Του Γιάννη Δράμαλη,
Ο όρος «εγκλήματα λευκού κολάρου» έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του το 1939, όταν παρουσιάστηκε από τον κοινωνιολόγο Edwin Sutherland στην ομιλία του στην 34η ετήσια συνάντηση της τότε Αμερικανικής Κοινωνιολογικής Κοινότητας. Ο Sutherland ήταν ο πρώτος που έστρεψε τη νομική, κοινωνιολογική κι εγκληματολογική ματιά μακριά από υποβαθμισμένες περιοχές, διαλυμένες οικογένειες, άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και περιορισμένων μέσων, για να την οδηγήσει σε πολυτελή σαλόνια κι επιβλητικά γραφεία. Σκέψη του ήταν, πως έγκλημα δεν αποτελεί μόνο η ανθρωποκτονία, η ληστεία, η σωματική βλάβη, αλλά κι άλλου είδους προσβολές, χωρίς θύμα.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, η διαφορετική αυτή κατηγορία προσβολών ονομάστηκε έτσι, επειδή οι δράστες, τα υποκείμενα τέλεσης, εργάζονταν σε γραφεία, φορώντας ενδυμασία που περιλάμβανε ιστορικά λευκό κολάρο, πραγματοποιώντας πνευματική εργασία, σε αντίθεση με αυτούς που πραγματοποιούσαν χειρωνακτική εργασία σε εργοστάσια, σε χωράφια ή βιοτεχνίες, των οποίων η στολή εργασίας περιλάμβανε παραδοσιακά ένα μπλε (κυανό) κολάρο. Η ονομασία χρησίμευε στη διάκριση των προνομιούχων κοινωνικών τάξεων ως υποκειμένων αυτών των εγκλημάτων και για να προσδώσει έναν ταξικό χαρακτήρα σε αυτά τα εγκλήματα. Ο ίδιος ο Sutherland, αλλά κι οι διάδοχοί του, παρουσίασαν πέρα από τον ορισμό και τα στοιχεία των εγκλημάτων του λευκού κολάρου και θεωρίες που εξηγούν τη συμπεριφορά των ατόμων που διαπράττουν τέτοιου είδους εγκλήματα. Πιο συγκεκριμένα, οι σημαντικότερες από τις θεωρίες που ανέπτυξαν είναι οι θεωρίες της διαφορικής συναναστροφής, της ουδετεροποίησης και της μίμησης.
Σύμφωνα με τη θεωρία της διαφορικής συναναστροφής, το έγκλημα αποτελεί προϊόν κοινωνικής μάθησης και διαχέεται ανάμεσα στους ανθρώπους, μέσα από την κοινωνική τους συναναστροφή κι αλληλεπίδραση. Οι άνθρωποι μαθαίνουν τι είναι το έγκλημα, πως γίνεται, γιατί να γίνει, μέσα από τη συναναστροφή με τους ομοίους τους, με μέλη της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν. Η θεωρία αυτή είναι τελείως αντίθετη με τις ντετερμινιστικές απόψεις που κυριαρχούσαν τον 20ο αιώνα κι ίσως μία ακόμη προσπάθεια του Sutherland να κατευθύνει τα βλέμματα των ανθρώπων σε αυτούς που δεν θεωρούνταν ύποπτοι, αλλά αντίθετα ευυπόληπτοι κι άριστοι. Τότε, και λόγω επιρροών του επιστημονικού ρατσισμού, υπήρχε η αντίληψη, ότι οι εγκληματίες ήταν άγριοι κι βάρβαροι, είχαν μείνει πίσω στη διαδικασία εξέλιξης και δεν ήταν καλλιεργημένοι ή πλούσιοι. Συνεπώς, για τον Sutherland, οι εγκληματίες του λευκού κολάρου υπέκυπταν στο έγκλημα και λόγω επιρροών που δέχονταν από τους ομοίους τους και το περιβάλλον τους. Σίγουρα θα έπαιζε ρόλο κι ένας εσωτερικός ψυχολογικός παράγοντας: «εγώ είμαι καλύτερος από τους άλλους, ο συνάδελφός μου εξαπάτησε για τόσες χιλιάδες, γιατί να μην το κάνω και ‘γω; εξάλλου οι χωρικοί δε θα το καταλάβουν καν και τα λεφτά αυτά μου αξίζουν».
Κι ακριβώς σε αυτόν τον ψυχολογικό παράγοντα ανευρίσκεται κι η θεωρία της ουδετεροποίησης. Με βάση αυτήν, ένας εγκληματίας δικαιολογεί το έγκλημά του, εκλαμβάνει την πράξη του ως μη παραβατική, προσπαθεί να της προσδώσει έναν «ουδέτερο» χαρακτήρα. Προσπαθεί να παρουσιάσει το έγκλημα ως αποδεκτό ή κατανοητό, ένα λογικό επακόλουθο. Χαρακτηριστική είναι κι η επιλογή λέξεων διαφορετικών από εκείνες που χρησιμοποιούνται για κοινά εγκλήματα, όπως, «πήρα» αντί για «έκλεψα» κι η προσπάθεια ορθολογικοποίησης των πράξεών του. Από ψυχολογική άποψη, φαίνεται να αντιμετωπίζουν τις διατάξεις του νόμου ως κατευθυντήριες γραμμές, παρά κατηγορηματικές επιταγές. Σε αυτή την οπτική ενδεχομένως να μετράει η προνομιακή ανατροφή και το αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων, ότι βρίσκονται πάνω από το νόμο.
Η θεωρία της μίμησης τέλος, ίσως παρουσιάζει τα αίτια πιο σύγχρονων εγκλημάτων λευκού κολάρου. Σύμφωνα με αυτήν, οι άνθρωποι επηρεάζονται από τους γύρω τους ως προς τις επιδιώξεις στη ζωή τους. Εάν ο αδελφός μας έχει το τάδε κινητό πρέπει να το έχουμε κι εμείς. Κι η σημερινή κοινωνία προωθεί πρότυπα οικονομικής επιτυχίας κι ευμάρειας. Για εμάς σήμερα ένδειξη επιτυχίας είναι η κατοχή πολλών και πολυτελών πραγμάτων. Ένας άνθρωπος μεγαλωμένος με τα προαναφερθέντα πρότυπα, θα είναι σίγουρα πιο πιθανό να διαπράξει οικονομικό έγκλημα, παρακινούμενος ακόμα περισσότερο από την επιταγή της κοινωνίας να πετύχει.
Μέσα από τις τρεις αυτές θεωρίες, λοιπόν, θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε το προφίλ ενός εγκληματία λευκού κολάρου: ένα άτομο μεγαλωμένο στην αφθονία με μία αίσθηση υπεροχής, που θεωρεί τον εαυτό του υπεράνω οποιουδήποτε, ίσως και του νόμου και θεωρεί τη διάπραξη εγκλημάτων συνηθισμένη ενέργεια για το ίδιο, πόσω μάλλον όταν γίνεται για να πάρει κάτι που φαινομενικά δικαιούται. Αυτή η περιγραφή δεν ισχύει σε όλες περιπτώσεις οικονομικών εγκλημάτων και διαμορφώθηκε σε μια εποχή με διαφορετική κοινωνική πραγματικότητα. Η συμβολή του Sutherland, όμως συντέλεσε στη χάραξη νέων οριζόντων για το ποινικό δίκαιο στη σύγχρονη εποχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θεόδωρος Παπακυριάκου, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, Η ποινική προστασία των φορολογικών αξιώσεων του Ελληνικού Δημοσίου και της Ε.Ε. στην ελληνική έννομη τάξη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.
- Αρχιμανδρίτου Μαρία, Εισαγωγή στην Εγκληματολογία, Βασικές Θεωρίες, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.