Του Βάιου Πολύζου,
Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, μπορούμε να παρατηρήσουμε τεράστιες διαφορές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους του χθες από τους ανθρώπους του σήμερα. Αυτό, βέβαια, είναι φυσικό, αφού οι άνθρωποι και οι πολιτισμοί κάθε χρονικής περιόδου είναι μοναδικοί. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, είναι πως δεν είναι ο άνθρωπος αυτός που αλλάζει στο πέρας του χρόνου. Αυτά που αλλάζουν είναι τα μέσα που διαθέτει και αξιοποιεί για την ικανοποίηση των αναγκών του. Μπορεί οι ζωές μας να διαφέρουν πλήρως από τις ζωές των ανθρώπων, που έζησαν αιώνες και χιλιετίες πριν αυτό. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι διαφέρουν και τα βαθύτερα στοιχεία της ανθρώπινής μας φύσης, οι σκέψεις, οι ανάγκες, οι επιθυμίες και τα συναισθήματα μας.
Συγκεκριμένα, στο θέμα των συναισθημάτων, υπάρχει ένα συναίσθημα, που αποθεώθηκε από τους ανθρώπους και στέκεται αναλλοίωτο, παγκόσμιο και πανανθρώπινο, μέσα στους αιώνες. Αποτέλεσε έμπνευση για κάθε λογής καλλιτέχνη: στον Όμηρο στάθηκε αφορμή για έναν δεκαετή πόλεμο και την καταστροφή μιας πόλης, ενώ στον Σαίξπηρ οδήγησε δύο νέους στην αυτοκτονία, γεγονός που εν τέλει συμφιλίωσε τις αντιμαχόμενες οικογένειές τους. Κανείς, όμως, δεν όρισε καλύτερα το συναίσθημα αυτό από τον Σοφοκλή στην τραγωδία του, «Αντιγόνη», όταν έγραψε «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν». Αν και ανίκητος σε κάθε μάχη, ο έρωτας μπορεί να πληγωθεί όταν με δόλιο τρόπο προδοθεί. Πράγματι, ιστορίες προδομένου έρωτα σπανίως έχουν αίσιο τέλος.
Έχοντας καταφέρει το αδύνατο, η φήμη του νεαρού, ακόμα, Σίγκουρντ είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη φήμη κάθε άλλου εν ζωή ήρωα. Ο Σίγκουρντ, ο φονιάς του δράκου Φόβνιρ, είχε ιδιοποιηθεί τον θησαυρό, που φυλούσε το τρομερό ερπετό και πλέον, φορτωμένος με δόξα και χρυσό, αναζητούσε νέες περιπέτειες. Αυτό που αγνοούσε, όμως, ήταν το γεγονός ότι ο θησαυρός, που με τόση περηφάνεια επιδείκνυε ήταν καταραμένος. Περισσότερο απ’ όλα τα αντικείμενα, ένα μικρό, αλλά εντυπωσιακό χρυσό δαχτυλίδι ήταν αυτό, που είχε συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος από το μένος και τις κατάρες του νάνου Άντβαρι. Η κατάρα αυτή είχε ήδη προκαλέσει πλείστα δεινά στους προηγούμενους ιδιοκτήτες του θησαυρού και τώρα, θα έπληττε το νεαρό ήρωα.
Ο δρόμος είχε οδηγήσει τώρα τον Σίγκουρντ στα εδάφη της Φραγκίας. Καθώς διέσχιζε τις γόνιμες πεδιάδες, του φάνηκε πως στον ορίζοντα μακριά έβλεπε ένα κάστρο πάνω σ’ έναν λόφο, ζωσμένο από φλόγες, οι οποίες έφταναν ψηλά στον ουρανό. Ανήσυχος κάλπασε γρήγορα προς την κατεύθυνση του λόφου. Όταν έφτασε, ανακάλυψε πως το κάστρο πράγματι περικυκλώνονταν από ένα πύρινο τείχος, το οποίο έκαιγε μανιωδώς δίχως τελειωμό, αλλά χωρίς να εξαπλώνεται ούτε εσωτερικά προς το κάστρο, ούτε εξωτερικά προς τις κατάφυτες πεδιάδες. Έτσι, ο Σίγκουρντ εξοπλίστηκε με όσο θάρρος είχε και καβάλησε το άλογό του μέσα από τις μαγικές φλόγες. Έχοντας περάσει την πύρινη περίφραξη, άρχισε να εξερευνά τους χώρους του εγκαταλελειμμένου κάστρου.
Σ’ ένα από τα δωμάτια, λοιπόν, ο Σίγκουρντ αντίκρισε έναν πολεμιστή πάνοπλο, που σαν νεκρός ήταν ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα βάθρο με τα δύο του χέρια να κρατούν ένα ξίφος πάνω από το στήθος του. Όταν ο Σίγκουρντ έσκισε την πανοπλία με την μαγική του λεπίδα, ανακάλυψε πως ο νεκρός πολεμιστής δεν ήταν άνδρας, αλλά μια νεαρή κοπέλα, που μάλιστα ξεπερνούσε σε ομορφιά οτιδήποτε άλλο, άνθρωπο ή πλάσμα, είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Αφού η πανοπλία της κόπηκε στα δυο, η νεαρή πολεμίστρια φάνηκε να ξυπνά. Τότε του συστήθηκε ως Μπρουνχίλντα και, αφού τον ευχαρίστησε, του εξήγησε την κατάστασή της. Η Μπρουνχίλντα ήταν μία από τις βαλκυρίες, τις πιστές πολεμίστριες του αρχηγού των θεών, τον Όντιν. Σε κάποια μάχη, στο παρελθόν, δύο βασιλείς είχαν βρεθεί αντιμέτωποι, ο γέρος Χιάλμγκουναρ και ο νέος, αλλά άπειρος, Άγκναρ. Ο Όντιν είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την νίκη στον Χιάλμγκουναρ. Ο Μπρουνχίλντα, όμως, λυπήθηκε τα νιάτα του Άγκναρ και αποφάσισε να σκοτώσει τον γέρο βασιλιά. Αυτό εξόργισε τον Όντιν, ο οποίος αποφάσισε να διώξει την Μπρουνχίλντα από τις βαλκυρίες και να την αναγκάσει να παντρευτεί. Η νεαρή πολεμίστρια δεν δέχτηκε να υπακούσει, λέγοντας πως θα παντρευόταν μόνο έναν άντρα, που δεν είχε νιώσει ποτέ φόβο στη ζωή του. Έτσι, ο Όντιν έριξε την Μπρουνχίλντα σε ύπνο αιώνιο, φυλακίζοντάς την σ’ ένα κάστρο περιτριγυρισμένο από φλόγες, απ’ όπου, πράγματι, μόνο ένας άντρας, που δεν είχε αισθανθεί φόβο θα μπορούσε να την σώσει.
Οι νέοι πολεμιστές γρήγορα ερωτεύτηκαν και πέρασαν αρκετό καιρό μαζί. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ο Σίγκουρντ αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός να φύγει, αφού, όμως, έδωσε όρκο πως θα επέστρεφε σύντομα στην αγαπημένη του. Φόρτωσε, λοιπόν, τους θησαυρούς στο άλογό του και ταξίδεψε για πολλές μέρες, μέχρι που έφτασε στο μέγαρο του άρχοντα Χέιμιρ, συζύγου της αδερφής της Μπρουνχίλντα. Εκεί, ο Σίγκουρντ είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την οικογένεια της γυναίκας, που αγαπούσε και γρήγορα κέρδισε την συμπάθειά τους.
Μία μέρα, ο νεαρός ήρωας είχε πάει για κυνήγι με μία ομάδα ιερακοθήρων. Στην επιστροφή, ένα από τα γεράκια ξέφυγε και πετώντας πήγε και στάθηκε στο παράθυρο του πύργου, που ορθώνονταν δίπλα από το μέγαρο του Χέιμιρ. Ο Σίγκουρντ ανέβηκε στον πύργο για να μαζέψει το πτηνό. Προς έκπληξή του, όμως, όταν έφτασε στο ψηλότερο δωμάτιο του πύργου βρήκε εκεί την Μπρουνχίλντα, η οποία είχε έρθει για να επισκεφθεί τους συγγενείς της, ελεύθερη πλέον από την τιμωρία του Όντιν. Αναπάντεχα, ο Σίγκουρντ και η Μπρουνχίλντα συναντήθηκαν ξανά, περνώντας αρκετές μέρες μαζί στην αυλή του Χέιμιρ. Ο Σίγκουρντ, όμως, θέλοντας να ζήσει ακόμα μία περιπέτεια ως ελεύθερος άνδρας, αποφάσισε να φύγει ξανά. Πριν φύγει, ορκίστηκε και πάλι πως θα επέστρεφε, αλλά αυτή τη φορά πρόσθεσε πως θα παντρεύονταν την Μπρουνχίλντα, μόλις γυρίσει. Ως ένδειξη αγάπης, ο Σίγκουρντ πρόσφερε ένα χρυσό δαχτυλίδι στην αρραβωνιαστικιά του, το δαχτυλίδι αυτό που έφερε τον κύριο όγκο της κατάρας του θησαυρού, τον οποίο κατείχε. Άθελά του το νεαρό ανδρόγυνο μοιράστηκε την κατάρα του Άντβαρι και το μέλλον του πλέον προβλέπονταν ζοφερό.
Ο Σίγκουρντ, έχοντας ταξιδέψει για μεγάλο διάστημα, έφτασε σε μια περιοχή νότια του Ρήνου, όπου είχε το βασίλειό του ο βασιλιάς Γκιούκι. Τόσο ο βασιλιάς όσο και οι τρεις γιοι φιλοξένησαν με μεγάλη προθυμία τον περίφημο επισκέπτη τους. Σύντομα, όμως, τα πράγματα έγιναν αρκετά περίπλοκα. Η Γκούδρουν, η νεαρή κόρη του βασιλιά, ερωτεύτηκε παράφορα τον Σίγκουρντ. Ο Γκιούκι, από την άλλη, μαζί με την σύζυγό του, την μάγισσα Γκρίμχιλντ, συμφώνησαν πως θα είχαν τεράστιο όφελος, εάν κατάφερναν να κάνουν τον Σίγκουρντ γαμπρό τους. Επειδή ο Σίγκουρντ παρέμενε πιστός, το βασιλικό ζεύγος κατέφυγε σε δραστικά μέσα. Η Γκρίμχιλντ έριξε κρυφά ένα φίλτρο λήθης στο ποτό του Σίγκουρντ, κι έτσι αυτός ξέχασε κατευθείαν τόσο την Μπρουνχίλντα όσο και την αγάπη, που έτρεφε για αυτή. Χωρίς πια να έχει λόγο για να φύγει, ο Σίγκουρντ εγκαταστάθηκε στο παλάτι του Γκιούκι, όπου σύντομα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Γκούδρουν. Το ρίσκο του βασιλιά απέδωσε και πλέον, ο γαμπρός του οδηγούσε τις στρατιές του σε νικηφόρες εκστρατείες και λεηλασίες τη μία μετά την άλλη. Πέρα από εδάφη και λάφυρα, ο Σίγκουρντ χάρισε στον πεθερό του κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, έναν εγγονό, μεγαλώνοντας έτσι την οικογένεια.
Μερικά χρόνια μετά τον γάμο της Γκούδρουν με τον Σίγκουρντ, ο Γκούναρ, ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γκιούκι, αποφάσισε πως και ο ίδιος πια θα έπρεπε να βρει μια σύζυγο. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ιστορίες για μια πρώην βαλκυρία, που κατοικούσε σ’ ένα φλεγόμενο κάστρο, συναισθηματικά συντετριμμένη μετά την εξαφάνιση του αρραβωνιαστικού της, ο οποίος πιστεύονταν πως την είχε εγκαταλείψει. Μία ικανή πολεμίστρια, η οποία ανέμενε τον σωτήρα της φάνηκε εξαιρετική επιλογή συζύγου στον Γκούναρ, ο οποίος ζήτησε την συμβουλή του Σίγκουρντ για το πως θα έπρεπε να προσεγγίσει το ζήτημα. Η κατάρα του Άντβαρι είχε αρχίσει να ξεδιπλώνεται για άλλη μια φορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Jasse, L. Byock (1999), The Saga of the Volsungs: The Norse Epic of Sigurd the Dragon Slayer, Λονδίνο, Εκδόσεις: Penguin Books
- Pettit, E. (2023), The Poetic Edda: a Dual-Language Edition. Open Book Publishers, Εκδόσεις: Cambridge