Της Μαρίνας Κισσούδη,
Μπορεί για τον περισσότερο κόσμο το ρήμα «νέμομαι» και το ρήμα «κατέχω» να είναι συνώνυμα, αλλά για το Εμπράγματο Δίκαιο τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι η «νομή» κι η «κατοχή» δεν είναι εμπράγματα δικαιώματα, αλλά εμπράγματες σχέσεις γενικά. Τα εμπράγματα δικαιώματα απαριθμούνται περιοριστικά κι είναι η κυριότητα, το ενέχυρο, η υποθήκη κι η δουλεία, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των συναλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να δημιουργήσουν νέα διαφορετικά εμπράγματα δικαιώματα και δεν μπορούν να δώσουν στα ήδη υπάρχοντα διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που ορίζει ο νόμος. Τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως η κυριότητα, παρέχουν έννομη, άμεση κι απόλυτη εξουσία στον φορέα τους επί τους πράγματος. Με την έννοια «έννομη εξουσία» ορίζουμε την εξουσία αυτή που απονέμεται από τον νόμο κι ασκείται σύμφωνα με αυτόν, δηλαδή το ποιος δικαιούται βάσει νόμου να εξουσιάζει ένα πράγμα.
Ωστόσο, είναι συχνό φαινόμενο η φυσική εξουσίαση του πράγματος να ανήκει σε διαφορετικό πρόσωπο, κι όχι στον φορέα του εμπράγματου δικαιώματος που έχει τη νομική εξουσίαση. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο φορέας του εμπράγματου δικαιώματος χάνει το εμπράγματο δικαίωμα επί του πράγματος, αν το τελευταίο εξουσιάζεται φυσικά από άλλο πρόσωπο. Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι είμαι κύριος ενός αυτοκινήτου και μου το κλέψουν, δεν παύω να έχω κυριότητα επί του αυτοκινήτου, ωστόσο η υλική εξουσίαση του περιήλθε παράνομα σε άλλον. Η διαφοροποίηση μεταξύ του φορέα του εμπράγματου δικαιώματος και του φορέα φυσικής εξουσίας μπορεί, βέβαια, να είναι και νόμιμη, όπως όταν εγώ εκμισθώνω και παραδίδω ένα διαμέρισμα στον Β.
Η κατοχή θα μπορούσε να οριστεί συνοπτικά ως η εκούσια φυσική εξουσίαση ενός πράγματος. Συνεπώς, τα δύο εννοιολογικά της στοιχεία είναι: α. το υλικό, δηλαδή η φυσική εξουσίαση και β. το βουλητικό, δηλαδή με τη βούληση του κατόχου. Η κατοχή διαφέρει από τη διακατοχή, που η φυσική εξουσίαση είναι εντελώς προσωρινή ή τυχαία με βούληση προσωρινής εξουσίασης (π.χ. το πορτοφόλι του Α πέφτει από τη τσέπη του κι εγώ το μαζεύω και τον φωνάζω για να του το δώσω). Η απώλεια της κατοχής επέρχεται με την παύση ύπαρξης κάποιου από τα δύο στοιχεία (υλικό ή βουλητικό) ή και των δύο και πάντως όχι παροδικά (π.χ. το ότι λείπω στο νοσοκομείο για λίγες ημέρες δεν σημαίνει ότι έχω χάσει την κατοχή του διαμερίσματός στο οποίο κατοικώ).
Η νομή είναι μια πιο δυσνόητη και περίπλοκη εμπράγματη σχέση. Σύμφωνα με το άρθρο 974 ΑΚ ως νομή ορίζεται η φυσική εξουσίαση σε ένα πράγμα με διάνοια κυρίου. Επομένως, η νομή αποτελείται κι αυτή από δύο στοιχεία: α. το υλικό, δηλαδή τη φυσική εξουσίαση με επιχείρηση πράξεων στο πράγμα, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σταθερά στη διάθεση του νομέα και β. το βουλητικό, δηλαδή τη διάνοια κυρίου. Σε αυτό το σημείο όλοι αναρωτιούνται τι σημαίνει η «διάνοια κυρίου». Σημαίνει ότι νομέας είναι αυτός που εξουσιάζει φυσικά ένα πράγμα με τη βούληση του, όπως αρμόζει στον κύριο αυτού, δηλαδή διαρκώς, απεριόριστα κι αποκλειστικά. Δεν πρέπει η διάνοια κυρίου να μεταφράζεται ως πεποίθηση ότι κάποιος είναι κύριος του πράγματος. Όπως προαναφέρθηκε, δεν αποκλείεται άλλο πρόσωπο να είναι κύριος, άλλο νομέας κι άλλο κάτοχος.
Παραδείγματος χάριν ο Α είναι κύριος ενός διαμερίσματος, το οποίο παραδίδει στον Β, αφού πρώτα του έχει μεταβιβάσει άκυρα την κυριότητά. Έπειτα ο Β το εκμισθώνει στον Γ. Έτσι, ο Α παραμένει κύριος, ο Β έχει καταστεί νομέας κι ο Γ είναι ο κάτοχος του διαμερίσματος. Η νομή ασκείται με πράξεις που πραγματώνουν τη φυσική εξουσίαση του πράγματος και παράλληλα εκδηλώνουν διάνοια κυρίου, όπως με την περίφραξη ενός ακινήτου ή την εκμίσθωση του. Η νομή μπορεί να αποκτηθεί από πρόσωπο είτε πρωτότυπα είτε παράγωγα. Πρωτότυπη κτήση νομής επέρχεται χωρίς τη βούληση του προηγούμενου νομέα ή κι ανεξάρτητα από την ύπαρξη προηγούμενης νομής (π.χ. βρίσκω ένα πορτοφόλι κάτω και το κρατώ), εφόσον, βέβαια, ακολουθήσει φυσική εξουσίαση με το πράγμα να τίθεται στη διάθεση του αποκτώντος σταθερά και διαρκώς, ενεργώντας ανεμπόδιστα πάνω σε αυτό. Γενικότερα, για την απόκτηση νομής το ζητούμενο είναι να εκδηλωθεί έντονα η διατήρηση της φυσικής εξουσίασης, χωρίς να σημαίνει ότι μετέπειτα η σχέση με το πράγμα δεν μπορεί να είναι χαλαρότερη. Από την άλλη η παράγωγη κτήση νομής προϋποθέτει να βασίζεται σε προηγούμενη νομή και στη βούληση του πρώην νομέα.
Γιατί, όμως, να μας ενδιαφέρει η διάκριση μεταξύ κατοχής και νομής; Η απάντηση έγκειται στην έννομη προστασία της φυσικής εξουσίασης ενός προσώπου επί πράγματος ανάλογα με το αν είναι κάτοχος ή νομέας. Η κατοχή και κυρίως η νομή είναι οι δύο μορφές φυσικής εξουσίασης που προστατεύονται αυτοτελώς ανεξάρτητα από το αν βασίζονται σε εμπράγματο δικαίωμα. Εννοείται πως η προστασία αυτή είναι εντελώς προσωρινή κι ασθενέστερη έναντι της προστασίας των εμπράγματων δικαιωμάτων. Στην κατοχή τα πράγματα είναι πιο απλά με την απάντηση να δίνεται από το άρθρο 997 ΑΚ: η κατοχή προστατεύεται μόνο όταν ο κάτοχος α. είτε την έχει αποκτήσει δυνάμει σύμβασης (π.χ. μίσθωσης) από τον νομέα κι εξουσιάζει το πράγμα στο όνομα του νομέα, β. είτε την έχει αποκτήσει βάσει ρύθμισης νόμου και πάλι, όμως, εξουσιάζει το πράγμα στο όνομα του νομέα (π.χ. όταν οι γονείς κατέχουν τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους). Αντανακλαστικά συμπεραίνουμε ότι η κατοχή δεν προστατεύεται, όταν δεν υπάρχει βούληση του νομέα ή όταν εξουσιάζεται το πράγμα, αλλά όχι στο όνομα του νομέα.
Όσον αφορά την προστασία της νομής, αυτή μπορεί να περιλαμβάνει κι ενοχικές κι εμπράγματες αξιώσεις, ενώ, παράλληλα, διακρίνεται σε αυτοδύναμη (ΑΚ 985-986) κι ένδικη (ΑΚ 987 επ.). Με την αυτοδύναμη προστασία της νομής ο νόμος εννοεί α. το δικαίωμα άμυνας/υπεράσπισης (ΑΚ 985 παρ.1), με το οποίο αποκρούεται βίαια η προσβολή της νομής και β. την αυτοδικία/αποκατάσταση (ΑΚ 985 παρ.2 για τα κινητά και παρ.3 για τα ακίνητα), με την οποία ανακτάται βίαια η νομή. Το δικαίωμα άμυνας —εκτός από την ύπαρξη νομής— προϋποθέτει και παράνομή διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή. Για όσο διάστημα διαρκεί αυτή η διατάραξη ή η απειλή αποβολής της νομής, ο νομέας μπορεί να ασκήσει νόμιμα το δικαίωμα άμυνας του, χρησιμοποιώντας μέχρι και βία, αρκεί να μην υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο. Η αυτοδικία επί κινητού —εκτός από ύπαρξη νομής— προϋποθέτει παράνομη αφαίρεση του κινητού πράγματος και επ’ αυτοφώρω σύλληψη ή καταδίωξη του δράστη. Αντιθέτως, η αυτοδικία επί ακινήτου —εκτός από την ύπαρξη νομής— προϋποθέτει απλώς παράνομη αποβολή. Και στις δύο περιπτώσεις ο νομέας μπορεί να ανακτήσει τη νομή του επί του πράγματος δια της βίας, τηρώντας πάντα το αναγκαίο μέτρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Α.Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα.