Του Βασίλη Γκούρη,
Παρόλο που ένα μεγάλο μέρος της παλαιάς πρωτεύουσας δεν σώζεται σήμερα, μπορούμε με όσα έχουν σωθεί να κατανοήσουμε το μεγαλείο της πόλης όπου έζησαν κάποιοι από τους μεγαλύτερους ηγεμόνες του Ελληνιστικού Κόσμου. Πέραν από τη σημασία της Πέλλας ως πρωτεύουσα κατάφερε να προσελκύσει διαφόρους φιλοσόφους, καλλιτέχνες και πολιτικούς. Ένα από αυτά τα πρόσωπα ήταν και ο Ευριπίδης, ο οποίος έγραψε το τελευταίο του έργο στην Πέλλα, αφήνοντας εκεί και την τελευταία του πνοή.
Ανασκαφές στην περιοχή της Πέλλας αρχίσαν περίπου το 1914 μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν από τον Γ. Οικονόμο, αλλά σταμάτησαν για 2 χρόνια εξαιτίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ανακαλύφθηκαν διάφορα ευρήματα όπως τμήματα υστεροελληνικής οικίας με υπόγεια δεξαμενή και άλλα κινητά ευρήματα. Το 1957, κατά τη διάρκεια μίας μικρής διαμόρφωσης του ισόγειου μίας μικρής οικοδομής, αποκαλύφθηκε μια σειρά σπονδύλων ιωνικών κιόνων. Τα ευρήματα προκάλεσαν την έναρξη συστηματικών ανασκαφών. Πρώτος ο καθηγητής Φ. Πέτσας και στη συνέχεια ο Χ. Μακαρόνας ως διευθυντής των ανασκαφών, με τη συμπαράσταση της πολιτείας δια τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή ανέλαβαν δράση.
Αρπαγή της Ελένης
Η οικία της Αρπαγής της Ελένης είναι μια ιδιωτική κατοικία, η οποία βρέθηκε από αρχαιολόγους κατά τη διάρκεια ανασκαφών το 1957-64. Η έκτασή της είναι γύρω στα 2.350 τ.μ. Στο κέντρο της οικίας υπάρχει μια μεγάλη αυλή 500 τ.μ. γύρω από την οποία αναπτύσσονται τα δωμάτια και οι στοές. Έκτος από την οικία ήρθαν στο φως πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα, τα οποία πέραν από την καλλιτεχνική και αισθητική αριστεία, μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τους Μακεδόνες και την αριστοκρατία της εποχής.
Η ομώνυμη οικία πήρε το όνομά της ακριβώς από το ψηφιδωτό που κοσμούσε το δάπεδό της, το οποίο αναπαριστά την Αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα. Το ψηφιδωτό διαφέρει από τα υπόλοιπα εξαιτίας της μνημειώδους έκτασής του που δεν συνηθίζεται την εποχή αυτή. Οι αναλογίες του είναι 8,48 μέτρα μήκος και 2,84 μέτρα πλάτος.
Η παράσταση αυτή, όπως καταλαβαίνει εύκολα κανείς από τον τίτλο, απεικονίζει την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα. Ξεκινώντας από τα αριστερά του έργου, μπορούμε να παρατηρήσουμε τον Ηνίοχο Φόρβα να οδηγεί ένα εντυπωσιακό τέθριππο άρμα, το οποίο αναμένει τον Θησέα να επιβιβαστεί. Όσο προχωράμε στην παράσταση, βλέπουμε τον Θησέα να κρατάει σφιχτά την Ελένη καθώς εκείνη προσπαθεί να ξεφύγει. Η ίδια καλεί σε βοήθεια τη Δηιάνειρα που προσπαθεί να αποδράσει. Ο Φόρβας είναι ντυμένος με τον μακρύ χιτώνα, η κόμη του είναι ξανθή, παρόμοια με του Θησέα. Το εντυπωσιακά όμορφο κεφάλι του σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση εκτός από τα λίθη των ματιών τα οποία λείπουν. Το σώμα του είναι λευκό και αποδίδεται με λευκές ψηφίδες και γκρίζες για τη φωτοσκίαση. Το σώμα των αλόγων αποδίδεται με λευκές ψηφίδες και ταυτόχρονα υπάρχει και φωτοσκίαση με γκρι ψηφίδες. Οι χαίτες είναι ξανθές με κίτρινες ψηφίδες μαζί με διάφορα στίγματα από μαύρες, ενώ οι ουρές τους είναι επίσης ξανθές με άσπρες τρίχες. Ο δίφρος και τα ηνία έχουν κόκκινο χρώμα, ενώ ο τροχός και το άρμα κίτρινο.
Παρόλο που το έργο έχει υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια του χρόνου, μπορούμε ακόμα να δούμε τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη στη δημιουργία του ψηφιδωτού. Παρατηρούμε το κεφάλι του Θησέα γυρισμένο προς την Ελένη, το δεξί χέρι εκτεινόμενο προς το άρμα και, παράλληλα, από την ορμητική κίνηση που κάνει, το ιμάτιό του ανεμίζεται δίνοντας την αίσθηση έντασης και κινητικότητας. Όσον αφορά το πρόσωπό του, έχει σωθεί μόνο ο αριστερός οφθαλμός χωρίς την ψηφίδα του ματιού, η οποία θεωρείται ότι ήταν ημιπολύτιμη. Επιπλέον σώζεται και το μέτωπό του.
Τα μαλλιά του, επίσης, εικονίζονται ξανθά, ανεμίζοντας σε κυματιστούς βοστρύχους με κόκκινες και κίτρινες ψηφίδες, ενώ η φωτοσκίαση της κόμης αποδίδεται με ψημένο πηλό. Η Ελένη από την άλλη αποδίδεται έφηβη και γυμνή, με μια παρόμοια κόμη και κορμοστασιά όπως του Θησέα. Το σώμα της κρατιέται και σφίγγεται ενώ το κεφάλι της είναι στραμμένο προς τη Δηιάνειρα, απλώνοντας τα χέρια της προς αυτήν. Όπως προηγουμένως, έτσι κι εδώ υπάρχει απουσία της ψηφίδας του ματιού, η οποία πιθανόν να ήταν πολύτιμη. Ενδιαφέρον έχουν και τα βραχιόλια που κοσμούν τους καρπούς των χεριών της που αποδίδονται κίτρινες ψηφίδες. Η σάρκα αποδίδεται λευκή και τονίζεται με φωτοσκίαση.
Η Δηιάνειρα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή στην όλη σύνθεση. Απεικονίζεται τη στιγμή που διαφεύγει από τον Θησέα και απλώνει τα χέρια της προς την Ελένη απελπισμένη να τη βοηθήσει, αλλά παράλληλα και να επιβιώσει. Βλέπουμε ξεκάθαρα τη συγκλονιστική έκφραση στο πρόσωπό της που δηλώνει μια συλλογή συναισθημάτων, φόβου, πόνου και θλίψης. Παρόλη την εντυπωσιακή αυτή παράσταση και ικανότητα του καλλιτέχνη να αποδώσει μια τέτοια σκηνή, η οποία σπάνια αποδιδόταν στην αρχαιότητα, υπάρχουν ακόμα κάποια προβλήματα σχετικά με την ερμηνεία της. Ο ηνίοχος του τεθρίππου στον μύθο αυτό δεν ήταν ο Φόρβας, αλλά ο Πειρίθους, και επίσης το όνομα Δηιάνειρα συνδέεται με αυτό της συζύγου του Ηρακλή, δηλαδή ανήκει σε μια τελείως διαφορετική μυθολογική αφήγηση. Επιπλέον, η Δηιάνειρα δεν ταιριάζει με την υπόλοιπη σύνθεση του έργου, καθώς τα χαρακτηριστικά των εκφράσεών της είναι ασυνήθιστα σε μια τέτοια τύπου παράσταση.
Σε έργα αρπαγής συνήθως η γυναικεία μορφή απεικονίζεται με ένα συναίσθημα έκπληξης και όχι αυτό του φόβου και της θλίψης. Σχετικά με το ιμάτιό της, το οποίο αφήνει ακάλυπτο το απάνω μέρος του σώματός της, μοιάζει αρκετά με την ενδυμασία της Λαοδάμειας. Υπάρχουν, ακόμη, ομοιότητες στις χειρονομίες της μορφής, τη συναισθηματική έκφραση του προσώπου καθώς και ο τύπος της κεφαλής είναι επίσης παρόμοιος. Με βάση αυτά τα στοιχεία μπορούμε να υποθέσουμε ότι και η Δηιάνειρα και η Λαοδάμεια έχουν το ίδιο ζωγραφικό πρότυπο, έτσι ώστε ο μαρμάρινος πίνακας στη Νεάπολη να εμπνεύστηκε από τον Μύθο του Ηρακλή και του Κένταυρου Νέσσου, ενώ ο ψηφοθέτης της Πέλλας χρησιμοποιεί τον τύπο της Δηιάνειρας στον μύθο της Αρπαγής της Ελένης. Αυτό βεβαίως δεν εξηγεί τον λόγο που το όνομα της Δηιάνειρας παραμένει, καθώς ο ψηφοθέτης θα μπορούσε απλά να χρησιμοποιήσει τη μορφή της με διαφορετικό όνομα.
Με βάση αυτές τις πληροφορίες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το έργο δεν αποτελείται από κάποια σκηνή επινοημένη από τον καλλιτέχνη, αλλά είναι δάνειο από κάποια άλλη σύνθεση του 4ου αι π.Χ. Βέβαια παραμένει ακόμα ένα θαυμάσιο έργο τέχνης που αντικατοπτρίζει τη μεγάλη εξέλιξη που πραγματοποιήθηκε κατά τα ελληνιστικά χρόνια.
Διόνυσος επί Πάνθηρα
Η οικία του Διονύσου αναλογείται ακόμα μεγαλύτερη, περίπου στα 3160 τ.μ. και αποτελείται από δύο ανεξάρτητα τμήματα με μια μεγάλη κοινή είσοδο στο μέσο της ανατολικής πλευράς η οποία αποτελείται από δυο τμήματα, το πρόθυρο και το θυρωρείο. Στο νότιο τμήμα της οικίας υπάρχει μια μεγάλη αυλή περίπου 300 τ.μ. γύρω από την οποία αναπτύσσονται οι στοές και τα δωμάτια σε σχήμα Π. Στη βόρεια πλευρά αυτού του τμήματος υπάρχει ένας προθάλαμος στολισμένος με ψηφιδωτό με γεωμετρικά κοσμήματα και του ανδρώνα με το ψηφιδωτό του κυνηγιού του Λέοντα. Στη δυτική πτέρυγα υπάρχει επίσης ένα σύνολο από προθάλαμο, το οποίο είναι στολισμένο με γεωμετρικά κοσμήματα και ο ανδρώνας με το ψηφιδωτό του Διονύσου από που έχει πάρει και την ονομασία της η κατοικία.
Η παράσταση εικονίζει τον Θεό Διόνυσο να κάθεται πάνω σε έναν πάνθηρα, κρατώντας στο αριστερό χέρι του έναν θύρσο, στο δεξί αγκαλιάζει τον λαιμό του πάνθηρα ο οποίος εικονίζεται σε ορμητική κίνηση προς τα αριστερά από όπου είναι στραμμένη και η κεφαλή του Θεού. Ο Θεός αποδίδεται με ένα απαλό λευκό σώμα το οποίο συνδέεται άψογα με τη σάρκα του πάνθηρα. Για την αποτύπωση του σώματος παρατηρούμε τη χρήση λευκών ψηφίδων μαζί με γκρι για τη φωτοσκίαση. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα βραχιόλια που φορεί, με ένα από αυτά στο πόδι να απεικονίζεται με διάφορες κίτρινες ψηφίδες.
Το περίγραμμα και οι λεπτομέρειες της κεφαλής του αποδίδονται με λεπτά μολύβδινα ελάσματα, μια λεπτή ταινία από καμένο πηλό αποδίδει το πάνω μέρος του κάνθου και μια παχύτερη το φρύδι. Ο οφθαλμός που πλέον είναι χαμένος, πιθανόν να είκαζε μια πολύτιμη ψηφίδα. Με λεπτομέρεια αποδίδονται τα χέρια και τα πόδια του θεού, με λεπτά και μολύβδινα ελάσματα .Στο κεφάλι του Διονύσου είναι επίσης τοποθετημένο ένα στεφάνι, το οποίο αποδίδεται με μικρές στρογγυλές ψηφίδες και κοσμούταν από πράσινο χρώμα παλαιοτέρα, όπως και ο θύσανος του θύρσου. Η κόμη του εικονίζεται ξανθή με κοχλιωτούς βοστρύχους όπου αποδίδονται με ταινίες από ψημένο πηλό.
Ο Πάνθηρας εμφανίζεται να αποδίδεται με λευκές ψηφίδες ποικιλμένος με μεγάλα μαύρα στίγματα από μαύρες ψηφίδες. Οι πλαστικοί όγκοι διαγράφονται με γκρίζες γραμμές και τονίζονται με μία ελαφρά φωτοσκίαση. Το πεδίο του τόπου είναι άδειο και δεν δηλώνεται με κάποιον τρόπο.
Μέσα από τη μελέτη των κατοικιών μπορούμε να κατανοήσουμε ότι ανήκαν σε πλούσιους ανθρώπους της εποχής, σε μια τάξη ευγενών, οι οποίοι χορήγησαν τα ψηφιδωτά που διακοσμούν τα δάπεδά τους. Πιθανώς κάποιοι από αυτούς να συμμετείχαν και στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Το μέγεθος των οικιών καιψηφίδεςύπαρξη δεύτερου ορόφου επεκτείνει ακόμα περισσότερο τη μεγαλειότητα τους. Αυτή η άνθηση των οικιών, της τέχνης και του πλούτου στην Πέλλα μπορεί να αποτελέσει μια σαφή μαρτυρία για τον πλούτο που εισέπραξαν οι Μακεδόνες με την εκστρατεία κατά των Περσών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χ. Μακαρόνας & Ε. Γιούρη (1989), Οι οικίες αρπαγής της Ελένης και του Διονύσου της Πέλλας, Αθήνα, Εκδόσεις Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρία
- Μ. Σιγανίδου & Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη (1996), Η πρωτεύουσα των Μακεδόνων, Αθήνα, Εκδόσεις Υπουργείο Πολιτισμού
- Μ. Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, Ιω.Μ. Ακαμάτης, Α. Χρισοστόμου& Π. Χρισοστόμου (2011), Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας, Αθήνα, Εκδόσεις Eurobank