Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Η νίκη Trump στις αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές έχει επιφέρει νέες ανησυχίες σχετικά με την πορεία του δολαρίου. Παρόλο που η αξία του δολαρίου παραμένει σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη από τις εγχώριες εξελίξεις στην Αμερική, οι ταλαντεύσεις του σχεδόν πάντα στέλνουν κυματισμούς σε όλο τον κόσμο. Μια τέτοια μεγάλη ταλάντευση μπορεί να επίκειται, καθώς οι οικονομικές πολιτικές που υποσχέθηκε ο Trump ενδεχομένως να ανατιμήσουν το δολάριο.
Κατά τη διάρκεια του επιθετικού κύκλου αύξησης των επιτοκίων από τη Fed, το δολάριο ενισχύθηκε σημαντικά έναντι πολλών άλλων νομισμάτων, τόσο στον ανεπτυγμένο όσο και στον αναδυόμενο κι αναπτυσσόμενο κόσμο. Αυτή μεταβολή για πολλές χώρες όξυνε την πληθωριστική κρίση, καθώς πολλά εμπορεύματα στις διεθνείς αγορές τιμολογούνται σε όρους αμερικανικού δολαρίου. Το ισχυρό δολάριο, λοιπόν, αύξανε περαιτέρω τις τιμές σε πολλά προϊόντα (άμεσα κι έμμεσα), όταν οι τιμές τους μετατρέπονταν σε όρους εγχώριου νομίσματος για την εκάστοτε χώρα. Αυτός, βέβαια, ήταν ένας από τους βασικούς αντικτύπους της ανόδου του δολαρίου στον υπόλοιπο κόσμο, που επηρέασε το καταναλωτικό κοινό αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, ιδίως αυτές που πασχίζουν να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της πολιτικής χαμηλών τιμών.
Δεν είναι ακόμα σαφές ποια ακριβώς μέρη της οικονομικής του ατζέντας ο Trump θα θέλει —και θα μπορέσει— να εφαρμόσει. Ωστόσο, το «ράλι» στα χρηματιστήρια της Αμερικής δίνει ενδείξεις για το τι περιμένουν οι επενδυτές. Οι επενδυτές εκτιμούν ότι η νέα Κυβέρνηση θα βοηθήσει στην ενίσχυση της κερδοφορίας των αμερικανικών εταιρειών μέσω φορολογικών περικοπών κι απορρύθμισης, καθώς ο κρατικός δανεισμός αυξάνεται στα ύψη. Ένας συνδυασμός υψηλότερων ελλειμμάτων κι αναζωπυρωμένου πληθωρισμού, με τη σειρά του, μπορεί να αναγκάσει την Κεντρική Τράπεζα της χώρας να διατηρήσει τα επιτόκια υψηλότερα από ό,τι θα είχε χωρίς τον Trump στην εξουσία. Αυτά τα υψηλότερα επιτόκια θα καθιστούσαν πιο ελκυστική τη διατήρηση τίτλων σε δολάρια, ενισχύοντας το δολάριο.
Στις 7 Νοεμβρίου, η Federal Reserve, όπως αναμενόταν, μείωσε το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης, μειώνοντας το εύρος στόχου της στο 4,5-4,75%. Ωστόσο, ο Jerom Powell, ο επικεφαλής της, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Fed να διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, αντί να συνεχίσει να τα μειώνει. Αναμφισβήτητα, μια δήλωση της FOMC που συνόδευε την απόφασή της δεν ανέφερε πλέον ότι είχε «μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς το 2%», όπως είχε κάνει στην προηγούμενη δήλωσή της τον Σεπτέμβριο. Η προοπτική υψηλότερων αμερικανικών επιτοκίων ώθησε την αξία του δολαρίου έναντι ενός ευρέος καλαθιού νομισμάτων τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες.
Ένα ανατιμώμενο δολάριο συχνά συνοδεύεται από μια αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομικής προοπτικής. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι σε περιόδους οικονομικής αναταραχής, οι επενδυτές τείνουν να ξεπουλούν τα επικίνδυνα περιουσιακά τους στοιχεία και να συσσωρεύονται σε αυτά που θεωρούν ασφαλή, ιδίως το δολάριο και τα αμερικανικά ομόλογα. Ενώ μια επιδείνωση των προοπτικών τείνει να τονώσει το δολάριο, ένα ανατιμώμενο δολάριο συχνά επιδεινώνει επίσης τις προοπτικές. Έρευνα του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε το 2023 διαπίστωσε ότι, μετά από ένα χρόνο, μια αύξηση 10% στην αξία του δολαρίου μειώνει την παραγωγή στις αναδυόμενες οικονομίες κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Οι πλούσιες χώρες επηρεάζονται λιγότερο, αλλά εξακολουθούν να βλέπουν την παραγωγή τους να μειώνεται κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Οι δυσμενείς συνέπειες ενός πανίσχυρου δολαρίου τείνουν να παραμείνουν για δυόμισι χρόνια για τις αναδυόμενες οικονομίες και για ένα χρόνο για τις πλούσιες χώρες.
Οι διακυμάνσεις της αξίας του δολαρίου συγκλονίζουν την παγκόσμια οικονομία μέσω δύο βασικών καναλιών: του εμπορίου και του χρηματοοικονομικού τομέα. Περισσότερο από το 40% του παγκόσμιου εμπορίου —το μεγαλύτερο μέρος του δεν αφορά την Αμερική— τιμολογείται σε δολάρια. Ένα ισχυρότερο δολάριο αυξάνει το κόστος για τους εισαγωγείς, γεγονός που μειώνει τη ζήτηση για αγαθά από το εξωτερικό και μειώνει τον συνολικό όγκο του εμπορίου. Σε μεγάλο μέρος της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, επομένως, οι κινήσεις της αξίας του δολαρίου έχουν μεγαλύτερη σημασία από το πως συμπεριφέρονται τα τοπικά νομίσματα. Μια ακαδημαϊκή μελέτη, που δημοσιεύθηκε το 2020, διαπίστωσε ότι μια άνοδος 1% της αξίας του δολαρίου έναντι όλων των νομισμάτων προβλέπει μείωση κατά 0,6% του εμπορίου μεταξύ χωρών στον υπόλοιπο κόσμο, μετά τον έλεγχο άλλων παραγόντων. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, ένα ισχυρότερο δολάριο αυξάνει επίσης το κόστος για τους αγοραστές ενδιάμεσων αγαθών, δημιουργώντας κίνδυνο κατάρρευσης μακρών αλυσίδων εφοδιασμού.
Εξίσου σημαντική με τις εμπορικές επιπτώσεις ενός ανατιμώμενου αμερικανικού νομίσματος είναι κι η αναχρηματοδότηση χρέους. Για τις χώρες και τις εταιρείες που έχουν δανειστεί σε δολάρια, αλλά δεν έχουν πηγές εσόδων σε δολάρια, το ανερχόμενο δολάριο διογκώνει μηχανικά το χρέος τους κι αυξάνει το κόστος των τόκων τους. Τα υψηλότερα επιτόκια στην Αμερική, σε συνδυασμό με την αύξηση του δολαρίου, καθιστούν επίσης λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις στον υπόλοιπο κόσμο. Τα κεφάλαια τείνουν να ρέουν έξω από τις αναδυόμενες αγορές, αναγκάζοντάς τες να αυξήσουν και τα επιτόκια, καθιστώντας αυστηρότερες τις νομισματικές συνθήκες ακριβώς, όταν οι οικονομίες τους μπορεί να αρχίσουν να υποφέρουν από μια γενική επιβράδυνση του εμπορίου.
Αυτή η αύξηση στο κόστος δανεισμού εκτός ΗΠΑ είναι ήδη εμφανής. Τα ξημερώματα της 6ης Νοεμβρίου, όταν έγινε σαφές το εκλογικό αποτέλεσμα, η απόδοση των αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκε κατακόρυφα. Το ίδιο έκαναν κι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Ιαπωνίας. Ορισμένες από αυτές τις αυξήσεις έχουν αντιστραφεί έκτοτε ως απάντηση στην περικοπή των επιτοκίων της Fed, αλλά η ανάπαυλα μπορεί να αποδειχθεί μόνο προσωρινή. Οποιαδήποτε ανάκαμψη των αποδόσεων θα ήταν άσχημα συγχρονισμένη: πολλές Κεντρικές Τράπεζες προσπαθούν να στηρίξουν τη βρεγμένη ανάπτυξη στο εσωτερικό, μειώνοντας τα επιτόκια πολιτικής και διευκολύνοντας την πίστωση.
Κλείνοντας, στόχος της πολιτικής του Trump δεν είναι σε καμία περίπτωση η ενίσχυση του δολαρίου, καθώς μια τέτοια εξέλιξη θα έκανε λιγότερο ανταγωνιστικές της εξαγωγικές εταιρείες των ΗΠΑ στις διεθνείς αγορές. Πάντα, όταν μια χώρα στοχεύει στην ενίσχυση της ζήτησης στα προϊόντα της από το εξωτερικό, με σκοπό να ενισχύσει τις εξαγωγές της (διαχρονικό και χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιαπωνία), διατηρεί «φθηνό» το νόμισμά της. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει η Κυβέρνηση Trump διαφαίνεται πως θα οδηγήσει σε ελλείμματα τον προϋπολογισμό κι οι ΗΠΑ έχουν ήδη πολύ υψηλό χρέος. Παράλληλα, η Fed, θέλοντας να ελέγξει τον εγχώριο πληθωρισμό, ίσως αναγκαστεί να αυξήσει εκ νέου τα επιτόκιά της, τονώνοντας το δολάριο και πλήττοντας τον υπόλοιπο κόσμο.
Το 1971 ο John Connally, τότε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, είπε στους Ευρωπαίους ομολόγους του ότι το δολάριο ήταν «το νόμισμά μας, αλλά το πρόβλημά σας».