Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Βρισκόμαστε στον 5ο αιώνα π.Χ. Τα πρώτα χρόνια διακρίνονται από την κορύφωση της Περσικής φιλοδοξίας για κατάκτηση του ελλαδικού χώρου. Το περσικό στοιχείο είχε ήδη καταστήσει αισθητή την παρουσία του με την εξάπλωση του, στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Όπως σημειώθηκε στο πρώτο άρθρο, το 490 π.Χ. σηματοδότησε την πρώτη συνάντηση: οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τους Αθηναίους, απέκρουσαν την περσική εισβολή μετά την νικηφόρα έκβαση της μάχης του Μαραθώνα. Μια μάχη—σταθμός του μακροχρόνιου πολέμου, αν και αποτέλεσε το προοίμιο των συρράξεων, περιβάλλεται μέχρι και σήμερα από μυθικό κύρος. Ρεαλιστικά, όμως, οι Πέρσες —η μεγαλύτερη παγκοσμίως αυτοκρατορία— υπερείχαν σαφώς σε πόρους και στρατό και προόριζαν την αξιοποίηση τους, για μία μαζική, πλέον, επίθεση.
Η Μάχη των Θερμοπυλών
Το νέο της ολοκληρωτικής επίθεσης κατέφθασε στο εσωτερικό της Ελλάδας και —όπως ήταν φυσικό— η ελληνική αντίδραση υπήρξε άμεση. Δέκα χιλιάδες οπλίτες εστάλησαν στην κοιλάδα των Τεμπών, πλησίον του Ολύμπου, αναμένοντας την περσική εμφάνιση. Το σώμα, όμως, υποχώρησε στην θέα του υπέρογκου στρατού εισβολής. Ακολούθησε τότε, ένα διάστημα μακράς διαβούλευσης μεταξύ των ελληνικών πόλεων—κρατών για την δημιουργία μίας αποτελεσματικής άμυνας εναντίον του εισβολέα. Οι συμβαλλόμενοι στην διαπραγμάτευση κατέληξαν στην αποστολή κοινής στρατιωτικής δύναμης, περίπου επτά χιλιάδων ανδρών στο στενό των Θερμοπυλών, το οποίο θα έπρεπε να διαπεράσουν οι Πέρσες, για να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος. Η πλειοψηφία της αποστολής ήταν Αρκάδες, με ισχυρή, επίσης, παρουσία Λοκρών και Φωκέων. Ακολουθούσαν Θεσπιείς, Κορίνθιοι και Θηβαίοι, καθώς και Σπαρτιάτες με την συνοδεία ειλώτων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μικρή συνδρομή των Σπαρτιατών, περίφημων πολεμιστών και με επαγγελματικό στρατό, εξηγείται ίσως από «δισταγμό» για δέσμευση μεγάλων στρατευμάτων, αλλά και από τον εορτασμό της σημαντικότερης θρησκευτικής γιορτής τους, των ιερών Καρνείων, που συνιστούσαν περίοδο κατάπαυσης των μαχών.
Οι ελληνικές πόλεις απέστειλαν, εκτός των χερσαίων δυνάμεων, έναν στόλο τριήρων, ο οποίος στάθμευσε στα ανοιχτά του Αρτεμισίου, στις νότιες ακτές της Εύβοιας, 40 ναυτικά μίλια από τις Θερμοπύλες. Το στενό των Θερμοπυλών, 150 χλμ βόρεια της Αθήνας, ήταν μια εξαιρετική επιλογή για την άμυνα της χώρας, καθώς τα απότομα βουνά κατέληγαν στη θάλασσα, αφήνοντας ελεύθερη μόνο μια στενή ελώδη περιοχή, κατά μήκος της ακτής. Οι Φωκείς, μάλιστα, είχαν χτίσει ένα αμυντικό τείχος από τη λεγόμενη Μεσαία Πύλη μέχρι τη θάλασσα. Ο Πέρσης βασιλιάς, ο οποίος είχε αναλάβει προσωπικά την διεύθυνση της εκστρατείας, είχε συγκεντρώσει περίπου ογδόντα χιλιάδες οπλίτες και ανέμενε μάταια για τέσσερις ημέρες, την «πανικόβλητη» οπισθοχώρηση της ελληνικής πλευράς. Ο Ξέρξης έστειλε και πάλι κήρυκες, προσφέροντας στους αμυνόμενους μια τελευταία ευκαιρία να υποχωρήσουν χωρίς αιματοχυσία, μόνο με κατάθεση των όπλων. Η μνημειώδης απάντηση του Λεωνίδα στην προσέγγιση του Ξέρξη, «μολών λαβέ», σήμανε την αρχή της σύγκρουσης.
Φτάνοντας στην πέμπτη μέρα, ο Ξέρξης πέρασε πια στην επίθεση, συνάντησε, όμως, την σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων. Ακόμη και οι «αθάνατοι» —το επίλεκτο σώμα της βασιλικής περσικής φρουράς— ήρθαν αντιμέτωποι με την ελληνική πυγμή. Φαίνεται πως οι Πέρσες, παρά την αντικειμενική υπεροχή τους στρατιωτικά, δεν ευνοούνταν από τις συνθήκες μάχης. Ο χώρος ήταν πολύ στενός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική λόγω των θερμών υδρατμών, οι ασπίδες και τα δόρατα τους ήταν μικρά, κατάλληλα για ανοιχτό πεδίο μάχης, ενώ δεν μπορούσαν σε αυτές τις συνθήκες να εκμεταλλευθούν την αριθμητική τους υπεροχή. Στον αντίποδα, οι ολιγάριθμοι μεν Σπαρτιάτες, πιο έμπειροι στις στρατιωτικές αναμετρήσεις, εκτέλεσαν με απόλυτη ακρίβεια τους ελιγμούς και απέδειξαν την πολεμική τους μαεστρία. Προσποιούνταν υποχώρηση, ώστε να αναγκάσουν τους Πέρσες να τους καταδιώκουν, τους εγκλώβιζαν στο στενότερο σημείο του περάσματος και συγκρούονταν μαζί τους σε μάχη σώμα με σώμα, πετυχαίνοντας αναρίθμητες απώλειες. Οι Πέρσες, παρά τις προσπάθειες για αξιόλογη επίθεση, προχώρησαν σε οπισθοχώρηση. Οι Έλληνες, ταξινομημένοι σε τάγματα, ανάλογα με τις φυλές τους, εναλλάσσονταν και μάχονταν με ζήλο.
Η ανατροπή ήρθε, σε μια στιγμή αμηχανίας του Ξέρξη, όταν εμφανίστηκε ο Εφιάλτης, ο οποίος του αποκάλυψε ότι η θέση των Σπαρτιατών ήταν προσπελάσιμη από την Ανοπαία ατραπό. Την ίδια βραδιά, οι «αθάνατοι» κατέφθασαν ως την κορυφή του βουνού, αιφνιδιάζοντας τους Φωκείς, που περιφρουρούσαν. Οι Έλληνες υπέστησαν έτσι πλήγμα, καθώς πολλοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τις χώρες τους. Οι μόνες ελληνικές φυλές, που παρέμειναν στις Θερμοπύλες, ήταν οι Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς και οι Θηβαίοι. Η επίθεση των Περσών άρχισε με την ανατολή του ήλιου, ενώ οι «αθάνατοι» είχαν ξεκινήσει την καθοδική τους πορεία.
Οι Έλληνες, σταθμίζοντας τα νέα δεδομένα, άλλαξαν τακτική: σταμάτησαν να πολεμούν στο στενωπό, όπως πρωτύτερα και βγήκαν στο πλατύτερο μέρος του περάσματος. Πολέμησαν σκληρά, με μανία, αποβλέποντας στην πρόκληση όσο περισσότερων απωλειών στους Πέρσες, προτού περικυκλωθούν. Αμφότερες οι πλευρές υπέστησαν σημαντικές απώλειες, μεταξύ αυτών και ο στρατηγός των Ελλήνων Λεωνίδας, πάνω από την σωρό του οποίου έλαβε χώρα πολύωρη σφοδρή μάχη. Όταν οι «αθάνατοι» έφτασαν στις θέσεις των Ελλήνων, οι τελευταίοι αγωνίστηκαν κυριολεκτικά με «νύχια και με δόντια». Η ελληνική δύναμη εξουδετερώθηκε, από το δυνατότερο περσικό όπλο, τους τοξότες. Οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες και Θεσπιείς, υπερασπιστές των Θερμοπυλών, σκοτώθηκαν όλοι. Μοναδικοί επιζώντες υπήρξαν μερικοί Θηβαίοι, οι οποίοι «σημαδεύτηκαν» από τον Ξέρξη, ως δούλοι κατά τον Ηρόδοτο και δύο Σπαρτιάτες —ο ένας εξ αυτών αυτοκτόνησε, μην αντέχοντας το όνειδος της ταπείνωσης, ενώ ο άλλος αποκατέστησε το όνομά του, μαχόμενος στις Πλαταιές, το επόμενο έτος. Συνολικά, οι νεκροί Πέρσες «άγγιξαν» τους είκοσι χιλιάδες.
Η έκβαση της μάχης των Θερμοπυλών λογίζεται, από την αρχαιότητα, περισσότερο ως νίκη παρά ως ήττα. Ο ηρωικός θάνατος του αρχιστράτηγου Λεωνίδα και των τριακοσίων χαράχτηκε στην πανανθρώπινη μνήμη, ως μέγιστο τεκμήριο σπαρτιατικής ανδρείας. Η κοινή ελληνική δύναμη, η άμυνα της χώρας, αν και ηττημένη, τελικά, κατάφερε να προκαλέσει σοβαρές ζημιές στην στρατιά του Ξέρξη, καθυστέρησε την κάθοδό του και ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων. Αν και αναγνωρίζεται το μεγαλειώδες στοιχείο, που χαρακτήρισε την ήττα, αυτό δεν αναιρεί ότι ο δρόμος για την ικανοποίηση των Περσικών βλέψεων άνοιγε κυριολεκτικά προς την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Έλληνες, όμως, δεν είχαν πει την «τελευταία τους λέξη», παρότι πολλοί αυτομολούσαν προς την εχθρική πλευρά. Σύντομα θα έθεταν τέρμα στους επεκτατικούς σχεδιασμούς του Ξέρξη.
Καταλήγοντας, πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι η υψηλής σημασίας στρατηγική θέση των Θερμοπυλών θα τις καθιστούσε ξανά πεδίο μάχης, το 279 π.Χ., με την εισβολή των Γαλατών κατά των Ελλήνων, καθώς και το 191 π.Χ., με την ήττα του Αντίοχου Γ΄ και πιο πρόσφατα, το 1941, όταν η συμμαχική δύναμη των Νεοζηλανδών ήρθε σε σύγκρουση με τους Γερμανούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η Μάχη των Θερμοπυλών, worldhistory.org, διαθέσιμο εδώ
- Η Μάχη των Θερμοπυλών «Μολών Λαβέ», 2500years.culture.gov.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.), army.gr, διαθέσιμο εδώ