Του Γιάννη Αρμύρα,
Η Πολιορκία της Σκόδρας αποτελεί ουσιαστικά, μια σημαντική μάχη, κατά την διάρκεια του Α´ Βαλκανικού Πολέμου, στην οποία ο στρατός του Βασιλείου του Μαυροβουνίου, μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες. Με τη βοήθεια του στρατού του Βασιλείου της Σερβίας, κατέλαβε το οθωμανικό φρούριο Σκοντάρ/Σκόδρα, στη σημερινή βόρεια Αλβανία. Αποτελεί αποδεδειγμένα, την πιο «ακριβή» μάχη στη στρατιωτική ιστορία του Μαυροβουνίου. Η πιο «ακριβή» όσον αφορά τους πόρους, που επενδύθηκαν, τη διάρκεια και, κυρίως, τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν, δηλαδή περισσότεροι από 5.000 Μαυροβούνιοι έχασαν την ζωή τους. Αυτή η μάχη είναι και η πιο «παράλογη» και μάταιη, στην παράδοση αυτού του μικρού έθνους πολεμιστών.
Μετά από μόλις τρεις εβδομάδες, αφότου κατέλαβαν τη πόλη, οι Μαυροβούνιοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και να εγκαταλείψουν την πιο «ακριβοπληρωμένη» πόλη του Μαυροβουνίου. Ολόκληρη η εξάμηνη επιχείρηση του Μαυροβουνίου, για την κατάληψη της Σκόδρας, τότε υπό τουρκική κυριαρχία, ξεκίνησε ως μέρος του Α´ Βαλκανικού Πολέμου, στις 9 Οκτωβρίου 1912. Βασιζόμενο στη συμφωνία με τους συμμάχους —Σερβία, Βουλγαρία και Ελλάδα—, το Μαυροβούνιο έπρεπε να είχε ξεκινήσει πρώτο τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Κάτι το οποίο έκανε στις 8 Οκτωβρίου 1912, δέκα μέρες πριν από τους άλλους συμμάχους.
Το πολεμικό σχέδιο για τη πολιορκία υιοθετήθηκε και εγκρίθηκε από το Γενικό Επιτελείο, το οποίο στην αρχή υπήρχε μόνο «στα χαρτιά». Στην πράξη, αποτελούνταν από τον βασιλιά Νικόλαο, τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου —που ήταν στο μέτωπο— και έναν αξιωματικό διατάγματος. Η κύρια κατεύθυνση του στρατού του Μαυροβουνίου ήταν η Σκόδρα και η δευτερεύουσα κατεύθυνση ήταν το Νόβι Πάζαρ, στο Σαντζάκι —σημερινή Σερβία. Για τις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση της Σκόδρας, σχηματίστηκαν δύο αποσπάσματα: «το απόσπασμα Ζ», υπό τη διοίκηση του διαδόχου Ντανίλο και το απόσπασμα «Πριμόρσκι», υπό τη διοίκηση του μετέπειτα πρωθυπουργού και τότε ταξίαρχου, Μίτρα Μαρτίνοβιτς. Από την αρχή, το Μαυροβούνιο εργάστηκε σε συνεργασία με τα σερβικά στρατεύματα, τα οποία σχεδίαζαν μία επίθεση προς το Ελμπασάν και περαιτέρω, προς το Δυρράχιο και τη Βαλόνα.
Λίγο πριν την αρχή του πολέμου, η αντίπαλη τουρκική φρουρά είχε περίπου 5.000 στρατιώτες, αλλά ήδη, στα μέσα Οκτωβρίου —γύρω στις 17 με 22—, έφτασαν ως ενίσχυση δύο στρατεύματα από 4.000 Τούρκους το καθένα. Ωστόσο, όταν σ’ αυτόν τον αριθμό προστέθηκαν και εθελοντές Αλβανοί, οι αντίπαλες δυνάμεις, οι οποίες υπερασπίστηκαν τη Σκόδρα, αριθμούσαν περίπου 18.000 στρατιώτες, υπό τη διοίκηση της μεραρχίας του Χασάν — Ριζά Πασά. Δεδομένου ότι βοήθησε ενεργά τους Αλβανούς αντάρτες, το Μαυροβούνιο θεωρούσε ότι ο πληθυσμός της βόρειας Αλβανίας θα παρείχε βοήθεια στον στρατό του Μαυροβουνίου, με στόχο τη δική του απελευθέρωση και ενοποίηση με το Μαυροβούνιο και ότι η κρατική επικράτεια του Μαυροβουνίου θα επεκταθεί, τουλάχιστον προς τα εδάφη της σημερινής Αλβανίας.
Παρ’ όλα αυτά, κομβικό ρόλο είχε η μεγάλη αλβανική εξέγερση το 1912, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποσχέθηκε αυτονομία στην Αλβανία, η οποία θα περιλάμβανε τέσσερα βιλαέτια —συμπεριλαμβανομένου και του βιλαετιού της Σκόδρας. Εξετάζοντας τις επιλογές τους, οι Αλβανοί ηγέτες σε συγκέντρωση, που έκαναν πριν από τον πόλεμο, αποφάσισαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Οθωμανών. Όταν ο πόλεμος ξεκίνησε, το «απόσπασμα Ζ» μετρούσε πολλές νίκες σε μάχες, οι οποίες, όμως, δεν βοήθησαν τον στρατό να φτάσει γρήγορα στην Σκόδρα. Ταυτόχρονα, το απόσπασμα «Πριμόρσκι» νίκησε τον οθωμανικό στρατό στο μέτωπο των συνόρων, αλλά έπειτα από εντολή του βασιλιά Νικόλα, εγκατέλειψε την ιδέα για επίθεση σ’ ένα από τα φρούρια της Σκόδρας, το Ταράμπος.
Με λίγα λόγια, χάθηκε η πρώτη ευκαιρία του Μαυροβούνιου να καταλάβει τη Σκόδρα. Η συμφωνία ανακωχής, η όποια υπογράφθηκε μεταξύ των εμπλεκόμενων στον πόλεμο, ακυρώθηκε από την Ελλάδα μετά από ένα μήνα, λόγω της άρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να παραδώσει τα Ιωάννινα στην χώρα μας. Εκείνη την εποχή, η Σκόδρα μαζί με τα Ιωάννινα ήταν τα μοναδικά προπύργια, που είχαν απομείνει, στη δυτική πλευρά των Βαλκανίων και ανήκαν στους Οθωμανούς.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1913, οι δυνάμεις του Μαυροβουνίου και της Σερβίας ξεκίνησαν συντονισμένη επίθεση στη Σκόδρα. Οι απώλειες του σερβικού στρατού ήταν μεταξύ 1.600 και 1.800 ατόμων. Οι απώλειες των Οθωμανών ανήλθαν σε περίπου 1.500 άτομα. Λόγω μεγάλων απωλειών και βαριών αποτυχιών, στις 2 Απριλίου αποφασίστηκε να ενταχθεί ένας σχηματισμός περίπου 30.000 ανδρών. Παρά το γεγονός, ότι στις 20 Μαρτίου 1913, η Διάσκεψη του Λονδίνου αποφάσισε ότι η Σκόδρα θα παρέμενε οπωσδήποτε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, το Μαυροβούνιο αρνήθηκε να δεχτεί το γεγονός αυτό, το οποίο αρχικά υποστηρίχθηκε από τη Σερβία, που εκείνη τη περίοδο βρισκόταν υπό ισχυρή ρωσική επιρροή. Γι’ αυτό το λόγο, οι Μεγάλες Δυνάμεις —εξαιρουμένης της Ρωσίας— στις 21 Μαρτίου, πραγματοποίησαν, για πρώτη φορά, ναυτική επίδειξη δύναμης, κατά του Μαυροβουνίου στο Μπαρ —πόλη του Μαυροβουνίου.
Ωστόσο, αυτό δεν ήταν αρκετό, και έτσι στις 12 Απριλίου, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ανακοίνωσαν τον αποκλεισμό των ακτών του Μαυροβούνιου και της Αλβανίας, αποτελώντας τον πρώτο ναυτικό αποκλεισμό ευρωπαϊκής χώρας, στη σύγχρονη ιστορία. Ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού, η Σερβία απέσυρε τα στρατεύματά της από την Αλβανία. Παράλληλα, η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου συνέχισε την πολιορκία της Σκόδρας. Στις 14 Απριλίου, διατάχθηκε γενικός βομβαρδισμός της Σκόδρας, ο οποίος διήρκησε τέσσερις ημέρες. Παράλληλα μ’ αυτό, διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις παράδοσης με τον Εσάντ Πασά. Στις 21 Απριλίου, ο Εσάντ Πασά παρουσίασε τους επίσημους όρους παράδοσης στο Μαυροβούνιο και στις 24 Απριλίου, τα στρατεύματα του Μαυροβουνίου μπήκαν στην Σκόδρα.
Στις 27 Απριλίου, εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων υπέβαλαν γραπτό αίτημα στην κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, να εκκενώσει τη Σκόδρα το συντομότερο δυνατό και να την παραδώσει στις μεγάλες δυνάμεις. Ο βασιλιάς Νικόλαος δεν ήθελε να το δεχτεί. Τότε και η Ρωσία άρχισε τις πιέσεις να παραδώσει την Σκόδρα. Κάτω από τη ρωσική πίεση, ο Πρωθυπουργός της Σερβίας, Νίκολα Πάσιτς, συμβούλεψε την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου στις 30 Απριλίου, να ζητήσει άλλες εδαφικές παραχωρήσεις αντί της Σκόδρας. Στις 3 Μαΐου, η Αυστροουγγαρία κήρυξε κατάσταση πολιορκίας στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Λόγω όλων των πιέσεων, στις 4 Μαΐου, τερματίστηκε ο αποκλεισμός των ακτών του Μαυροβουνίου και της Αλβανίας και έτσι, έληξε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ελένη Κ. Δημητρίου (2024), Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913): Εμπειρία, αφηγήματα, διεκδίκηση της μνήμης, Αθήνα: εκδ. Πατάκη
- Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, timesnews.gr, διαθέσιμο εδώ
- Balkan Wars (1912-1913), history-maps.com, διαθέσιμο εδώ