Του Δημήτρη Κυριαζή,
Με αφορμή ένα περιστατικό που έτυχε να ζήσω ταξιδεύοντας με το τρένο, έθεσα την εξής υπόθεση εργασίας στον εαυτό μου: αν η κοινωνία, ή αυτό που ονομάζουμε συγκαταβατικά «κόσμος», είναι χωρισμένη σε επιμέρους συστήματα που την απαρτίζουν ή αν τα υποσυστήματα αυτά επιδέχονται ένα καθεστώς αυτονομίας και έρχονται σε ρήξη με τα γειτονικά τους υποσυστήματα;
Αν δηλαδή υποθέσουμε ότι εντός της κοινωνίας υπάρχει το σύστημα π.χ. της οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνίας των πολιτών, του πολιτισμικών ομάδων και κοινοτήτων κλπ και αν τα υποσυστήματα αυτά επικοινωνούν ή όχι μεταξύ τους, αν συγκρούονται ή ακόμη κι αν είναι σε θέση να αλληλοκατανoούνται. Το εν λόγω περιστατικό μέσα στο τρένο αφορούσε τα παράπονα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που επέλεξε να τα εκφράσει σε έναν υπάλληλο που ήλεγχε τα εισιτήρια. Καθώς ο τελευταίος προχωρούσε και σκάναρε τα εισιτήρια των επιβατών, όταν ήρθε η σειρά του ηλικιωμένου ξεκίνησε ο καταιγισμός των παραπόνων και επομένως η μηχανιστική κίνηση του εργαζομένου αντικαταστάθηκε από μία συζήτηση κενού περιεχομένου.
Ο ηλικιωμένος μιλούσε συνεχώς για την κατάσταση των σιδηροδρόμων και έκανε τακτικές επικλήσεις στο «δυστύχημα» των Τεμπών, προσπαθώντας να του αποδείξει με αυτόν τον τρόπο πώς μπορεί να καταλήξει ένα ταξίδι σε μία τραγωδία. Προφανώς και το επιχείρημά του ήταν στέρεο και έστεκε πλήρως, αγγίζοντας παράλληλα και τους υπόλοιπους ταξιδιώτες, δεδομένου ότι ο καθένας διαθέτει, πλέον, ένα έξτρα άγχος και ανασφάλεια για αυτή τη μορφή μετακίνησης. Το ζητούμενο όμως είναι κάτι άλλο. Ο υπάλληλος δεν μπορούσε παρά να απαντήσει: «Εγώ απλώς εργάζομαι εδώ…». Δεν πρόκειται για αποποίηση ευθυνών στην προκειμένη περίπτωση. Ο υπάλληλος πραγματικά δεν είναι αρμόδιος να ακούει παράπονα και να πολιτικοποιεί ζητήματα που αφορούν την εταιρία στην οποία δουλεύει. Αυτή η πράξη που ένας άνθρωπος αντιδρά στο τρένο για το ίδιο το τρένο, μαρτυρά ότι αναζητά έναν τρόπο, ένα μέρος να εκφραστεί πολιτικά. Πίσω από αυτή την εικόνα υποβόσκει η ανάγκη για διαβούλευση, διαμαρτυρία, συζήτηση, αντιπαράθεση.
Ένας άνθρωπος, που με όρους ακόμη και ορθολογικούς και ωφελιμιστικούς αν το εξετάσουμε, διαμαρτύρεται για μία πιθανή έκθεση της ζωής του στον θάνατο. Το αίτημά του όμως δεν βρίσκει αντίκρισμα, γιατί αρθρώνεται μέσα σε ένα σύστημα δράσης που δεν άπτεται του στενού πολιτικού πράττειν, καθώς το τελευταίο πλαισιώνεται αυστηρά στο σύστημα της θεσμικής (κοινοβούλιο, επίσημοι θεσμοί) ή και έξω- θεσμικής (πορείες, διαδηλώσεις, καταλήψεις κλπ) πολιτικής διαδικασίας. Η ίδια η διαδικασία ταξιδιού δεν γειτνιάζει με την πολιτική. Το συγκεκριμένο υποσύστημα της κοινωνικής ολότητας δεν συνορεύει με την πολιτικό σύστημα (εννοώντας την πολιτική ως διαδικασία και όχι τον τρόπο πραγμάτωσης και προβολής της σε θεσμούς, νομοθεσίες κλπ). Ένα επίδικο σημείο — αυτό της ζωής του ταξιδιώτη — γίνεται αντικείμενο διαβούλευσης εκτός του συγκεκριμένου συστήματος, δηλαδή του ταξιδιού, εντός του οποίου είναι διακύβευμα. Σαν να του λες του ηλικιωμένου «τα παράπονά σου να τα εκφράσεις στις επόμενες εκλογές». Το τρένο, ο σταθμός, η στάση δεν προβλέπονται για πολιτικές συζητήσεις και αντιδράσεις, κι ας αφορούν οι αντιδράσεις αυτές τη ζωή στο τρένο, στον σταθμό και τη στάση.
Αυτός ο διάλογος μερικών δευτερολέπτων υποδηλώνει μία πολύ αυστηρή και απόλυτη ταξινόμηση των κοινωνικών συμπεριφορών σε πολύ συγκεκριμένες νόρμες και συστήματα. Δεν είναι πρέπον να διαμαρτύρεσαι για τον σιδηρόδρομο και για την κατάσταση που επικρατεί στα βαγόνια άμεσα, παρά μόνο μέσα από μία έμμεση νύξη που δηλώνουν οι προτιμήσεις σου στις βουλευτικές εκλογές και γενικά μέσα από τις παραδεδεγμένες πράξεις που ανήκουν στην σφαίρα της πολιτικής, είτε πρόκειται για μια θεματική οικογένεια (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις, φιλελευθερισμός κλπ) είτε για πολιτική πρακτική (π.χ. κοινοβουλευτική ή έξω-κοινοβουλευτική δράση). Όποιος επιθυμεί να ασχοληθεί με τον σιδηρόδρομο πρέπει να βρει το κατάλληλο μέρος που αρμόζει με την περίσταση για να επικοινωνήσει τον προβληματισμό του, πέρα από τον ίδιο τον σιδηρόδρομο.
Κάτι άλλο που μου κέντρισε το ενδιαφέρον —ή μάλλον το είδα από άλλη οπτική γωνία— ήταν η φυσικοποίηση και κανονικοποίηση των αντιθέσεων που επικρατούσαν στο κέντρο της Αθήνας. Ο άστεγος που κρύβεται σε μία πυλωτή για να προστατευτεί ενδεχομένως από τον καιρό συνυπήρχε με τον ευκατάστατο που περνούσε από δίπλα του με τα ακριβά ρούχα και το πολυτελές αυτοκίνητο. Χωρίς να συνδιαλέγονται οι μεν με τους δε, ήταν μία εικόνα που έμοιαζε κοινότοπη από τη μία μεριά και εσωτερικευμένη ως κάτι φυσικό και δεδομένο από την άλλη. Κανείς από τους δύο όμως δεν έδινε σημασία στον απέναντι, κι ας έχει ο άστεγος πολύ μεγαλύτερη ανάγκη.
Πάλι στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω στάση αμοιβαίας αδιαφορίας —που μάλλον δεν ήταν συνειδητή αλλά φυσική και εσωτερικευμένη ως το παραδεδεγμένο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς— υποδηλώνει μία ακόμη αυστηρή ταξινόμηση των ζητημάτων, αυτή τη φορά στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Τα προσωπικά ζητήματα δεν πρέπει να συζητούνται δημόσια, οπότε δεν υπάρχει και λόγος να συνομιλεί ένας άστεγος με έναν ευκατάστατο άνθρωπο, δεδομένου ότι το εισόδημα είναι μία καθαρά προσωπική υπόθεση και δεν άπτεται της δημόσιας σφαίρας.
Αυτή η εσωστρέφεια και η περιχαράκωση των υποσυστημάτων στον ίδιο τους τον εαυτό, αναιρεί την πρόσληψη της κοινωνίας ως ενιαίου σώματος και σε τελευταία ανάλυση υπονομεύει τη συλλογική της διάσταση και την διαθρωτική — συναρθρωτική της συνιστώσα. Δηλαδή, ακόμη κι αν υπάρχει κάποιος λόγος η «ζωή» μας και η δράση μας να πολυδιασπόνται σε τόσες επιμέρους πτυχές, τότε γιατί αυτές οι πτυχές δεν ετεροπροσδιορίζονται και δεν συναρθώνουν μαζί μια κοινή υπόσταση που θα το λέγαμε «κοινωνία».
Μόνο στην περίπτωση του υποσυστήματος της οικονομίας βλέπουμε να συνδιαλέγονται πολλά υποσυστήματα μεταξύ τους, αλλά για να την υπηρετήσουν. Η ίδια η κοινωνία των πολιτών κατευθύνει την συμπεριφορά και τη δράση της με βάση τις ανάγκες των αγορών. Μεγάλη πλειονότητα, λόγου χάρη, των μαθητών προετοιμάζονται στις πανελλαδικές για σχολές και τμήματα που έχουν πιο σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση, παρά για κάτι της αρεσκείας τους. Υποτάσσονται οι ανάγκες του απλού ατόμου στις ανάγκες της αγοράς, παραβλέποντας οποιαδήποτε άλλη παράμετρο.
Έτσι λοιπόν μπορούμε να καταλήξουμε εύκολα στο συμπέρασμα ότι η συστηματική αυτή ταξινόμηση των κοινωνικών ρόλων και συμπεριφορών σε συγκεκριμένες νόρμες, διαρρηγνύει την κοινωνική ολότητα, υπονομεύει την διατύπωση, την άρθρωση ενός σημείου γύρω από το οποίο οικοδομείται το «συνανήκειν» και τέλος αναιρεί κάθε πρόσληψη της κοινωνίας ως κάτι το συμπαγές και ενιαίο. Βασικά η ίδια η κοινωνία θεωρείται ένα υποσύστημα από μόνη της.
Όταν δεν μπορεί η κοινωνία να παρέμβει στην οικονομία ή όταν η πολιτική δεν μπορεί να παρέμβει στην οικονομία γιατί λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες και δεν μπορεί ο καθένας να εκφέρει γνώμη, καθώς δεν είναι οικονομολόγος ή πολιτικός επιστήμονας σχετικά με το σύστημα της πολιτικής, τότε να μην μας εκπλήσσουν οι τυχεώτητες και τα δυστυχήματα. Αυτά πρέπει να προκαλούν μάλλον έκπληξη στους ειδικούς κι ας μην χρησιμοποιούν καν τον τρένο για να μετακινηθούν…