Της Θεοφιλίνας Βαλλούς,
Η πανδημία του Covid-19 προκάλεσε ριζικές μεταβολές στη μεγάλη πλειοψηφία των πεδίων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό δεν αποτέλεσε η εκπαιδευτική διαδικασία. Η υποχρεωτική καραντίνα και οι πρόσθετοι περιορισμοί που επιβλήθηκαν προς αναχαίτηση της πανδημίας, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη μίας ταχύτατης και αποτελεσματικής, καθολικής μετάβασης, από τη διά ζώσης διδασκαλία, σ’ ένα ψηφιοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι, τα σχολεία και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα παγκοσμίως, προκειμένου να μην διακοπεί η εκπαιδευτική διαδικασία, μετέβησαν, «εν μία νυκτί», στη ζώνη της τηλεκπαίδευσης.
Παρά το γεγονός ότι η καθολική μετάβαση στην ψηφιακή μάθηση δεν ήταν το αποτέλεσμα μίας μεθοδικά μελετημένης και συντεταγμένης επιλογής των ανά τον κόσμο σχεδιαστών της εκπαιδευτικής πολιτικής, η ίδια παρείχε σημαντικά πλεονεκτήματα στη διαδικασία της μάθησης. Βέβαια, η ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης είχε ήδη ξεκινήσει, προ της πανδημίας, σε ορισμένους εκπαιδευτικούς φορείς, ωστόσο η μαζική υιοθέτηση της τηλεκπαίδευσης, σε παγκόσμια κλίμακα, εμφανίστηκε περισσότερο ως ανταπόκριση στο επιτακτικό κάλεσμα για άμεσες λύσεις, στη διάρκεια της πανδημίας, και όχι ως ομαλή και γραμμική διεύρυνση των φορέων της τηλεκπαίδευσης.
Παρά, λοιπόν, τον αναγκαστικό της χαρακτήρα, η τηλεκπαίδευση συνεισέφερε σημαντικά στη μαθησιακή διεργασία. Πράγματι, η ψηφιακή εκπαίδευση διευρύνει καθοριστικά την προσβασιμότητα στη μάθηση. Ο μαθητικός και φοιτητικός πληθυσμός που κατοικεί σε απομακρυσμένες περιοχές, αποκτά, μέσω της αξιοποίησης των εργαλείων της ψηφιακής μάθησης, τη δυνατότητα να παρακολουθεί μαθήματα, που ίσως δεν είναι προσβάσιμα διά ζώσης. Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί έτσι να αναιρέσει τους γεωγραφικούς περιορισμούς στην εκπαίδευση, ενισχύοντας τη συμπερίληψη στη γνώση και αμβλύνοντας άρα την κοινωνική ανισότητα στη μάθηση.
Επιπλέον, η χρήση ψηφιακών μέσων στην εκπαίδευση, παρέχει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας στην οργάνωση της μάθησης. Η πρόσβαση των μαθητών σε ψηφιακές πλατφόρμες και προσαρμοσμένο εκπαιδευτικό υλικό, τους επιτρέπει να επιλέγουν το διδακτικό εκείνο περιεχόμενο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους, ενώ τους δίνει ταυτόχρονα τη δυνατότητα να εμβαθύνουν περισσότερο, ή και να επαναλάβουν τα σημεία εκείνα που επιθυμούν. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε μαθητής αποκτά την ευχέρεια να καταστρώνει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα μάθησης, που συμβαδίζει με το μαθησιακό ρυθμό και τις ατομικές ανάγκες του. Συγχρόνως, οι διαδικτυακές αυτές πλατφόρμες διαθέτουν πολλά διαφορετικά εργαλεία και πολυμέσα, από βίντεο και διαδραστικά παιχνίδια, μέχρι διαδικτυακά εγχειρίδια, τα οποία δρουν ιδιαίτερα επιβοηθητικά στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Έχει, επίσης, μεγάλη σημασία πως η καθολική εδραίωση της τηλεκπαίδευσης εξοικείωσε ακόμη περισσότερο την εκπαιδευτική κοινότητα με τη χρήση της τεχνολογίας, ως αναπόσπαστο πλέον τμήμα της καθημερινότητας. Έτσι, σ’ έναν κόσμο που διαρκώς ψηφιοποιείται, η τηλεκπαίδευση ανέπτυξε τις τεχνολογικές δεξιότητες των χρηστών της, εξοπλίζοντας, ιδίως τους μαθητές, με κρίσιμα επαγγελματικά εφόδια για το μέλλον.
Παρά, ωστόσο, τα πολυάριθμα πλεονεκτήματά της, η μετάβαση στην τηλεκπαίδευση ανέδειξε από την αρχή και σημαντικές προκλήσεις. Το πρώτο ίσως ζήτημα που απασχόλησε, ήταν η ανισότητα στην πρόσβαση σε τεχνολογικά μέσα και στο διαδίκτυο. Είναι πράγματι εμφανές ότι η ψηφιακή εκπαίδευση αίρει τα γεωγραφικά εμπόδια και μπορεί έτσι να φτάσει ταυτόχρονα σ’ όλο τον κόσμο. Μία δεύτερη, όμως, ματιά φανερώνει πως η τηλεκπαίδευση δεν είναι μάλλον εξίσου ικανή να άρει και τα οικονομικοκοινωνικά εμπόδια. Και τούτο διότι απαιτεί τεχνολογικό εξοπλισμό και πρόσβαση σε αξιόπιστο δίκτυο, που δεν μπορούν όλοι οι μαθητές και φοιτητές να διαθέσουν.
Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα που ανέκυψε απ’ την τηλεκπαίδευση, που είναι εν ταυτώ και το κύριο επιχείρημα των «πολέμιών» της, αφορά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός ο πυρήνας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αναμφίβολα, η εκπαίδευση είναι έννοια θεμελιακά συνδεδεμένη με τη φυσική αλληλεπίδραση. Μάθηση σημαίνει συναναστροφή, συνεργασία, κοινωνικοποίηση, διάδραση. Όλα αυτά δύσκολα τα βιώνει ουσιαστικά ένας σπουδαστής πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Η ψηφιακή εκπαίδευση είναι μία διαδικασία πιο μηχανιστική, πιο μοναχική, πιο αυτοματοποιημένη. Δίχως, λοιπόν, την άμεση αλληλεπίδραση που εξασφαλίζει η φυσική παρουσία, πολλοί μαθητές μπορεί να αποξενωθούν απ’ την κεντρική ουσία της μαθησιακής διαδρομής και να παρουσιάσουν αυξημένα επίπεδα άγχους και μοναξιάς.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η ψηφιοποιημένη εκπαίδευση δεν πρέπει να θεωρηθεί «πανάκεια». Ένα εκπαιδευτικό σύστημα στηριγμένο αποκλειστικά στην τηλεκπαίδευση δεν εκπληρώνει αποτελεσματικά τους παιδαγωγικούς σκοπούς του, καθώς απαξιώνει τις ψυχικές ανάγκες των μαθητών. Πιο ορθό είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα εκπαιδευτικό μοντέλο υβριδικού τύπου, ικανό να συνδυάσει τις διαδικαστικές ευχέρειες της τεχνολογίας, με τις θεμελιώδεις προκατανοήσεις ενός συστήματος, προπάντων παιδευτικού. Διότι η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει. Το στοίχημα της εποχής είναι να εξισορροπηθούν τα οφέλη με τις ανάγκες, ώστε να πετύχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα ποιοτικό, προσβάσιμο, αποτελεσματικό και ταυτόχρονα ολιστικό και βαθιά ανθρώπινο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- UNESCO: Η παρουσία της τεχνολογίας στην εκπαίδευση, ποια η συνεισφορά και ποιες οι δυσκολίες που συναντώνται, csii.gr, διαθέσιμο εδώ
- Understanding the role of digital technologies in education: A review, sciencedirect.com, διαθέσιμο εδώ
- The Impact of Technology on Children’s Learning: Benefits and Challenges, wohum.org, διαθέσιμο εδώ