονομία, ήδη εξασθενημένη από τον πόλεμο, αδυνατούσε να ανταποκριθεί σ’ αυτές τις υποχρεώσεις και η κυβέρνηση στράφηκε στην εκτύπωση χρήματος για να χρηματοδοτήσει τα χρέη της.

Η πολιτική αυτή δεν ήταν ασυνήθιστη στην εποχή της. Ωστόσο, στη Γερμανία, η ταχύτητα και η έκταση της εκτύπωσης χρήματος ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Από το 1921 έως το 1923, η ποσότητα χρήματος στην αγορά αυξήθηκε εκθετικά, οδηγώντας σε μία αντίστοιχη κατάρρευση της αξίας του νομίσματος. Ο πληθωρισμός εξελίχθηκε σε υπερπληθωρισμό, όταν η καθημερινή ζωή των πολιτών άρχισε να επηρεάζεται δραματικά από τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές.

Η κρίση κορυφώθηκε το 1923, όταν η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν τη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ λόγω της αδυναμίας της Γερμανίας να καταβάλει τις αποζημιώσεις. Η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε, ενθαρρύνοντας τους εργάτες του Ρουρ να σταματήσουν να εργάζονται σε μια πολιτική «παθητικής αντίστασης». Εντούτοις, αυτή η στρατηγική είχε σοβαρό οικονομικό κόστος, καθώς η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εκτυπώσει ακόμα περισσότερο χρήμα, για να καλύψει τους μισθούς των εργαζομένων.

Ο υπερπληθωρισμός επηρέασε βαθιά τη γερμανική κοινωνία. Οι αποταμιεύσεις μίας ζωής εξαϋλώθηκαν μέσα σε λίγες μέρες, καταστρέφοντας τη μεσαία τάξη, που αποτελούσε τη «ραχοκοκαλιά» της κοινωνικής και οικονομικής σταθερότητας. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι είδαν τις απολαβές τους να μηδενίζονται, με αποτέλεσμα την αύξηση της φτώχειας και της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Η πολιτική αστάθεια ήταν, επίσης, αναπόφευκτη. Η απώλεια εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς έδωσε ώθηση σε εξτρεμιστικά κινήματα. Ο κομμουνισμός από τη μία πλευρά και ο εθνικισμός από την άλλη, κέρδισαν έδαφος, εκμεταλλευόμενοι τη γενικευμένη οργή και απελπισία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης αντιμετώπισε σοβαρές προκλήσεις στη διατήρηση της νομιμότητας και της λειτουργικότητάς της.

Η οικονομική ανάκαμψη ξεκίνησε το 1923, με την αποφασιστική παρέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Γκουστάβ Στρέζεμαν. Ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, του Ρεντενμάρκ, το οποίο αντικατέστησε το υποτιμημένο γερμανικό μάρκο. Το νέο νόμισμα βασίστηκε στην εγγύηση ακίνητης περιουσίας, γεγονός που βοήθησε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών.

Παιδιά που παίζουν με τα άνευ αξίας γερμανικά χρήματα και ένας άνδρας που σπρώχνει ένα καροτσάκι με «ακρωτηριασμένα» χρήματα. Πηγή εικόνας: rarehistoricalphotos.com

Παράλληλα, η Γερμανία διαπραγματεύτηκε την αναδιάρθρωση των αποζημιώσεων μέσω του Σχεδίου Ντοζ —Dawes Plan—, το 1924. Σύμφωνα με αυτό, οι ετήσιες πληρωμές μειώθηκαν, ενώ η χώρα έλαβε δάνεια από διεθνείς οργανισμούς και τράπεζες, κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εισροή αυτών των κεφαλαίων τόνωσε τη βιομηχανική παραγωγή και την απασχόληση, παράλληλα σταθεροποίησε τη νομισματική πολιτική.

Η επιτυχία των μέτρων αυτών δεν περιορίστηκε μόνο στην οικονομική σφαίρα. Η σταθερότητα, που επιτεύχθηκε, δημιούργησε μια περίοδο πολιτικής ηρεμίας και πολιτιστικής άνθησης, γνωστή ως «Χρυσή Εποχή» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οι βελτιώσεις στην οικονομία επέτρεψαν, επίσης, στη Γερμανία να επιστρέψει ως ισότιμο μέλος της διεθνούς κοινότητας, ενισχύοντας την εικόνα της χώρας.

Ο γερμανικός υπερπληθωρισμός αποτελεί μία διαχρονική υπενθύμιση των κινδύνων, που εγκυμονούν η οικονομική κακοδιαχείριση και η υπερβολική εκτύπωση χρήματος. Παράλληλα, αναδεικνύει τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας στην αντιμετώπιση οικονομικών κρίσεων. Το Σχέδιο Ντοζ και η βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών υπήρξαν κρίσιμα για την ανάκαμψη της Γερμανίας, υπογραμμίζοντας τη σημασία της αλληλεξάρτησης στις παγκόσμιες οικονομίες.

Η εμπειρία της Γερμανίας προσφέρει, επιπλέον, σημαντικά μαθήματα για την κοινωνική συνοχή. Ο υπερπληθωρισμός διέλυσε την εμπιστοσύνη του λαού στους θεσμούς, γεγονός που διευκόλυνε την άνοδο του ναζισμού λίγα χρόνια αργότερα. Η οικονομική σταθερότητα είναι αναγκαία, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Η διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της πολιτικής σταθερότητας αποτελεί εξίσου σημαντική προτεραιότητα.

Η ιστορία του γερμανικού υπερπληθωρισμού είναι μία δραματική υπενθύμιση του πώς οι οικονομικές κρίσεις μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή των ανθρώπων και να αναδιαμορφώσουν τα κράτη. Παρά τις καταστροφικές συνέπειες, η Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κατάφερε να ανακάμψει μέσω στρατηγικών αποφάσεων και διεθνούς συνεργασίας. Ωστόσο, οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της κρίσης, τόσο στην κοινωνία όσο και στην πολιτική, υπογραμμίζουν τη σημασία της πρόληψης και της διαχείρισης οικονομικών προβλημάτων πριν αυτά ξεφύγουν από τον έλεγχο.

Πώς επηρέασε ο υπερπληθωρισμός του 1920 τη Γερμανία και τι στάση κρατάει σήμερα;

Η ιστορία του γερμανικού υπερπληθωρισμού και η οικονομική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης έχουν αφήσει ένα βαθύ αποτύπωμα στη σύγχρονη Γερμανία, διαμορφώνοντας την οικονομική της κουλτούρα, τη δημοσιονομική της πολιτική και τον ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή. Η σημερινή Γερμανία έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε φαινόμενα πληθωρισμού και οικονομικής αστάθειας, γεγονός που επηρεάζει την πολιτική της σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η εμπειρία του υπερπληθωρισμού συνέβαλε στη δημιουργία μιας κουλτούρας δημοσιονομικής πειθαρχίας στη Γερμανία. Η χώρα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο του πληθωρισμού, στη σταθερότητα των τιμών και στη συγκράτηση των δημόσιων δαπανών. Ο νόμος περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού —”Schuldenbremse”—, που εισήχθη το 2009, είναι μια ένδειξη αυτής της φιλοσοφίας. Με βάση αυτόν, οι δημόσιες δαπάνες δεν μπορούν να ξεπερνούν τα έσοδα, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η πανδημία.

Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, έχει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των οικονομικών κρίσεων. Η στάση της απέναντι στις χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν κρίσεις χρέους, όπως η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Κρίσης Χρέους (2009-2015), χαρακτηρίστηκε από επιμονή σε πολιτικές λιτότητας. Οι επικριτές αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η Γερμανία προέκβαλε τη δική της ιστορική εμπειρία στην Ευρωζώνη, πιέζοντας για αυστηρά μέτρα εξυγίανσης, παρά τις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες των χωρών.

Παιδιά που χρησιμοποιούν τα χρήματα ως παιχνίδια. Πηγή εικόνας:rarehistoricalphotos.com

Η επιμονή στη σταθερότητα των τιμών αντανακλάται και στον ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η γερμανική προσέγγιση, συχνά, ευνοεί αυστηρές νομισματικές πολιτικές, προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε πιθανότητα πληθωριστικής έξαρσης στην Ευρωζώνη. Η τραυματική εμπειρία του γερμανικού υπερπληθωρισμού της δεκαετίας του 1920, δημιούργησε μία βαθιά ριζωμένη κουλτούρα νομισματικής σταθερότητας στη Γερμανία, η οποία διαμόρφωσε τη στρατηγική και την αξιοπιστία της Bundesbank ως αυστηρού θεματοφύλακα των τιμών. Αυτή η αξιοπιστία δανείστηκε ουσιαστικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ίδρυσή της, με τη μεταφορά της προσήλωσης στη σταθερότητα των τιμών και την ανεξαρτησία από πολιτικές παρεμβάσεις στο επίπεδο της Ευρωζώνης.

Η σύγχρονη γερμανική οικονομία είναι συνώνυμη με τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα. Η χώρα διατηρεί ένα ισχυρό εμπορικό πλεόνασμα, στηριζόμενη στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Η έμφαση στη σταθερότητα και την πειθαρχία έχει συμβάλει στο να θεωρείται η Γερμανία «ασφαλές καταφύγιο» για τους επενδυτές, ιδίως σε περιόδους παγκόσμιας αβεβαιότητας.

Η εμπειρία του υπερπληθωρισμού της δεκαετίας του 1920, αποτελεί έναν ζωντανό ιστορικό μύθο στη Γερμανία. Τα αρνητικά του διδάγματα χρησιμοποιούνται για να στηριχθούν πολιτικές αποφάσεις και να διατηρηθεί η οικονομική σταθερότητα. Παρότι ο πληθωρισμός, στις αρχές του 2020, αυξήθηκε λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η Γερμανία επέδειξε ξανά προτεραιότητα στη σταθεροποίηση των τιμών.

Η Γερμανία του σήμερα είναι ένα έθνος, το οποίο συνδυάζει τη διδασκαλία της ιστορίας με μια ισχυρή δέσμευση για οικονομική σταθερότητα. Αν και οι προκλήσεις παραμένουν, οι αξίες, οι οποίες γεννήθηκαν από τις εμπειρίες του παρελθόντος, καθοδηγούν ακόμα τη χώρα στην προσπάθειά της να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο στην Ευρώπη και τον κόσμο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Turroni, C. (1937), The Economics of Inflation: A Study of Currency Depreciation in Post—War Germany, Εκδόσεις: George Allen & UnwinLTD
  • Ferguson Nial (2019), The Ascent of Money: A financial History of the World, Εκδόσεις Penguin
  • Keynes, J.M. (1920), The economic consequences of the Peace, Εκδόσεις: Harcourt
  • Taylor A.J.P (1991), The origins of the Second World War, Εκδόσεις: Penguin Books
  • Δημοκρατία της Βαϊμάρης: Το φάντασμα του υπερπληθωρισμού στοιχειώνει την Γερμανία μετά από 100 χρόνια, www.skai.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άντζελα Μανώλακα
Άντζελα Μανώλακα
Γεννήθηκε στο Μαρούσι και ζει στην Ελευσίνα. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Επιθυμεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με τους διεθνείς οργανισμούς, τις διεθνείς διαπραγματεύσεις και τους διάφορους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να εξερευνά –να ανακαλύπτει όχι και τόσο γνωστές γειτονιές της Αθήνας, να διαβάζει νέα βιβλία και να ξεθάβει «κρυμμένους θησαυρούς». Της αρέσει πολύ ο καφές και το περπάτημα.