18.1 C
Athens
Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠοινικό δίκαιο και παραλείψεις: Πώς νομιμοποιείται η ύπαρξη ποινικής ευθύνης για μη...

Ποινικό δίκαιο και παραλείψεις: Πώς νομιμοποιείται η ύπαρξη ποινικής ευθύνης για μη ενέργεια;


Του Θανάση Πεταλά,

Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο η παράλειψη ενεργείας προς αποτροπή εγκληματικού αποτελέσματος είναι υπαρκτό μέγεθος, το οποίο ενίοτε συνδέεται αιτιακά με την πρόκληση βλάβης σε κοινωνικά αγαθά. Για παράδειγμα ο Χ, οδηγώντας με αυτοκίνητο σε έναν έρημο επαρχιακό δρόμο, βλέπει τον αιμόφυρτο Ψ, ο οποίος κείται αναίσθητος έπειτα από πτώση με τη μηχανή του. Αν κι ο Ψ χρειάζεται επειγόντως μεταφορά σε νοσοκομείο, ο Χ αδιαφορώντας τον εγκαταλείπει αβοήθητο με αποτέλεσμα ο Ψ να πεθάνει. Σε άλλο παράδειγμα γονείς παραλείπουν δόλια να ταΐσουν το βρέφος τους με αποτέλεσμα αυτό να πεθάνει από ασιτία. Είναι ευδιάκριτο στα παραπάνω παραδείγματα το εγκληματικό αποτέλεσμα της αδράνειας ορισμένων προσώπων κι η μεγάλη κοινωνική απαξία που γεννάται.

Γιατί ποινικοποιείται η παράλειψη;

Στις κοινωνίες υπάρχουν εγγενείς οργανωτικές αρχές, σύμφυτες με την κοινωνική συνύπαρξη, όπως η αρνητική υποχρέωση μη πρόκλησης βλάβης στα αγαθά άλλων κι η αντίθετη θετική υποχρέωση ανάπτυξης ωφέλιμης δράσης υπέρ των αγαθών άλλων. Η τελευταία ιδιαίτερα εκδηλώνεται διττά. Οι πολίτες υποχρεούνται από τη μία μεριά να συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους σε κοινωνικούς φορείς προστασίας (δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομικές αρχές κ.λπ.), για παράδειγμα με την καταβολή φόρων ή την ευσυνείδητη εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας. Από την άλλη μεριά, οφείλουν να αναπτύσσουν κι άμεσα ωφέλιμη δράση υπέρ των αγαθών άλλων, για παράδειγμα με την παροχή βοήθειας σε κινδυνεύοντα συνάνθρωπο, όταν αυτό είναι αντικειμενικά εφικτό, χωρίς να διακινδυνεύσουν τη ζωή ή την υγεία τους.

Η μερίδα του λέοντος της υποχρέωσης για ανάπτυξη ωφέλιμης δράσης για τα αγαθά των πολιτών ανήκει προφανώς στους κοινωνικούς φορείς προστασίας. Αυτοί κατ’ αρχήν προστατεύουν κι ενεργούν υπέρ τους, διότι γι’ αυτό τον λόγο έχουν συγκροτηθεί. Όπου, όμως, οι κοινωνικοί μηχανισμοί δεν μπορούν ή δεν κρίνουν σκόπιμο να επέμβουν, οι πολίτες καλούνται να προβούν σε άμεσα ωφέλιμες πράξεις για τα αγαθά άλλων. Επομένως, η άμεσα ωφέλιμη δράση είναι συμπληρωματική προς τους κοινωνικούς φορείς. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν οριοθετεί ένα στοιχειώδες πλαίσιο «κοινωνικών προσμονών», αναμενόμενων και νομικά επιτασσόμενων δηλαδή ατομικών ενεργειών, που κάθε πολίτης δικαίως περιμένει από τους άλλους να πράξουν σε ειδικές περιστάσεις του κοινωνικού βίου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

Στο παραπάνω παράδειγμα (1) που ο οδηγός Χ παραλείπει να βοηθήσει τον τραυματία Ψ κι, ενώ μπορεί αντικειμενικά να τον βοηθήσει χωρίς να διακινδυνεύσει τη δική του ζωή ή υγεία, τον εγκαταλείπει αβοήθητο με αποτέλεσμα αυτός να πεθάνει, είναι ολοφάνερο ότι ο Χ παραβιάζει την επιτασσόμενη και κοινωνικά αναμενόμενη υποχρέωση για παροχή βοήθειας (ανάπτυξη άμεσα ωφέλιμης δράσης) υπέρ του κινδυνεύοντος Ψ, επειδή παραλείπει να τον βοηθήσει. Η παράλειψη αυτή οδηγεί αιτιακά στην προσβολή του εννόμου αγαθού της ζωής του Ψ κι άρα η κοινωνία δικαιολογημένα επιθυμεί να εκφράσει οργανωμένα την αποδοκιμασία της με την επιβολή ποινής στον Χ (ΠΚ 307). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως όταν η παράλειψη (άμεσα ωφέλιμης δράσης υπέρ των αγαθών άλλων) διαψεύδει τις κοινωνικές προσμονές της συγκεκριμένης ειδικής περίστασης κι οδηγεί αιτιακά σε αντικειμενικά διαπιστώσιμες βλάβες εννόμων αγαθών, συγκεντρώνει δικαίως ποινικό ενδιαφέρον!

Διακρίσεις Εγκλημάτων Παράλειψης

Τα εγκλήματα παράλειψης χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τα γνήσια και τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης. Στα πρώτα περιγράφεται ρητά στον κυρωτικό κανόνα ως αξιόποινη συμπεριφορά μια παράλειψη του υπαιτίου να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια. Η παράλειψη προσφοράς βοήθειας σε κινδυνεύοντα συνάνθρωπο (παράδειγμα 1), όταν αντικειμενικά η βοήθεια μπορεί να παρασχεθεί χωρίς κίνδυνο της ζωής ή της υγείας του υπαιτίου, συνιστά τέτοιο έγκλημα (ΠΚ 307). Κοινώς, η φύση των εγκλημάτων αυτών είναι τέτοια, ώστε να μη νοείται τέλεση τους παρά μόνο με παράλειψη ενέργειας.

Στον αντίποδα τα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης κατ’ αρχήν τελούνται με ενέργεια. Η αντικειμενική υπόσταση, για παράδειγμα, του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο (ΠΚ 299) προϋποθέτει κατ’ αρχήν άδικη και καταλογιστή ενέργεια του υπαιτίου προσώπου, η οποία αιτιακά να οδηγεί στον θάνατο του θύματος («Όποιος σκότωσε άλλον»). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η τέλεση αυτών των εγκλημάτων και με παράλειψη, όπως λόγου χάρη όταν οι γονείς παραλείπουν να ταΐσουν το βρέφος τους, διότι έχουν σκοπό να το σκοτώσουν (παράδειγμα 2). Στην τελευταία περίπτωση, όμως, θα πρέπει το υπαίτιο πρόσωπο να βαρύνεται με την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει (ΠΚ 15), ώστε να χρεωθεί την τέλεση του εγκλήματος ενέργειας με παράλειψη του.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: kat Wilcox

Είναι δικαιοπολιτικά ορθή η ποινική εξίσωση ενεργείας και παράλειψης;

Εύλογα ανακύπτει από τα παραπάνω ο εξής προβληματισμός: λαμβάνοντας υπόψιν το άρθρο 14 παρ. 2 ΠΚ, που ορίζει ότι η έννοια της πράξης στο ποινικό δίκαιο εκτείνεται και στις παραλείψεις, πως νομιμοποιείται δικαιοπολιτικά η ποινική εξίσωση της παράλειψης (δηλαδή της μη ενέργειας) με την ενέργεια, ενόψει των ουσιαστικών διαφόρων των δύο μεγεθών;

Το πρόβλημα έγκειται ειδικότερα στην εγγενή αδυναμία της παράλειψης να προκαλέσει φυσιοκρατικά μεταβολή στη μορφή ή την ουσία του εννόμου αγαθού. Παράλειψη σημαίνει αδράνεια, μη ενέργεια. Το εγκληματικό αποτέλεσμά της μη ενέργειας μπορεί να είναι ξεκάθαρο υπαρκτό μέγεθος και να διαπιστώνεται αντικειμενικά. Η ίδια η μη ενέργεια που οδήγησε αιτιακά σε αυτό όμως δεν διαπιστώνεται πάντα με την ίδια ευκολία. Όταν ο Χ (παράδειγμα 1) παραλείπει να βοηθήσει τον κινδυνεύοντα τραυματία Ψ και τον εγκαταλείπει, ενώ αντικειμενικά μπορεί να το κάνει δίχως να διακινδυνεύσει τη δική του ζωή ή υγεία, με αποτέλεσμα ο Ψ να πεθάνει, η επέλευση του θανάτου του Ψ είναι ένα αντικειμενικό γεγονός που εξακριβώνεται εμπειρικά.

Το αν η παράλειψη του Χ, ωστόσο, οδήγησε αιτιακά στον θάνατο του Ψ, δεδομένου ότι η μη ενέργεια δεν είναι ικανή από μόνη της να προκαλέσει φυσιοκρατικά τον θάνατο, επειδή στερείται άμεσης βλαπτικής δύναμης, χρειάζεται προσεκτικότερη θεμελίωση. Αυτό καθίσταται ακόμα πιο εναργές, εάν αντιπαραβάλλουμε το ανωτέρω παράδειγμα με την πρόκληση θανάτου με πυροβολισμό του θύματος, που εδώ είναι ολοφάνερη η ποιοτική διαφορά της αιτιώδους σύνδεσης μεταξύ ενεργείας κι επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, διότι ακριβώς ο πυροβολισμός είναι απολύτως ικανός να μεταβάλλει φυσιοκρατικά την υλική υπόσταση της ζωής σε αντίθεση με την παράλειψη.

Είναι γεγονός πάντως ότι στα έννομα αγαθά που η προσβολή τους δεν συνδέεται απαραίτητα με αλλοίωση της μορφής τους, δεν τίθεται ιδιαίτερο ζήτημα. Αυτά τα αγαθά έχουν λειτουργική φύση με αποτέλεσμα η παράλειψη ενέργειας κι η ενέργεια προσβολής να έχουν όμοιο βλαπτικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αξίωση του κράτους για καταβολή φόρων, η οποία προσβάλλεται και με την παράλειψη υποβολής φορολογικής δήλωσης από τους πολίτες.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Διαφορετική είναι, όμως, η περίπτωση εννόμων αγαθών που η προσβολή τους συνεπάγεται αλλοίωση της υλικής υπόστασης τους (ζωή, ιδιοκτησία κ.λπ.). Η όμοια ποινική αντιμετώπιση του προσβάλοντος με ενέργεια την ουσία του αγαθού και του παραλείψαντος να δράσει προς αποτροπή του κίνδυνου για την ουσία του αγαθού είναι εκ πρώτης όψεως προβληματική, διότι η παράλειψη, όπως προείπαμε, είναι εγγενώς ανίκανη να οδηγήσει φυσιοκρατικά σε αλλαγή της ουσίας του αγαθού. Η αδυναμία αυτή ξεπερνιέται με την εισαγωγή του κριτηρίου της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης (ΠΚ 15) ως προϋπόθεσης για την ποινική εξίσωση παράλειψης κι ενέργειας!

Η Έννοια της Ιδιαίτερης Νομικής Υποχρέωσης

Σύμφωνα με την ΠΚ 15, για να εξισωθεί η παράλειψη αποτροπής εγκληματικού αποτελέσματος με την ενέργεια πρόκλησής του, θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου μια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπής του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή αποκαλείται ακριβώς ιδιαίτερη, επειδή απευθύνεται σε πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία κατά το δίκαιο οφείλουν σε περιπτώσεις προσβολής ή έστω διακινδύνευσης εννόμου αγαθού να αποτρέψουν την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση τους πηγάζει είτε από τον νόμο είτε από συμβατική σχέση είτε από προηγούμενη επικίνδυνή τους ενέργεια να αποτρέψουν την προσβολή.

Επομένως, οι γονείς που παραλείπουν με δόλο να δώσουν τροφή στο βρέφος τους, με αποτέλεσμα να πεθάνει (παράδειγμα 2), θα χρεωθούν τη δια παραλείψεως τέλεση ανθρωποκτονίας με δόλο, διότι είναι γονείς. Αυτό σημαίνει ότι κατά την ΠΚ 15 φέρουν την εκ του νομού ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ανατροφής και προστασίας του τέκνου (Γονική Μέριμνα, ΑΚ 1510 επ.). Συνεπώς, ευθύνονται σύμφωνα με τις ΠΚ 15 + 299 κι άρα η παράλειψη τους να αποτρέψουν, ως όφειλαν, τον θάνατο του βρέφους εξομοιώνεται ποινικά με την τέλεση ανθρωποκτονίας με ενέργεια τους!


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης για παραλείψεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.
  • Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι / Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποινικό δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Πεταλάς
Θανάσης Πεταλάς
Είναι προπτυχιακός φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για θέματα αστικού και ποινικού δικαίου. Είναι γνώστης της αγγλικής και της γερμανικής γλώσσας, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο παρακολουθεί μαθήματα γαλλικών. Πιστεύει στη δύναμη του γραπτού λόγου για την ενημέρωση και την έμπνευση.