Του Βάιου Πολύζου,
“Memento mori” συνήθιζαν να λένε οι αρχαίοι Ρωμαίοι, ρητό που μέχρι και σήμερα διατηρεί τη σημασία του. Η υπενθύμιση αυτή, ότι καθένας μας πρέπει να αντιμετωπίσει τον θάνατο αργά ή γρήγορα, μπορεί να λειτουργήσει τόσο ενθαρρυντικά όσο και αποθαρρυντικά. Για κάποιους είναι η αφορμή για να ζήσουν την ζωή τους στο έπακρο, ενώ άλλους τους γεμίζει με αισθήματα άγχους και απαισιοδοξίας. Ο θάνατος είναι φυσικό κομμάτι της ζωής και τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει αιώνια αναλλοίωτο. Έτσι, κάθε ιστορία, όσο ωραία κι αν είναι, πρέπει να τελειώσει, και κάθε ήρωας, ανεξαρτήτως της σπουδαιότητάς του, πρέπει μια μέρα να πεθάνει.
Ο Σίγκουρντ είχε εγκατασταθεί πλέον μόνιμα σε μια περιοχή νότια του Ρήνου, στην αυλή του βασιλιά Γκιούκι, όπου είχε παντρευτεί και την κόρη του, την πριγκίπισσα Γκούδρουν. Ο γάμος αυτός, βέβαια, δεν ήταν «καρπός» ενός έρωτα, αλλά ενός δόλιου τεχνάσματος. Ο βασιλιάς μαζί με την σύζυγό του, την μάγισσα Γκρίμχιλντ, έδωσαν ένα φίλτρο λήθης στον Σίγκουρντ, πράγμα που τον έκανε να λησμονήσει το πρόσωπο της πραγματικής του αγάπης, της πρώην αρραβωνιαστικιάς του, Μπρουνχίλντα. Με το πέρασμα του καιρού, ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά, ο Γκούναρ, άρχισε να αναζητεί σύζυγο και μια πολεμίστρια με το κύρος και τη φήμη της Μπρουνχίλντα, κάτι που του φάνηκε άριστη επιλογή.
Η απόκτηση μιας συζύγου, όπως η Μπρουνχίλντα, κάθε άλλο παρά μια απλή υπόθεση ήταν. Έχοντας αντισταθεί στη βούληση του βασιλιά των θεών Όντιν, η Μπρουνχίλντα βρίσκονταν φυλακισμένη σε ένα κάστρο περικυκλωμένο από ένα μαγικό πύρινο τείχος, το οποίο θα έπρεπε να περάσει, όποιος επιθυμούσε να τη γνωρίσει. Έτσι, ο πρίγκιπας Γκούναρ αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του γαμπρού του, που κατά το παρελθόν, άλλωστε, είχε φέρει εις πέρας αυτόν τον άθλο, κι ας το είχε ξεχάσει τώρα πια. Ο Σίγκουρντ αποφάσισε να βοηθήσει τον κουνιάδο του και οι δυο τους αναχώρησαν σύντομα για το μαγεμένο κάστρο.
Ύστερα από αρκετές μέρες ταξιδιού, οι δύο πρίγκιπες έφτασαν μπροστά στα περίφημα «φλεγόμενα» τείχη. Ο Γκούναρ εξοπλίστηκε με όσο θάρρος είχε μέσα του και κάλπασε γρήγορα προς τις φλόγες, το άλογό του, όμως, δεν ήταν αρκετά θαρραλέο ώστε να περάσει μέσα από το πύρινο τείχος. Έτσι, ο Γκούναρ ζήτησε από τον Σίγκουρντ να του παραχωρήσει το δικό του άλογο, τον Γκράνι, το οποίο ήταν τόσο ξακουστό όσο και ο ιδιοκτήτης του. Ο Γκράνι, ωστόσο, αρνούνταν να κουνηθεί όσο στη ράχη του βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Σίγκουρντ. Οι δύο πρίγκιπες κατέφυγαν τώρα σε άλλα μέσα. Ο Γκούναρ χρησιμοποίησε ένα από τα ξόρκια της μητέρας του, το οποίο του επέτρεψε να ανταλλάξει την εξωτερική του εμφάνιση με αυτή του Σίγκουρντ. Αντίστοιχα, ο Σίγκουρντ, έχοντας τώρα την μορφή του Γκούναρ, καβάλησε τον Γκράνι, ο οποίος αναγνωρίζοντας την πραγματική φύση του καβαλάρη του, πέρασε με ένα άλμα πάνω από τις φλόγες που περικύκλωναν το κάστρο.
Ο Σίγκουρντ και η Μπρουνχίλντα συναντήθηκαν για άλλη μια φορά, χωρίς όμως να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον, ο Σίγκουρντ λόγω της αμνησίας του και η Μπρουνχίλντα λόγω της αλλαγμένης εμφάνισης του πρώην αγαπητικού της. Αφού πέρασαν λίγες μέρες μαζί, ο Σίγκουρντ πρόσφερε ένα χρυσό δαχτυλίδι στη νεαρή πολεμίστρια, ζητώντας την σε γάμο εκ μέρους του Γκούναρ. Η Μπρουνχίλντα, με τη σειρά της, έδωσε στον Σίγκουρντ το καταραμένο δαχτυλίδι του Άντβαρι, το οποίο ο ίδιος της είχε προσφέρει χρόνια πριν, όταν την ζήτησε σε γάμο.
Οι δύο πρίγκιπες επέστρεψαν τώρα στο παλάτι του Γκιούκι μαζί με την Μπρουνχίλντα, έχοντας βέβαια φροντίσει να αλλάξουν και πάλι τις μορφές τους. Μετά από σύντομο διάστημα έλαβε μέρος ο γάμος του Γκούναρ και της Μπρουνχίλντα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Σίγκουρντ άρχισε να ανακτά τη μνήμη του και να θυμάται την παλιά του αγάπη. Βαθύτατα πληγωμένος, αποφάσισε να μη δώσει έκταση στο θέμα για να μην προκληθεί σκάνδαλο, κι έτσι εξακολούθησε να προσποιείται πως δεν θυμόταν τίποτα. Η Μπρουνχίλντα, από την άλλη πλευρά, ήταν εξίσου θλιμμένη, βλέποντας τον άντρα που αγαπούσε, παντρεμένο με άλλη γυναίκα. Η τραγική συνύπαρξη αυτών των δύο κάτω από την ίδια στέγη, μόνο προβλήματα μπορούσε να δημιουργήσει.
Λίγες μέρες μόνο μετά τον γάμο, ένα αίσθημα αμηχανίας είχε επικρατήσει στο παλάτι. Η Μπρουνχίλντα και η Γκούδρουν, η σύζυγος του Σίγκουρντ, λογομαχούσαν όλο και πιο συχνά σχετικά με τον γάμο της δεύτερης. Σε μία από αυτές τις λογομαχίες, η Γκούδρουν αποκάλυψε πως ο Σίγκουρντ ήταν αυτός που είχε σώσει την Μπρουνχίλντα και τη δεύτερη φορά από το φλεγόμενο κάστρο για χάρη του Γκούναρ. Η θλίψη της Μπρουνχίλντα τώρα πολλαπλασιάστηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο άντρας που αγαπούσε την είχε προδώσει διπλά.
Συντετριμμένη, η νεαρή πολεμίστρια αρνούνταν να φάει και να πιει ή ακόμα και να συνομιλήσει με οποιονδήποτε μέσα στο παλάτι. Ο Γκούναρ ζήτησε για ακόμη μία φορά τη βοήθεια του Σίγκουρντ, παρακαλώντας τον να παρηγορήσει με κάποιο τρόπο τη σύζυγό του. Πράγματι, ο Σίγκουρντ συνάντησε κατ’ ιδίαν την Μπρουνχίλντα και της εξήγησε το πόσο συντετριμμένος ήταν και ο ίδιος, αλλά και το πως ήθελε να τη δει χαρούμενη και πάλι, έστω υπό τις συνθήκες που η μοίρα τους είχε φέρει. Παραμένοντας απαρηγόρητη, ο Σίγκουρντ της πρότεινε ακόμα και να παντρευτούν στα κρυφά και να φύγουν μακριά από το βασίλειο του Γκιούκι. Η πρόταση αυτή μετέτρεψε τη θλίψη της Μπρουνχίλντα σε θυμό, θεωρώντας πως ο πρώην αρραβωνιαστικός της δεν υπολόγιζε την αξία και την τιμή της. Με την στεναχώρια πλέον να έχει παραχωρήσει τη θέση της στην οργή και την εκδικητική μανία, η Μπρουνχίλντα έδιωξε τον Σίγκουρντ με άγριες φωνές.
Ο καιρός περνούσε και η κατάσταση όλο και επιδεινώνονταν. Η Μπρουνχίλντα ζήτησε από τον σύζυγό της να σκοτώσει τον Σίγκουρντ, απειλώντας τον πως θα αυτοκτονούσε εάν αρνούνταν. Ο Γκούναρ αναγκάστηκε να υπακούσει και άρχισε να σχεδιάζει με τους αδερφούς του, τη δολοφονία του γαμπρού του, υποσχόμενος μερίδιο από τον θησαυρό του Σίγκουρντ. Η «κατάρα του θησαυρού» είχε θολώσει τα μυαλά των ανθρώπων για άλλη μια φορά.
Οι γιοι του βασιλιά Γκιούκι αποφάσισαν πως ο νεότερος από τους τρεις, ο Γκούθορμ, θα έπρεπε να δολοφονήσει τον Σίγκουρντ, καθώς ήταν ο μόνος που δεν είχε δώσει κάποιο όρκο αδερφοσύνης μαζί του. Με την ενθάρρυνση των αδερφών του και τα φίλτρα της μητέρας του, ο Γκούθορμ σύλλεξε όσο θάρρος του βρισκόταν προκειμένου να αντιμετωπίσει τον άνδρα της αδερφής του. Όταν βράδιασε, μπήκε με φόρα στο δωμάτιο του Σίγκουρντ, τον οποίο φόνευσε στον ύπνο του, πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει. Η Γκούδρουν ξύπνησε καλυμμένη στο αίμα του άνδρα της και οι κραυγές της ήχησαν σε ολόκληρο το κάστρο, ενώ ο Σίγκουρντ με τις τελευταίες του δυνάμεις άρπαξε το ξίφος του και το εκτόξευσε μακριά, κόβοντας στα δύο τον φονιά του.
Ο πανικός εξαπλώθηκε γρήγορα σε ολόκληρο το κάστρο. Μέσα στον γενικότερο θρήνο, η Μπρουνχίλντα βρέθηκε να γελά, ικανοποιημένη με το κακό που προξένησε σε αυτούς που την είχαν εξευτελίσει. Σύντομα, όμως, το γέλιο της μετατράπηκε σε λύπη, αφού συνειδητοποίησε ότι έγινε η αιτία του θανάτου για τον άνθρωπο που αγαπούσε. Η ίδια, λοιπόν, παρακάλεσε τον βασιλιά να της αναθέσει την αποτέφρωση του Σίγκουρντ. Την ημέρα της κηδείας ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε από κάθε άκρη του Βόρειου Κόσμου, με πολλούς να μην μπορούν να πιστέψουν ακόμα, αυτό που είχε συμβεί. Πάνω σε μια πολυτελή στοίβα από ξύλα και κάθε είδους θησαυρό, τοποθετήθηκε το σώμα του Σίγκουρντ για να καεί, με θυσίες ζώων και ανθρώπων να πραγματοποιούνται ολόγυρά του. Με καρδιά βαριά από τις τύψεις, η Μπρουνχίλντα αποφάσισε να δώσει τέλος και στη δική της ζωή. Όπως ο Σίγκουρντ είχε περάσει μέσα από τις φλόγες για να την ελευθερώσει, έτσι κι αυτή βούτηξε μέσα στη νεκρική πυρά και αυτοκτόνησε, ελπίζοντας να συναντήσει τον αγαπημένο της σε έναν άλλον κόσμο.
Η ιστορία των Βόλσουνγκς, ωστόσο, δεν είχε ακόμα τελειώσει. Η μοίρα των υπόλοιπων μελών της οικογένειας συνδέθηκε με τον «καταραμένο θησαυρό», ο οποίος έφτασε μέχρι την αυλή του βασιλιά Αττίλα, όπου επέφερε γρήγορα τον χαμό του Ούνου βασιλιά. Μετά από αρκετές δεκαετίες γεμάτες με πόνο και τραγωδία, χάθηκαν και οι τελευταίοι απόγονοι του Σίγκουρντ, ενώ μαζί τους χάθηκε και ο «καταραμένος χρυσός» του Άντβαρι. Έτσι, λοιπόν, χάθηκε το γένος των Βόλσουνγκς, μέσα στον οδυρμό και την καταστροφή, αφήνωντας πίσω του μονάχα τραγούδια ξεχασμένα και θολές αναμνήσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Jasse, L. Byock (1999), The Saga of the Volsungs: The Norse Epic of Sigurd the Dragon Slayer, Λονδίνο, Εκδόσεις: Penguin Books
- Pettit, E. (2023), The Poetic Edda: A Dual-Language Edition. Open Book Publishers, Εκδόσεις: Cambridge