Της Αλίκης Κωστή,
Ένα από τα αποτελέσματα της δικαστικής αποφάσεως στις διοικητικές διαφορές, όπως και στις πολιτικές, είναι το δεδικασμένο. Tο δεδικασμένο διακρίνεται σε τυπικό δεδικασμένο κι ουσιαστικό. Για τυπικό δεδικασμένο γίνεται λόγος όταν η απόφαση δεν προσβάλλεται με τακτικά ένδικα μέσα (έφεση κι ανακοπή ερημοδικίας) είτε διότι έχει εκδοθεί απόφαση επί αυτών είτε διότι έχει παρέλθει η προθεσμία άσκησης τους. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις πρόκειται για μία τελεσίδικη απόφαση. Από την άλλη, ως ουσιαστικό δεδικασμένο ορίζεται η δεσμευτικότητά την οποία παράγει η δικαστική απόφαση.
Προϋπόθεση του ουσιαστικού δεδικασμένου είναι η ύπαρξη του τυπικού δεδικασμένου, δηλαδή η ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης. Η δεσμευτικότητα αυτή αποκλείει κάθε διαφορετική κρίση στο μέλλον τόσο από τα δικαστήρια όσο κι από τη διοίκηση. Το δεδικασμένο έχει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις των καταψηφιστικών ένδικων βοηθημάτων όπως είναι η αγωγή. Από την άλλη, στα διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα, όπως είναι η αίτηση ακυρώσεως κι η προσφυγή ουσίας, παρουσιάζεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον ένα άλλο αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης το οποίο είναι η διαπλαστική ενέργεια. Όταν το δικαστήριο ακυρώνει ή τροποποιεί μία διοικητική πράξη, η απόφαση παράγει διαπλαστική ενέργεια, δηλαδή η διοικητική πράξη ακυρώνεται ή τροποποιείται έναντι όλων. Όταν, όμως, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως ή την προσφυγή ουσίας, από τη στιγμή που η διοικητική πράξη δεν παύει να ισχύει ή δεν τροποποιείται, δεν παράγεται διαπλαστική ενέργεια, κι ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει το δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα ζητήματα.
Ποια μέρη, όμως, της απόφασης παράγουν δεδικασμένο; Ουσιαστικό δεδικασμένο παράγει το διατακτικό, και το αιτιολογικό του νομικού συλλογισμού στον βαθμό που στηρίζει το διατακτικό. Έτσι, λόγοι που έγιναν δεκτοί ή που απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι καλύπτονται από το δεδικασμένο. Από το δεδικασμένο καλύπτονται κι οι ενστάσεις είτε προτάθηκαν είτε δεν προτάθηκαν είτε έγιναν δεκτές είτε θεωρήθηκαν αβάσιμες. Εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν οι ενστάσεις οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα. Αυτές, αν δεν προτάθηκαν, δεν καλύπτονται. Αντιθέτως, από το δεδικασμένο δεν καλύπτονται τα Obiter Dicta, δηλαδή κρίσεις εκ του περισσού που έκανε το δικαστήριο, και στις οποίες δεν στηρίζεται το πόρισμα (διατακτικό) του νομικού συλλογισμού.
Ποιες, λοιπόν, είναι οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου; Κάποιες έχουν ήδη αναφερθεί. Η πρώτη προϋπόθεση, η οποία έχει ήδη αναφερθεί, είναι να υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή να μην μπορεί να προσβληθεί με τακτικά ένδικα μέσα. Με άλλα λόγια, προϋπόθεση για την παραγωγή του ουσιαστικού δεδικασμένου είναι το τυπικό δεδικασμένο. Περαιτέρω προϋπόθεση είναι κι η ταυτότητα των προσώπων. Το δεδικασμένο έχει inter partes ισχύ, με άλλα λόγια ενεργεί μόνο μεταξύ των μερών σε αντίθεση με τη διαπλαστική ενέργεια που ενεργεί erga omnes, δηλαδή έναντι όλων. Το δεδικασμένο δεσμεύει μόνο όσους έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, καθώς και τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους, εφόσον φυσικά δεν πρόκειται για προσωποπαγή δικαιώματα. Ωστόσο, εφόσον στη διοικητική δίκη, μιλάμε κατά κύριο λόγο για προσωποπαγή δικαιώματα, θα λέγαμε ότι δεν τυγχάνει ευρείας εφαρμογής αυτή η επέκταση του δεδικασμένου στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των διαδίκων.
Τρίτη προϋπόθεση του δεδικασμένου είναι να έχουμε ταυτότητα διαφοράς, δηλαδή να υπάρχει ταυτότητα της νομικής και της πραγματικής βάσης. Απλώς η ερμηνεία με ορισμένο τρόπο ενός κανόνα δικαίου δεν είναι δεσμευτική. Μάλιστα, για όσες διαφορές διέπονται από τον κώδικα διοικητικής δικονομίας, το δεδικασμένο καλύπτει τόσο τα ουσιαστικής όσο και τα δικονομικής φύσεως ζητήματα. (αρ. 197 παρ. 1), ενώ δεν είναι σαφές αν ισχύει το ίδιο και για τις αιτήσεις ακυρώσεως (αρ. 50 παρ. 5 πδ 18/1989, που δεν γίνεται σαφής αναφορά στα δικονομικής φύσεως ζητήματα). Σε κάθε πάντως περίπτωση, το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνο το κυρίως κριθέν ζήτημα αλλά κι όσα κρίθηκαν παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο, εφόσον ανήκουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά του. Είναι δε αυτονόητο ότι αν το δικαστήριο απέρριψε για τυπικούς λόγους το ένδικο βοήθημα ή μέσο, δεν υπάρχει δεδικασμένο για την ουσία της υποθέσεως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Π. Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, 6η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.