Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Σύμφωνα με το άρθρο 285 παράγραφος 1 του Ν.4072/2012 «με τη σύμβαση της αφανούς εταιρίας, ο ένας από τους εταίρους (εμφανής) παραχωρεί σε άλλον ή σε άλλους εταίρους δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μιας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων». Πρόκειται για έναν ορισμό αρκετά προβληματικό, που πρέπει να ερμηνευθεί συνδυαστικά με τις διατάξεις 286- 292 του ίδιου νόμου. Η αφανής εταιρεία συνιστά πράγματι εταιρία με την έννοια του άρθρου 741 ΑΚ. Είναι, δηλαδή, σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας δύο ή περισσότεροι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιδιώκουν κοινούς σκοπούς με κοινές εισφορές. Η αφανής εταιρία δεν έχει νομική προσωπικότητα, οι εταίροι μπορούν μόνο να επανιδρύσουν την εταιρία, αποδίδοντάς της τη μορφή μιας εξωτερικής εμπορικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα.
Παράλληλα, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αφανούς εταιρίας είναι ότι ο εταιρικός δεσμός αφορά μόνο τις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων, ενώ εξωτερικά δρα μόνο ο εμφανής εταίρος για την επιδίωξη μεν κοινών σκοπών αλλά στο όνομα του, όχι στο όνομα της εταιρίας. Πρόκειται για καθαρά εσωτερική εταιρία προσωπική, καθώς ο εμφανής εταίρος φέρει την υποχρέωση και το δικαίωμα απέναντι στους συνεταίρους του να μεταβιβάζει τα οικονομικά αποτελέσματα της δράσης του σύμφωνα με τη μεταξύ τους σχέση. Η εταιρία δεν εμφανίζεται προς τα έξω ως ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα αλλά ούτε κι ως νομικό πρόσωπο, καθώς προϋποτίθεται η δημοσιότητα. Οι τρίτοι γνωρίζουν την ύπαρξη της εταιρίας, αλλά συναλλάσσονται μόνο με τον εμφανή εταίρο κι έναντι αυτού και μόνο έχουν υποχρεώσεις και δικαιώματα.
Για τη σύσταση της αφανούς εταιρίας απαιτείται η κατάρτιση σύμβασης μεταξύ των εταίρων. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να είναι είτε νομικά είτε φυσικά πρόσωπα. Σε κάθε περίπτωση, ο εμφανής εταίρος πρέπει να διαθέτει εμπορική ικανότητα, ενώ για τους αφανείς αρκεί η δικαιοπρακτική ικανότητα. Η σύμβαση συνάπτεται άτυπα κατά κανόνα, κατ’εξαίρεση η τήρηση του έγγραφου τύπου είναι απαραίτητη, όταν αυτός επιβάλλεται από το νόμο σε περίπτωση της εισφοράς. Η εισφορά μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε παροχή, την οποία ο αφανής εταίρος την καταβάλει στον εμφανή. Μεταβιβάζεται το αντικείμενο της εισφοράς με αιτία το καταστατικό κατά χρήση ή κυριότητα. Οι σχέσεις των εταίρων διέπονται από την εταιρική σύμβαση. Διαφορετικά, τα κενά συμπληρώνονται από τις διατάξεις για την αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα των άρθρων 741 κι επόμενα AK.
Αναλυτικότερα, ανώτατο όργανο της αφανούς εταιρίας είναι το σύνολο όλων των εταίρων είτε αφανών είτε εμφανών. Αποφασίζουν από κοινού για όλα τα θέματα της εταιρίας καθώς και για την εξουσία διαχείρισης του εμφανούς. Ο εμφανής εταίρος είναι το διοικητικό όργανο της εταιρίας. Η διαχείριση ανήκει κατά κύριο λόγο σε αυτόν. Οι τρίτοι εισέρχονται στις συναλλαγές μόνο με τον εμφανή εταίρο ακόμη κι αν γνωρίζουν την ύπαρξη της αφανούς εταιρίας. Τα αποκτώμενα πράγματα που προέρχονται από τις διαχειριστικές πράξεις του εμφανούς εταίρου περιέρχονται στην ατομική του περιουσία μεν αλλά αυτός υποχρεούται να τα καταστήσει κοινά για όλους τους εταίρους. Όλοι οι εταίροι έχουν δικαίωμα στα κέρδη, στο προϊόν της εκκαθάρισης.
Τα δικαιώματα αυτά ασκούνται από τον εμφανή εταίρο που υποχρεούται να μεταβιβάζει στους αφανείς συνεταίρους του κατά το ποσοστό της εταιρικής μερίδας του καθενός τα κέρδη και τις ζημίες από τη διαχείριση του. Οι αφανείς εταίροι συμμετέχουν κατά αυτόν τον τρόπο και στις ζημίες της εταιρίας. Κατά τον νόμο, η συμμετοχή των αφανών εταίρων στα κέρδη και στις ζημίες είναι κατ’ ίσα μέρη εκτός αν το καταστατικό προβλέπει διαφορετική ρύθμιση. Αν προβλέπει συγκεκριμένο ποσοστό συμμετοχής στα κέρδη, το αντίστοιχο ισχύει και για τις ζημίες. Κάθε αφανής εταίρος έχει σε κάθε περίπτωση δικαίωμα ελέγχου της εμπορικής δραστηριότητας της εταιρίας και μπορεί να ασκηθεί αυτοπροσώπως ή από εμπειρογνώμονα.
Ο νόμος 4072/2012 προβλέπει ότι η εταιρία λύεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα. Μετά τη λύση έπεται η εκκαθάριση. Εκκαθαριστής είναι μόνο ο εμφανής εταίρος, ο οποίος οφείλει να παρέχει πληροφορίες σε κάθε αφανή εταίρο για την πορεία της εκκαθάρισης. Η εταιρία περατώνεται με τη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης, αλλά μέχρι την περάτωση μπορεί να υπάρξει αναβίωσή της. Αν υπάρξει κήρυξη πτώχευσης του εμφανούς εταίρου, οι αφανείς μπορούν να αξιώσουν την απόδοση της αξίας των εισφορών τους. Οι αφανείς εγείρουν τη σχετική αξίωση συμμετέχοντας στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικοί πιστωτές με αναγγελία αυτών. Αν δεν έχουν καταβάλει τις εισφορές τους υποχρεούνται έναντι του συνδίκου σε καταβολή αυτών στην πτωχευτική περιουσία, αν απαιτείται για την κάλυψη της ζημίας, για τη ρευστοποίηση και την αποπληρωμή των χρεών. Από το γράμμα του νόμου, προκύπτει ότι μόνο όταν η οφειλόμενη εισφορά είναι χρηματική, καταβάλλεται πράγματι. Δεν απαιτείται καταβολή της εισφοράς που συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σπυρίδων Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
- Νικόλαος Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019.