12.2 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της υπεροχής στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η αρχή της υπεροχής στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο


Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,

Οι τρεις βασικές αρχές που διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (εξής: ΕΕ) είναι η αρχή του άμεσου αποτελέσματος, η αρχή της ευθύνης των κρατών για παραβιάσεις κοινοτικών διατάξεων κι η αρχή της υπεροχής. Οι αρχές αυτές, οι οποίες μεταξύ τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες κι αλληλοεξαρτώμενες, διέπουν και συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση της έννομης τάξης της ΕΕ καθιστώντας τη διακριτή από άλλες έννομες τάξεις. Αναφορικά με την αρχή της υπεροχής, αυτή διασφαλίζει ότι το δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει έναντι των αντικρουόμενων εθνικών διατάξεων, ακόμη κι αν αυτοί εγκρίθηκαν μετά από σχετική ενωσιακή διάταξη.

Ειδικότερα, η αρχή αυτή αφορά την ιδιότητα που αναπτύσσουν οι ενωσιακοί κανόνες σε περίπτωση σύγκρουσης με κάθε αντίθετό τους εθνικό κανόνα να υπερισχύουν και να αφήνουν ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα (παλαιότερο ή νεώτερο), χωρίς να αναμένουν την ακύρωση ή την ανάκλησή του. Αφορά τόσο τη νομοθετική όσο και την εκτελεστική εξουσία κάθε κράτους μέλους, το οποίο για παράδειγμα σημαίνει ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να ψηφίζει ή να διατηρεί σε ισχύ νόμους οι οποίοι συγκρούονται με το ενωσιακό δίκαιο. Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού κανόνα έναντι του εθνικού δεν προβλέπεται ρητά στις Συνθήκες αλλά έχει διαμορφωθεί νομολογιακά με μία σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΚ, πλέον ΔΕΕ).

Εκείνα που είναι αρμόδια για τη διασφάλιση της τήρησης και της εφαρμογής της αρχής της υπεροχής είναι τα δικαστήρια, τα οποία καλούνται —στο πλαίσιο της αρμοδιότητας εφαρμογής ενωσιακού δικαίου— να άρουν τη σύγκρουση ενωσιακού κι εθνικού κανόνα. Στο σημείο αυτό τίθεται το ζήτημα της αμεσότητας ισχύος του κανόνα. Με άλλα λόγια, για να μπορεί ένα δικαστήριο να εφαρμόσει την αρχή της υπεροχής, θα πρέπει να καθίσταται εφικτή η άμεση επίκλησή του από τον ιδιώτη, δηλαδή ο κανόνας να είναι άμεσης ισχύος, χωρίς να απαιτούνται άλλα μέτρα εφαρμογής.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: gpointstudio

Νομολογιακό σημείο-ορόσημο της υπεροχής αποτέλεσε η υπόθεση Costa-Enel (6/64). Στην υπόθεση αυτή, ο Flaminio Costa, Ιταλός δικηγόρος, αμφισβήτησε την απόφαση της εθνικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας ENEL, να αυξήσει τις τιμές της. Ο Costa υποστήριξε ότι η αύξηση παραβίαζε τη Συνθήκη της Ρώμης —ιδρύσασα την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)— που απαγόρευε στα κράτη-μέλη να επιβάλλουν μέτρα, περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών κι υπηρεσιών. Τα εθνικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι το εθνικό δίκαιο υπερισχύει του ενωσιακού, ωστόσο ο διάδικος προσέφυγε στο ΔΕΚ, το οποίο αποφάνθηκε το αντίστροφο. Η ενωσιακή έννομη τάξη, λοιπόν, είναι μία διακριτή, ξεχωριστή έννομη τάξη, η οποία δεν ανήκει στην ίδια ιεραρχική κλίμακα με τις εθνικές έννομες τάξεις, υπερέχει, και καθιστά ανενεργείς εθνικές διατάξεις σε περίπτωση που αυτές συγκρούονται με ενωσιακές.

Με βάση την απόφαση 106/77 (Simmental II), ο ενωσιακός κανόνας υπερέχει έναντι προγενέστερου αλλά και μεταγενέστερου εθνικού κανόνα κι ο εθνικός δικαστής θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστο τον εθνικό κανόνα. Αυτό σημαίνει ότι ο εθνικός κανόνας μένει ανεφάρμοστος αυτοδίκαια και χωρίς να απαιτείται να έχει προηγηθεί η ακύρωσή του μέσω π.χ. της νομοθετική οδού. Επίσης, δεν είναι έγκυρη η έκδοση νέων εθνικών νόμων, όταν αυτοί συγκρούονται με το ενωσιακό δίκαιο, πράγμα το οποίο απεφάνθη το ΔΕΕ με την ίδια απόφαση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η υπόθεση γνωστή ως Internationale Handelsgesellschaft (Solange I), στην οποία το γερμανικό ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο αμφισβήτησε επίσημα την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα, ενόσω η κοινοτική έννομη τάξη δεν διασφάλιζε ικανοποιητική έννομη προστασία μέσω καταλόγου θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο στην υπόθεση αυτή απεφάνθη ότι είναι ανεπίτρεπτο κανόνας εθνικού δικαίου, έστω και συνταγματικής υπεροχής να διαρρηγνύει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου του της ΕΕ. Όπως αποτυπώθηκε και σε Σκέψη της ίδια της απόφασης: «…η επίκληση προσβολής είτε των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν διατυπωθεί από το Σύνταγμα ενός κράτους μέλους είτε των αρχών μιας εθνικής συνταγματικής δομής, δεν θα μπορούσε να θίξει το κύρος μιας πράξης της Κοινότητας ή την ισχύ της στο έδαφος του κράτους αυτού».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 3η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Μερλέμη
Κωνσταντίνα Μερλέμη
Γεννήθηκε στην Θήβα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα της Νομικής. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Ρώσικα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, την εκμάθηση κινεζικών και την ανάγνωση βιβλίων.