Του Γιάννη Δράμαλη,
Μετά από μία μακροσκελή παρουσίαση κι ανάλυση των εγκλημάτων που εντάσσονται στον δημόσιο τομέα, τόσο στις βασικές μορφές τους όσο και στις παραλλαγές τους, ένα ζήτημα απομένει να εξερευνηθεί. Αυτό του εννόμου αγαθού που αυτά βλάπτουν και το οποίο αντίστοιχα προστατεύεται με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που τα τυποποιούν ως εγκλήματα.
Σε ό,τι αφορά τον προσδιορισμό του προστατευόμενου εννόμου αγαθού, θα μπορούσαν να γίνουν πολλές εικασίες. Είναι το ίδιο το Κράτος; Ίσως οι πολίτες κι η ασφάλειά τους; Είναι ασφάλεια των συναλλαγών; Στη νομική θεωρία, βέβαια, υπάρχει μία κατεύθυνση προς ένα συγκεκριμένο έννομο αγαθό. Αυτό σε μια πιο αφηρημένη κι απροσδιόριστη μορφή είναι η «καλή λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας».
Καταρχάς, κάνοντας μία παρέκβαση και βαδίζοντας στα μονοπάτια της ιστορίας για λίγο, τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη αναδείχθηκαν από επαναστάσεις, που κύριο στόχο είχαν την ανατροπή της μοναρχίας και την εδραίωση ενός συστήματος διοίκησης δίκαιου κι αποτελεσματικού, που θα αντιμετώπιζε τον καθένα ως πολίτη κι ισότιμο μέλος της κοινωνίας. Ο κύριος στόχος ήταν, δηλαδή, η ανεξαρτησία από βασιλείς κι άρχοντες, οι οποίοι είχαν τη διακριτική ευχέρεια να κάνουν ό,τι θέλουν εντός των ορίων της επικράτειάς τους. Η ανθρώπινη ζωή έπρεπε να αποκτήσει αξία, νόημα και να αναγνωριστούν τα δικαιώματα του ανθρώπου, ενώ ταυτόχρονα να τους δοθεί δυνατότητα για συμμετοχή τους στην κοινωνία. Έτσι, τη μοναρχία διαδέχτηκε το Κράτος, το οποίο υποσχόταν δικαιοσύνη, ισότητα και διαφάνεια. Αυτές ήταν τουλάχιστον στη θεωρία οι αξίες που θα έπρεπε να πρεσβεύει ένα Κράτος.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, οι αξίες αυτές στη θεωρία δεν έχουν αλλάξει. Ένα Κράτος κι ο μηχανισμός του θα πρέπει να λειτουργούν αποτελεσματικά, χωρίς καμία παρέμβαση, παραπλάνηση ή κάμψη της θέλησής τους, προκειμένου να εξυπηρετούν την κάθε ανάγκη των πολιτών. Μάλιστα, τα εγκλήματα του Δημοσίου Τομέα θεωρούνται εγκλήματα βλάβης από καθαρά θεωρητική άποψη, επειδή ακριβώς βλάπτουν το Δημόσιο Τομέα και την καλή του λειτουργία.
Μία ακόμα πτυχή του εννόμου αγαθού που προστατεύεται είναι το λεγόμενο «αχρημάτιστο» του δημοσίου υπαλλήλου και της δημόσιας υπηρεσίας γενικότερα. Σύμφωνα με τη θεωρία και συνάδοντας με αυτά που ειπώθηκαν παραπάνω, το Κράτος κι οι υπηρεσίες του έχουν καθήκον να υπηρετούν τους πολίτες δίκαια κι ισότιμα. Κι αυτός είναι μάλιστα ο μοναδικός σκοπός τους. Στον ιδιωτικό τομέα, φυσικά, που τα νομικά πρόσωπα έχουν ως σκοπό το κέρδος, αυτός που πληρώνει περισσότερο απολαμβάνει και καλύτερης και γρηγορότερης εξυπηρέτησης. Οι κρατικές υπηρεσίες, ωστόσο, όπως έχει ειπωθεί και στην περίπτωση της κατ’ επάγγελμα δωροληψίας, δεν λειτουργούν με όρους ιδιωτικού τομέα, και συνεπώς, δεν επιτρέπεται καμία μεροληπτική μεταχείριση. Είτε για νόμιμη είτε για παράνομη πράξη του, ο δημόσιος υπάλληλος βρίσκεται υπόλογος αν εμπλακεί σε δωροδοκία.
Εδώ, όμως, είναι που γίνεται κατανοητή η τρίτη και πραγματική όψη του προστατευόμενου αγαθού, θα έλεγε κανείς. Γιατί ένα Κράτος του οποίου οι υπηρεσίες δεν λειτουργούν αποτελεσματικά, αφήνοντας τους πολίτες δυσαρεστημένους κι επιτρέποντας στους υπαλλήλους του να εκμεταλλεύονται τη θέση τους, όπως οι φεουδάρχες, τι Κράτος είναι; Αξίζει να το σέβεται κανείς; Η ουσιαστική μορφή του προστατευόμενου έννομου αγαθού, λοιπόν, ως ανάμειξη και προέκταση των άλλων δύο, καθίσταται «η αξιοπιστία που εμπνέει το Κράτος κι οι υπηρεσίες του στους πολίτες». Κι υπό το πρίσμα αυτής της όψης του εννόμου αγαθού, μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να επαναστατήσουν κατά της αυθαιρεσίας εξ αρχής.
Η «ελληνική εμπειρία» αποτελεί ένα ξεκάθαρο και χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μέχρι την οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000, στις δημόσιες υπηρεσίες δεν επικρατούσε τόσο διαύγεια κι αμεροληψία, όσο καιροσκοπία και διαφθορά. Το σύνηθες ήταν η δωροδοκία των υπαλλήλων για διορισμό ή για την πραγματοποίηση μιας μάλλον παράνομης χάρης, ενώ ο νεποτισμός κι οι πελατειακές σχέσεις άνθιζαν. Μέχρι που μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και τη θέση της πολιτείας υπό ευρωπαϊκή και διεθνή επίβλεψη, αποκαλύφθηκαν οι χρόνιες αυτές παθολογίες. Ενδεικτικά, μπορεί να γίνει αναφορά στην ανυπαρξία καταλόγου με τον ακριβή αριθμό όλων των δημοσίων υπαλλήλων, ένας αριθμός που για ευνόητους λόγους ήταν προς το συμφέρον πολλών να παραμείνει άγνωστος.
Ανέκδοτο ή όχι, ήταν μια κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, πόσω μάλλον όταν τότε οι διατάξεις περί διαφθοράς στο Δημόσιο περιλάμβαναν μόνο βασικά εγκλήματα, των οποίων το πεδίο εφαρμογής ήταν πολύ περιορισμένο, λόγω της γενικότητας στη διατύπωσή τους και των κενών που μπορούσαν εύκολα να βρεθούν για την παράκαμψή τους.
Και τότε, θα μπορούσε να πει κανείς, διαπιστώθηκε η σημασία της εμπιστοσύνης που αποπνέει το Κράτος στους πολίτες του, που δεν αφορά το πόσο οι ίδιοι οι πολίτες το εμπιστεύονται, γιατί αυτό έπεται, αλλά το πόσο αξιόπιστο παρουσιάζεται το ίδιο το Κράτος στην κοινωνία. Και μέχρι τότε, φυσικά, κανένας λόγος για αξιοπιστία δε γινόταν.
Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, κι υπό πιέσεις από διεθνείς οργανισμούς, όπως η GRECO, διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο έννομης προστασίας των κρατικών υπηρεσιών από αυτούς που φιλοδοξούν είτε να κερδοσκοπήσουν, εκμεταλλευόμενοι τη θέση εργασίας τους, είτε να καταπατήσουν θεμελιώδεις αρχές και διαδικασίες μιας δίκαιης πολιτείας για να πετύχουν ιδιοτελείς σκοπούς.
Σε ό,τι αφορά τη συμβολή της GRECO, μάλιστα, ως οργανισμός που διασφαλίζει τη συμμόρφωση χωρών σε διεθνείς κανόνες κατά της διαφθοράς, οδήγησε σε μεγάλα βήματα προς την καταπολέμηση του φαινομένου στην ελληνική έννομη τάξη. Από την επιρροή που ασκήθηκε πραγματοποιήθηκαν αλλαγές και προσθήκες στις διατάξεις, όπως η οριοθέτηση ή κι η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των άρθρων 235 παρ. 1 ΠΚ και 236 παρ. 1 ΠΚ, όπου το «σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του» αντικατέστησε το «ανάγεται στα καθήκοντά του» που ίσχυε προηγουμένως, που ήταν μεν πιο συγκεκριμένο αλλά ταυτόχρονα πιο εύκολο να αποφευχθεί αν κάποιος γνωρίζει καλά τι κάνει. Άλλη μία αλλαγή ήταν η προσθήκη του άρθρου 235 παρ.3 ΠΚ, με σκοπό για ακόμη μία φορά τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων, προκειμένου να περιλαμβάνονται ακόμα περισσότερες συμπεριφορές ως αξιόποινες.
Τα εγκλήματα στον δημόσιο τομέα αποτελούν μόνο ένα πεδίο εμφάνισης του οικονομικού εγκλήματος, μιας μορφής αξιόποινων πράξεων που διαρκώς πληθαίνουν κι εξελίσσονται. Συνεπώς, οι νομοθετικές προβλέψεις για την αντιμετώπισή του οικονομικού εγκλήματος στην ελληνική έννομη τάξη έχει διανύσει σημαντική πορεία. Το πιο πιθανό, πάντως, είναι να μη σταματήσει να εξελίσσεται, αλλά η προστασία του στο μέλλον να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Υπηρεσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2001
- Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Η σύγχρονη διαμόρφωση των εγκλημάτων δωροδοκίας κατά τον Ποινικό Κώδικα. Ένα παράδειγμα μετανεωτερικού Ποινικού Δικαίου, Ποινικά Χρονικά, 2013, σελ. 321-328
- Παπακυριάκου Θεόδωρος, Το καθεστώς ειδικής-αυξημένης ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων στο ελληνικό ποινικό δίκαιο – Βασικά χαρακτηριστικά και κριτική αποτίμησης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2010
- Συμεωνίδου-Καστανίδου Ελισάβετ, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2003
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Μερικές σκέψεις για τη δωροδοκία και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Με αφορμή το βούλευμα 570/2006, Ποινικά Χρονικά, 2007, σελ. 583 επ.
- Χατζηκώστας Κωνσταντίνος, Η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010