Της Κωνσταντίνας Μαρίας Θέου,
Περπατώντας στο κέντρο της πόλης και παρατηρώντας το τοπίο γύρω μας, θα διαπιστώσουμε ότι είμαστε «έγκλειστοι» σε περιοχές όπου το νόστιμο και «γρήγορο» φαγητό αποτελεί προτεραιότητα όλων. Από τη μια, προφανώς και είναι λογική η ύπαρξη ποικίλων καταστημάτων εστίασης, που εξυπηρετούν τη δεύτερη βασικότερη ανάγκη επιβίωσης του ανθρώπου: την πείνα. Ωστόσο, τι γίνεται όταν αυτή η ανάγκη, που θεωρείται κυρίως σωματική, «εισβάλλει» τόσο επιθετικά στην ψυχολογία του ατόμου, προοιωνίζοντας τη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης ή εμμονής;
Όπως προαναφέρθηκε, οι άνθρωποι έχουν την τάση να προτιμούν περισσότερο το «νόστιμο» και «γρήγορο» φαγητό. Το «γρήγορο» ίσως να μπορεί να αιτιολογηθεί πιο εύκολα, από την άποψη ότι οι σύγχρονοι ταχύτατοι ρυθμοί της ζωής, με τις επαγγελματικές και μη, υποχρεώσεις που αυτοί περιλαμβάνουν, «αναγκάζουν» τους περισσότερους από εμάς να στρεφόμαστε σε τέτοιου είδους λύσεις. Έμμεση απόρροια του γεγονότος αυτού είναι η υποσυνείδητη αύξηση της επιθυμίας μας για φαγητό, λόγω των προκείμενων υποχρεώσεων που αυξάνουν το αίσθημα της πείνας. Έτσι, πολλές φορές καταλήγουμε να χρησιμοποιούμε την πείνα ως πρόφαση για να αποκτήσουμε λίγα λεπτά «απόδρασης» από την καθημερινότητα. Από τη στιγμή που ο εγκέφαλος ενός ατόμου συνδυάσει τα δύο παραπάνω γεγονότα μεταξύ τους, οποιοδήποτε γεύμα, εκτός των καθορισμένων, θεωρείται «δικαιολογημένο», καθώς, θεωρητικά, με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται η ψυχική ηρεμία του ατόμου αυτού.
Τι συμβαίνει, όμως, με το «νόστιμο» φαγητό; Η απάντηση είναι, εν μέρει, προφανής, αν και αντικειμενικά, δεν υπάρχει εξήγηση ή τουλάχιστον, δεν αφορά όλους. Ορισμένοι αντιμετωπίζουν το φαγητό ως κάλυψη των σωματικών τους αναγκών, δηλαδή του αισθήματος της πείνας, ενώ άλλοι, δίνουν ιδιαίτερη σημασία πρωτίστως στην απόλαυση και έπειτα στη σωματική τους ανάγκη για τροφή. Οι δεύτεροι είναι και αυτοί που εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης της συχνότερης ψυχολογικής, διατροφικής διαταραχής, της συναισθηματικής υπερφαγίας.
Η συναισθηματική υπερφαγία είναι μια από τις βασικές αιτίες της παχυσαρκίας. Είναι εθιστική και ωθεί σε υπερβολική κατανάλωση φαγητού, μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο καταναλώνει εκτός ελέγχου, τεράστιες ποσότητες τροφής. Τα κύρια είδη τροφών που καταναλώνονται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ζάχαρη, τα λιπαρά και το αλάτι, δηλαδή τροφές που επιβραδύνουν τη δραστηριότητα του θυρεοειδούς αδένα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την έκκριση της ντοπαμίνης και της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, ορμόνες που, με τη σειρά τους, είναι υπεύθυνες για την παραγωγή όλων των θετικών συναισθημάτων.
Η συναισθηματική υπερφαγία χαρακτηρίζεται από σύντομους κύκλους, αλλά μεγάλες ποσότητες κατανάλωσης φαγητού. Μετά τη φάση της κατανάλωσης, το άτομο αισθάνεται άγχος, τύψεις και φοβούμενο μην αυξηθεί το βάρος του, σταματά να τρώει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή περιορίζει σημαντικά την ποσότητα της τροφής του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη έκκριση των ορμονών της ευδιαθεσίας, προκαλώντας θλίψη. Για να επανέλθει, λοιπόν, το άτομο επιδίδεται ξανά στην κατανάλωση υπερβολικών ποσοτήτων φαγητού, ολοκληρώνοντας τον φαύλο κύκλο της διαταραχής.
Ουσιαστικά, η συναισθηματική υπερφαγία είναι ο κατευνασμός της πείνας της ψυχής και όχι του σώματος, γεγονός που τη διακρίνει από τη λεγόμενη «φυσιολογική». Τα συμπτώματα της συναισθηματικής πείνας είναι η απότομη εμφάνισή της, με σύνηθες χαρακτηριστικό τις λεγόμενες «λιγούρες», δηλαδή την προτίμηση κατανάλωσης συγκεκριμένων τροφών, η αδυναμία ικανοποίησης του ατόμου με τον κορεσμό του στομάχου και η αμέσως επόμενη αίσθηση ενοχικότητας, εξαιτίας της «παρασπονδίας» φαγητού που διαπράχθηκε. Αντίθετα, ένα άτομο με φυσιολογική πείνα, πεινά σταδιακά, καταναλώνει οποιοδήποτε φαγητό και μπορεί να κατανοήσει πότε πρέπει να σταματήσει, βάσει των σωματικών του ενδείξεων. Κυρίως, όμως, δεν αισθάνεται ενοχές μετά την κατανάλωση.
Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε μια τέτοια κατάσταση; Σε περιπτώσεις όπως αυτή, τα ίδια τα άτομα που τη βιώνουν οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να «συνεργαστούν» με τα συναισθήματά τους και να αφιερώσουν λίγο από τον χρόνο τους στην κατανόηση των ψυχικών αναγκών τους. Σημαντικό αρχικό βήμα για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού είναι να εντοπίσουν το συναίσθημα που τους ωθεί κάθε φορά στην κατανάλωση τροφών που δρουν ως ψυχεδελικές ουσίες στον οργανισμό τους και να αντιληφθούν την αιτία προέλευσής του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο ύπνος είναι ένας παράγοντας που έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει ουσιαστικά την ψυχολογία τους. Ακόμη, αρκετά βοηθητική είναι η συμβουλευτική ενός ψυχολόγου, σε μια εποχή όπου η συμβουλευτική ψυχολογία βρίσκεται στο απόγειό της, ενώ εξέχοντα ρόλο διαδραματίζει και η σχέση του ατόμου που αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τον κοινωνικό του περίγυρο. Έτσι, φίλοι με κοινές αξίες, με τους οποίους ο πάσχων μπορεί να μοιραστεί τις ανησυχίες του, είναι ικανοί, εκτός από το να στηρίξουν την προσπάθειά του, να τον μυήσουν σε δραστηριότητες που απολαμβάνει ή ακόμη και να του θυμίζουν ότι η ψυχική αποσυμφόρηση έστω και για 5 ή 10 λεπτά μπορεί να αποβεί θεμελιώδης στη συναισθηματική του ανάκαμψη.
Κλείνοντας, το γεγονός ότι η συναισθηματική υπερφαγία αποτελεί ψυχολογική διαταραχή δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί στον καθένα από εμάς. Έτσι, ερωτήματα όπως: «Τι αισθάνομαι;», «Γιατί το αισθάνομαι;» και «Τι μπορώ να κάνω για να αισθανθώ καλύτερα;» αποτελούν απλούς, καθημερινούς τρόπους να αναπτύξουμε μια σχέση εμπιστοσύνης και αυτοεκτίμησης για τον εαυτό μας, οι οποίοι σε συνδυασμό με την καθοδήγηση κάποιου ειδικού μπορούν να αποδώσουν ευκολότερα τους καρπούς της προσπάθειάς μας —μιας προσπάθειας, η οποία πηγάζει εξ ολοκλήρου από τον εσωτερικό μας κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Feeding your feelings, Mayo Clinic Health System, διαθέσιμο εδώ
- Συναισθηματική Υπερφαγία, Κέντρο Μεταβολισμού, διαθέσιμο εδώ