Της Ελευθερίας Παπανικολάου,
Το κεφάλαιο έχει κεντρική σημασία στο δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών καθώς δεν μπορεί να υπάρξει ανώνυμη εταιρεία χωρίς μετοχικό κεφάλαιο κι εταιρική περιουσία. Το καταστατικό πρέπει να περιέχει πάντα διάταξη για το κεφάλαιο καθώς η έλλειψη του επηρεάζει την εγκυρότητα της σύστασης της ανώνυμης εταιρείας. Το μετοχικό κεφάλαιο συγκεκριμένα είναι το ποσό που αναγράφεται στο καταστατικό και το οποίο κατά την ίδρυση της εταιρείας αντιστοιχεί στο άθροισμα της αξίας των εισφορών των μετόχων.
Το μετοχικό κεφάλαιο είναι σταθερό μέγεθος και για αυτό το λόγο μόνο με τροποποίηση του καταστατικού μπορεί να μεταβληθεί, δηλαδή να αυξηθεί ή να μειωθεί. Δεν πρέπει να συγχέεται η έννοια του κεφαλαίου με αυτή της εταιρικής περιουσίας. Το κεφάλαιο παραμένει σταθερό σε αντίθεση με την εταιρική περιουσία, η οποία από τη στιγμή που η εταιρία λειτουργήσει, αυτή μεταβάλλεται συνεχώς. Έτσι, μπορεί η αξία της εταιρικής περιουσίας να είναι μεγαλύτερη από το μετοχικό κεφάλαιο, ενώ σε περιόδους που η εταιρεία έχει ζημιές η αξία της εταιρικής περιουσίας μπορεί να είναι μικρότερη από το μετοχικό κεφάλαιο. Επιπλέον, το μετοχικό κεφάλαιο διαιρείται σε μετοχές, το άθροισμα της ονομαστικής αξίας των οποίων, ισούται προς το κεφάλαιο.
Ο νομοθέτης επιδιώκει τη διατήρηση της εταιρικής περιουσίας που αντιστοιχεί στο μετοχικό κεφάλαιο, δηλαδή δεν επιτρέπεται η διανομή της, ακόμα κι αν συμφωνούν όλοι οι μέτοχοι είτε με την επιστροφή εισφορών είτε με διανομή μη πράγματι επιτευχθέντων κερδών. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρική περιουσία που αντιστοιχεί στο μετοχικό κεφάλαιο είναι δεσμευμένη με σκοπό την εξασφάλιση των εταιρικών δανειστών. Το κατώτατο όριο μετοχικού κεφαλαίου ανέρχεται στο ποσό των 25.000€ και το οποίο πρέπει να καταβληθεί κατά τη σύσταση της εταιρείας. Πριν τη λύση της εταιρείας δεν έχουν οι μέτοχοι αξίωση επιστροφής της εισφοράς ούτε αξίωση για καταβολή τόκων ή άλλων παροχών ως αντάλλαγμα για την καταβολή της εισφοράς.
Η κάλυψη αφορά την ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής της αξίας των μετόχων σε χρήμα, γεγονός που σημαίνει ότι η βούληση των μετόχων δεν μπορεί να καθορίσει αν η καταβολή θα γίνει σε χρήμα ή σε είδος, αλλά μόνο το καταστατικό μπορεί να περιέχει σχετική πρόβλεψη, ενώ η κάλυψη μπορεί να γίνει μόνο από τους ιδρυτές ή και με συμμετοχή του κοινού. Απαγορεύεται, επίσης, η έκδοση μετόχων υπό το άρτιο, δηλαδή δεν μπορεί η εταιρεία να παραχωρήσει μετοχές σε μετόχους σε τιμή μικρότερη από την ονομαστική τους αξία. Η καταβολή επέρχεται με την εκπλήρωση της υποχρέωσης που αναλήφθηκε από τους μετόχους για καταβολή της εισφοράς κι αυτή θα πρέπει να έχει τελειωθεί μέχρι την ολοκλήρωση της ιδρυτικής διαδικασίας. Ο κανόνας είναι ότι οι εισφορές που καταβάλλονται από τους μετόχους συνίσταται σε χρήμα, όμως είναι δυνατή κι η εισφορά σε είδος. Προϋπόθεση, πάντως, για την έγκυρη καταβολή εισφοράς σε είδος είναι η αποτίμηση από ανεξάρτητο εκτιμητή.
Η Ανώνυμη Εταιρεία για να πετύχει τον στόχο της χρειάζεται κεφάλαια. Η χρηματοδότηση αυτή μπορεί να γίνει με καταβολή νέων εισφορών οι οποίες μπορεί να αποτελούνται από αποθεματικά ή κεφαλαιοποιημένες κέρδη ή από αύξηση κεφαλαίου. Μπορεί, επίσης, η χρηματοδότηση να γίνει και με ξένα κεφάλαια. Σε περιπτώσεις που μια εταιρεία δεν βρίσκεται σε καλή οικονομική κατάσταση και για τον λόγο αυτό δεν είναι σε θέση να εξεύρει ξένα κεφαλαία, είναι δυνατόν αντί να αυξήσει το κεφάλαιό της, να δανειστεί χρήματα από τους μετόχους της.
Συνοψίζοντας, το μετοχικό κεφάλαιο αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη μιας Ανώνυμης Εταιρείας, αλλά απαιτεί σωστό σχεδιασμό και στρατηγική διαχείριση, ώστε να λειτουργήσει προς όφελος της επιχείρησης και των μετόχων της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, 3η Ένκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019
- Ν. Ρόκας, Εμπορικές Εταιρίες, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012