20.5 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΧρέος φυγείν αδύνατον

Χρέος φυγείν αδύνατον


Της Αντιγόνης Λαπατά, 

Τέχνη· άνθος και όπλο, «ειρηνικός» πόλεμος και «εξεγερμένη» ειρήνη (άραγε υπάρχει ειρήνη χωρίς πρότερη εξέγερση;). Μην ενοχλείτε τον καλλιτέχνη όταν δημιουργεί. Δε δημιουργεί για κείνον, ούτε για την αγάπη του. Μα τότε, μήπως, δημιουργεί για μας; Αυτό θα το δείξει η ιστορία… είναι περίεργοι άνθρωποι οι καλλιτέχνες. Δεν μπορούν να κρατήσουν τις σκέψεις τους σ’ ένα μπαούλο στριμωγμένες. Θα βγουν και θα χτυπήσουν εκεί που ο άνθρωπος έχει ξεχάσει πως πονάει. Κι όταν ο άνθρωπος θα ‘χει πονέσει αρκετά, ο καλλιτέχνης θα μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος…

Πολλοί μιλούν για στρατευμένη Τέχνη. Είναι πολλοί αυτοί που δηλώνουν απογοητευμένοι από τους καλλιτέχνες, που πιστεύουν πως ο ρόλος τους θα πρέπει να ερμηνευθεί αλλιώς. Τον καλλιτέχνη τον καίει μια σπίθα· αυτή τον σπρώχνει να γράψει, να συνθέσει, να χρωματίσει, να τραγουδήσει, να δημιουργήσει. Θεωρείτε αθέμιτο για έναν άνθρωπο να χρησιμοποιεί ένα τέτοιο χάρισμα για να εμφυσήσει «περιθωριοποιημένες», «παραγκωνισμένες» αξίες; Η άποψη που επιβάλλει την (επι)κριτική στάση απέναντι σε κάθε νέο έργο ενός καλλιτέχνη φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Σαν να προβάλλουν ως επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης ενός συμβουλίου που θα ελέγχει ποιο έργο μπορεί να «ταξιδέψει» και ποιο να μείνει… αυστηρά εντός συνόρων! Η πολιτική ορθότητα, πλέον, μοιάζει φυσικά ενσωματωμένη στον λόγο μας.

Τι συμβαίνει, άραγε, όταν βρυχάται η λέαινα; Πώς αλλιώς να νιώσει δικαιωμένος ο άνθρωπος του πνεύματος αν δε δημιουργήσει ένα σπινθηροβόλο βλέμμα, μια καρδιά πυρακτωμένη;

Πηγή εικόνας: el.wikipedia.org

Σε καιρούς που τα μεγάλα κεφάλια αποφασίζουν να στοιβάξουν σε ένα κλουβί κάθε ελεύθερη σκέψη και ρομαντισμό —κι αυτοί οι καιροί όλο φαίνεται να απομακρύνονται κι όλο επανέρχονται με περισσότερο στρατό— εμφανίζεται ένα ερώτημα που διχάζει· θα πρέπει ο καλλιτέχνης να κάθεται στο γραφείο του και να παράγει Τέχνη ή να βγαίνει στους δρόμους και να παράγει έργο; Και εδώ έρχεται το πλήρωμα του χρόνου για να απαντήσουμε με μια ερώτηση. Από πότε η Τέχνη δεν αποτελεί το σπουδαιότερο έργο; Άνθρωποι που στιγματίστηκαν, διώχθηκαν, βασανίστηκαν. Άνθρωποι που δε σίγησαν, όσο και αν τους ανάγκαζαν να χαμηλώσουν το βλέμμα. Δεν μπορούσαν να ησυχάσουν, γιατί είχαν χρέος απέναντι στην ανθρωπότητα.

Μίκης Θεοδωράκης· μπλεχτήκαν δυο πολιτισμοί, Κρήτη και Μικρασία. Αναμενόμενο, το λες, να επαναστατήσει με το γάντι! Μόνο που αυτό το γάντι είχε καρφιά και χαραγμένες νότες· πολλές νότες. Τόσες πολλές που η Ελλάδα δεν τον χώρεσε και ταξίδεψε στο Παρίσι για να δώσει κι εκεί τις μουσικές του. Μα σαν γύρισε, έμελλε να χαραχτεί ως εκείνος ο απαγορευμένος συνθέτης, τα κομμάτια του οποίου ακουγόντουσαν μονάχα στα μαγαζιά που παράνομα μαζευόντουσαν περισσότεροι από τον προβλεπόμενο αριθμό ατόμων, και μάλιστα σε περασμένη ώρα, όταν είχαν απαγορεύσει την κυκλοφορία (και μαζί την ελευθερία). Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, όπως έχει πει, ήταν στην εξορία του. Γιατί τότε ένιωθε ότι πάλευε, ότι είχε έναν στόχο.

Γιάννης Ρίτσος· στα χέρια του άνθιζε το Κυκλάμινο της ελληνικής γλώσσας (καθόλου τυχαίο πως γεννήθηκε πρωτομαγιά). Μόνο που το χρώμα αυτού του κυκλάμινου πολλούς ενόχλησε που ήταν «αιματοβαμμένο» (όπως και ο Θεοδωράκης, ο Ρίτσος είχε στιγματιστεί εξίσου για την πολιτική του τοποθέτηση). Και οι δρόμοι των δύο διασταυρώθηκαν για να ακούμε την Παναγιά να θρηνεί, για να ακούμε τις καμπάνες όταν σημαίνουν μεσάνυχτα και να σφίγγουμε τα χέρια…

Πηγή εικόνας: lifo.gr – Μουσείο Μπενάκη / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Έρη Ρίτσου

Κώστας Βάρναλης· την εργατιά εξύμνησε όσο κανένας άλλος. Κι αυτός να βλέπει τον τρόμο κάθε φορά που οι άνθρωποι πήγαιναν να «προσκυνήσουν» (πρώτα στους ευεργέτες τους κι ύστερα σε αυτό που έλεγαν πως λάτρευαν και αποκαλούσαν «Κύριο των Δυνάμεων»). Τόλμησε, λοιπόν, να δείξει πως η Παναγιά πονά, να δείξει με το δάκτυλο ποιοι ήταν —και είναι— οι «σκλάβοι πολιορκημένοι». Σαν ένας αντίστοιχος Σωκράτης έδωσε άλλη απολογία, την αληθινή απολογία του φιλοσόφου που «διέφθειρε» τους νέους. Χρειάστηκε ψευδώνυμο τότε στην Αλεξάνδρεια για να μεταλαμπαδεύσει το «φως που (τον) έκαιγε». Το έργο το έβλεπε· θα σκοτώνονται οι λαοί για του αφέντη το φαΐ…

George Orwell· ένας συντηρητικός αναρχικός. Αχ φαίνεται πως ο «Μεγάλος αδελφός» μας έβλεπε παράξενα όνειρα… μια φορά κι έναν καιρό, ήταν κάποια ζωάκια (φάρμα ολόκληρη!) που προσπαθούσαν να μιλήσουν, να συνεννοηθούν. Αποφάσισαν χωρίς καθυστερήσεις να επαναστατήσουν! Δε θα επέτρεπαν άλλο στους ανθρώπους να τους φέρονται ως κακομεταχειρισμένα αντικείμενα. Αυτή η εκμετάλλευση θα σταματούσε, τα ζώα θα είχαν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τη ζωή τους — ίσως μάλιστα να κατάφερναν να βγουν κι εκτός φάρμας, παρακινδυνευμένο όμως να τα βάλουν με τους ανθρώπους έναν προς έναν. Για να εκδικηθούν τους ανθρώπους, τα γουρουνάκια άρχισαν να γράφουν όπως εκείνοι, να μιλούν όπως εκείνοι, να ντύνονται όπως εκείνοι, να τρώνε όπως εκείνοι, ακόμη και να περπατάνε στα δυο τους πόδια! Και μπορεί αυτό το παραμύθι να μην είχε ένα χαρούμενο τέλος, κι ακόμα να εκτυλίσσεται.. είχε, όμως, ένα αληθινό τέλος. Εξάλλου, «σε μια εποχή παγκόσμιου ψεύδους, το να λες την αλήθεια είναι μια πράξη επαναστατική»

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Angelegea

Bertolt Brecht· «απ’ όλες τις αμφισβητήσεις η πιο γλυκιά είναι αυτή που οι αδύναμοι σηκώνουν κεφάλι και αμφισβητούν τη δύναμη των ισχυρών». Η Γερμανία στην άνοδο του ναζισμού δεν μπορούσε να κρατήσει αυτό το ατίθασο παιδί της… γι’ αυτό κι εκείνο έπεσε μόνο του από την αγκαλιά της! Μετά από έναν σύντομο διάλογο μεταξύ προσφύγων, ο Brecht συνομίλησε με όλους όσοι ονειρεύονταν να σπάσουν τα δεσμά που τους επέβαλε ένα αυταρχικό, φασιστικό καθεστώς (κι αυτός ο διάλογος καλά κρατεί, όπως το παραμύθι του Orwell).

Όλοι βρήκαν έναν τρόπο. Τον πιο θαυμαστό, τον πιο τελέσφορο, τον πιο υπόκωφο μα και συνάμα τον πιο τρανταχτό. Ο Brecht είχε πει πως ο πόλεμος είναι σαν την αγάπη· πάντα βρίσκει έναν τρόπο. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε για την Τέχνη πως είναι ο πόλεμος που δίνει η αγάπη; Είναι αυτός ένας από τους πολλούς ρόλους που της αποδίδουμε;

Η Τέχνη δε χρειάζεται ρόλους, ούτε παραβάν. Η διανομή γίνεται στο συναίσθημα, στο δάκρυ που ξαφνικά κυλά στο πρόσωπό σου όταν ακούς μία μελωδία, ένα μελοποιημένο ποίημα. Και μήπως, τελικά, όλοι αυτοί οι περίεργοι που ξενυχτάνε πάνω από ένα πεντάγραμμο, ένα κομμάτι χαρτί, έναν καμβά, δεν αγωνίζονται σιωπηλά υπό τους δυνατούς ήχους της λέαινας που βρυχάται μέσα στα σωθικά τους; Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού κι όχι τις όχθες που τα περιορίζουν (Brecht); Μα, επιτέλους, αν ο αισθητικός εξαγνισμός δεν είναι ο πρωτοστάτης, η ναυαρχίδα όλων των αγώνων, τότε ποια μορφή αγώνα θεωρείται ισχυρότερη;

Μα δε θα λένε «Ήταν δύσκολοι καιροί». Θα λένε «Γιατί σώπαιναν οι ποιητές;»

—Bertolt Brecht


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Animal Farm, george-orwell.org, διαθέσιμο εδώ
  • Γιάννης Ρίτσος — Το κυκλάμινο, users.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αντιγόνη Λαπατά
Αντιγόνη Λαπατά
Γεννημένη το φθινόπωρο του 2005, φοιτήτρια του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ο κόσμος των γραμμάτων συνθέτει τον δικός της παράδεισο. Ο κόσμος αυτός δε θα υφίστατο χωρίς μουσική. Κάνει σπουδές κλασικής κιθάρας και ανώτερων θεωρητικών, τραγουδάει και την έχει γοητεύσει το θεατρικό σανίδι. Αγαπά τη μαγειρική και τη γυμναστική. Χαρακτηρίζεται βιβλιοφάγος, ρομαντική αλλά και με στοιχεία του ροκ και του ρεμπέτικου.