Της Μαρίας Σαράφη,
Όλοι γεννιόμαστε μέσα στην άγνοια, σταδιακά αναπτυσσόμαστε και ωριμάζουμε, μαθαίνοντας πράγματα για τον κόσμο γύρω μας αλλά και για τον ίδιο μας τον εαυτό. Ο εγκέφαλός μας αρχίζει να συνδυάζει πληροφορίες, να επεξεργάζεται καινούργιες, να δημιουργεί αναμνήσεις και στηριζόμενος και στο γενετικό μας υπόβαθρο δίνει σχήμα στην προσωπικότητά μας. Οι δύο βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης του χαρακτήρα του ανθρώπου, το περιβάλλον και τα γονίδια, ισορροπούν για χρόνια σε μία τραμπάλα που άλλοτε γέρνει προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση συμβολίζοντας τη διαμάχη μεταξύ επιστημόνων σχετικά με τη βαρύτητα συμβολής τους. Στη σύγχρονη εποχή, η επιστήμη έχει αναπτύξει ειδικές τεχνολογίες επεξεργασίας και μετατροπής της γενετικής πληροφορίας, η εφαρμογή των οποίων απαιτεί την τήρηση ποικίλλων ηθικών θεσμών, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφαλής λειτουργία της κοινωνίας. Τι θα μπορούσε να συμβεί αν εκείνοι δεν τηρούνταν;
«Σηκώθηκα από το κρεβάτι πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Έτρεξα στο μπάνιο γρήγορα, για να προλάβω να πλύνω το πρόσωπο και τα δόντια, όπως μου είχε πει η μαμά να κάνω εκείνο το πρωί. Το νερό ήταν πολύ δροσερό όπως έπεφτε με δύναμη στα κοκκινισμένα από τον ύπνο μάγουλά μου. Άρπαξα την οδοντόβουρτσα και αφού έβαλα πάνω της λίγη οδοντόκρεμα, άρχισα να τρίβω με μανία τα δόντια μου. Έπρεπε να γυαλίζουν, όπως και της Αγάπης, είναι η ημέρα της σήμερα το είπε η μαμά. Έφτυσα το νερό από το στόμα και χαμογέλασα δυνατά ώστε να μπορέσω να διακρίνω οποιαδήποτε ατέλεια είχε αφήσει το βούρτσισμα. Καθώς κοιτούσα τον δεξί κυνόδοντα άκουσα το ξυπνητήρι.
Το δωμάτιο της μαμάς ήταν δίπλα από το μπάνιο και απέναντι από το δικό μου και της Αγάπης. Στάθηκα έξω από την πόρτα της και περίμενα να με φωνάξει.
-Αγάπη, έλα μέσα να σου φτιάξω τα μαλλιά.
Αγάπη με φώναζε, όπως και εκείνη που σήμερα ήταν η ημέρα της, όπως έλεγε η μαμά, και έπρεπε τα δόντια μου και τα μαλλιά μου να είναι τέλεια σαν τα δικά της. Άνοιξα την πόρτα και αφού την καλημέρισα με ένα φιλί, κάθισα στα γόνατα μπροστά της. Η μαμά έπιασε δύο από τις χρυσαφένιες μου τούφες και ξεκίνησε να τις πλέκει μαζί με τα υπόλοιπα μαλλιά, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά της πασχαλιάς από το σαμπουάν της Αγάπης. Το προηγούμενο βράδυ με είχε λούσει με αυτό γιατί έτσι ακριβώς μύριζε και εκείνη, όπως έλεγε η μαμά.
Μετακινηθήκαμε στην ντουλάπα της Αγάπης. Το ροζ φόρεμά της με τις κόκκινες καρδούλες ήταν πλυμένο και φρεσκοσιδερωμένο. Μου το πέρασε πρώτα από το λαιμό, μετά τοποθέτησε τα χέρια μου στις τρύπες προσέχοντας να μην τσαλακωθεί, και στο τέλος κούμπωσε το φερμουάρ στην πλάτη μου.
-Γλυκιά μου, χαμογέλα, η Αγάπη λάτρευε αυτό το φόρεμα, σου πηγαίνει πολύ.
Όμως εγώ δεν ήθελα να χαμογελάσω, το φόρεμα δε μου άρεσε. Αλλά η Αγάπη λάτρευε αυτό το φόρεμα, όπως έλεγε και η μαμά, και σήμερα ήταν η ημέρα της. Της χαμογέλασα και μου φόρεσε τα παπούτσια της Αγάπης για να πάμε στο ανθοπωλείο και να πάρουμε τις τέσσερεις λευκές ορχιδέες, όπως και η ηλικία της Αγάπης εκείνη την ημέρα.
Η μαμά κρατούσε τα λουλούδια με το ένα χέρι και με το άλλο συνόδευε εμένα. Βρισκόμασταν μπροστά από τον μαρμάρινο τάφο, όπου ήταν τοποθετημένη η φωτογραφία ενός κοριτσιού με γυαλιστερά δόντια, χρυσαφένια μαλλιά πιασμένα σε μία μακριά πλεξούδα, και ένα ροζ φόρεμα με κόκκινες καρδούλες. Εκείνη ήταν η Αγάπη και όπως έλεγε η μαμά, σήμερα ήταν η ημέρα της. Η ημέρα που πριν από δέκα χρόνια η Αγάπη έχασε τη ζωή της σε ένα ατύχημα. Η ημέρα που η μαμά αποφάσισε να γεννήσει και πάλι την Αγάπη, στο δικό μου σώμα, ζητώντας από ειδικούς να εφαρμόσουν γενετική τροποποίηση σε εμένα, ώστε να μοιάζω ακριβώς όπως η Αγάπη. Η ημέρα που μου υπενθυμίζει τον θάνατο της δικής μου ζωής, και σφίγγει ακόμη περισσότερο τα σκοινιά της μαριονέττας που ξεκινώντας από την πλάτη μου καταλήγουν στα δάχτυλα της μαμάς, τα μακριά εκείνα δάχτυλα που πλέκουν με στοργή την πλεξούδα της Αγάπης».