Της Μαρίας Μπαλαούρα,
Η μουσική αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόκειται για μια τέχνη, μέσω της οποίας εκφράζονται σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις, που αποτυπώνονται σε στίχους και «ταξιδεύουν» με τη μελωδία. Τα είδη πολλά και διαφορετικά, όμως, υπάρχει ένα, το οποίο ξεχωρίζει περισσότερο απ’ όλα.
Ο λόγος γίνεται για τη μουσική των ρεμπετών. Η μουσική του «μάγκα» με το μπουζούκι και τη βαριά, μπάσα φωνή. Ένα είδος που ξεκίνησε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και έφερε στο φως τις πτυχές της καθημερινής ζωής πολλών ανθρώπων κατώτερων τάξεων, οι οποίοι ζούσαν στα λιμάνια —Πειραιάς, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη κλπ.—, σε κακόφημα σοκάκια, μέσα στη φτώχεια και τις κακουχίες.
Στην Ελλάδα, η ρεμπέτικη μουσική υπήρχε, ήδη, από το 1834 και χαρακτηριζόταν από τον μακρόσυρτο ρυθμό και την απλότητα, τόσο στους στίχους όσο και στον ρυθμό. Τα τραγούδια μιλούσαν για τον έρωτα, αλλά και για τη φυλακή, τα ναρκωτικά, την ξενιτιά κλπ. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι πρόσφυγες, ερχόμενοι στην Ελλάδα, μετέφεραν και τη μουσική τους κουλτούρα. Έτσι, τα ρεμπέτικα άρχισαν να εμπλουτίζονται με ανατολίτικα στοιχεία.
Πολλοί είναι οι καλλιτέχνες οι οποίοι διέδωσαν στην Ελλάδα την απαγορευμένη τότε μουσική. Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε τον «πατέρα του ρεμπέτικου», Μάρκο Βαμβακάρη. Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το 1905 στη Σύρο. Σε ηλικία 15 ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου δούλευε ως λιμενεργάτης και αργότερα ως εκδορέας σε σφαγεία. Το 1934, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Ανέστης Δελιάς και ο Στράτος Παγιουμτζής δημιούργησαν το πρώτο ρεμπέτικο συγκρότημα στην Ελλάδα. Τα τραγούδια του Βαμβακάρη γνώρισαν τεράστια επιτυχία και ο ίδιος αγαπήθηκε πολύ από το κοινό του. Περίοδος ακμής, τόσο για τη ρεμπέτικη μουσική όσο και για τον ίδιο, αποτέλεσαν τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μερικά από τα πιο δημοφιλή και πολυπαιγμένα τραγούδια του είναι η «Φραγκοσυριανή» —ένα πολυαγαπημένο τραγούδι το οποίο, όμως, έγινε γνωστό 25 χρόνια αργότερα, ντυμένο με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση—, το «Ζιγκοάλα», εμπνευσμένο από την πρώτη του σύζυγο, το «Μινόρε της Αυγής», ο «Αλανιάρης» και πολλά άλλα.
Στενός συνεργάτης του Μάρκου Βαμβακάρη υπήρξε —μεταξύ άλλων— ο Γιώργος Τσώρος, γνωστός αλλιώς ως Γιώργος Μπάτης ή Αμπάτης, σπουδαίος «μάγκας του Πειραιά», ο οποίος ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική τη δεκαετία του ‘30. Δυστυχώς, η δισκογραφία του είναι πολύ μικρή, ακόμα και αν είχε ξεκινήσει λίγο καιρό πριν τον Βαμβακάρη, καθότι ο Μπάτης —όπως και πολλοί άλλοι ρεμπέτες— αρνήθηκε τη επιβεβλημένη από τον Μεταξά λογοκρισία στα τραγούδια τους και έτσι έπαψαν να ηχογραφούν νέα κομμάτια.
Τα τραγούδια «Το βαπόρι από την Περσία», «Με παρέσυρε το ρέμα», «Είμαστε αλάνια» και σίγουρα πολλά άλλα είναι γνωστά ακόμα και σ’ όσους δεν αγαπούν ιδιαίτερα το συγκεκριμένο είδος. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ωστόσο, είναι μεγάλη αξία, όχι μόνο για τη ρεμπέτικη μουσική, αλλά και, γενικότερα, τη μουσική κληρονομιά της Ελλάδας. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915, όμως, είχε ηπειρώτικη καταγωγή. Από μικρή ηλικία, αγάπησε πολύ τη μουσική, ενώ ήταν αυτοδίδακτος στο μπουζούκι, στο παίξιμο του οποίου ήταν αξιοθαύμαστος. Γνώρισε πολύ μεγάλη αγάπη από τον κόσμο, ειδικά μετά το τέλος της Κατοχής. Συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του είδους, ενώ το ταλέντο και το έργο του επιδέχεται μεγάλης αγάπης μέχρι και σήμερα.
Κορυφαία φωνή του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού υπήρξε και η Σωτηρία Μπέλλου, η οποία συνεργάστηκε στενά με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Απ’ αυτή τη συνεργασία προέκυψαν και οι μεγαλύτερες επιτυχίες της: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα». Τα τραγούδια αυτά την καθιέρωσαν στον χώρο της λαϊκής μουσικής.
Η λίστα των καλλιτεχνών, των οποίων το όνομα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη ρεμπέτικη μουσική, είναι πολύ μεγάλη. Παραπάνω αναφέρθηκαν λίγα μόνο από τα πιο γνωστά ονόματα του χώρου, των οποίων τα τραγούδια έκαναν ευρέως γνωστή και αγαπητή τη ρεμπέτικη μουσική από τότε μέχρι και σήμερα. Σ’ αυτό το σημείο, δεν πρέπει να παραλείψουμε τη συμβολή δύο σπουδαίων προσώπων: του Ηλία Πετρόπουλου και του Μίνου Μάτσα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ποιητής και ερασιτέχνης λαογράφος, μελέτησε με πάθος τη ζωή όσων βρίσκονταν στο περιθώριο. Έζησε με ανθρώπους κοινωνικά κατατρεγμένους, ιερόδουλες, ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και ρεμπέτες. Χάρη στο έργο του, έχουν διασωθεί σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή μιας μερίδας ανθρώπων, των οποίων η ιστορία θα είχε ξεχάσει. Όσον αφορά τον Μίνω Μάτσα (παππού του συνονόματου Μίνου Μάτσα), ο τραγουδιστής Τάκης Μπίνης αναφέρει «Αν δεν υπήρχε ο Μίνως Μάτσας, δεν θα υπήρχε το ρεμπέτικο τραγούδι». Ο Μίνως Μάτσας ήταν διευθυντής της εταιρείας Odeon-Parlophone και ήταν εκείνος, ο οποίος με περίσσιο θάρρος εξέδωσε πρώτος τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων συνθετών ρεμπέτικης μουσικής, ενώ ο ίδιος έγραψε τους στίχους για το «Μινόρε της Αυγής», «Ο Αντώνης ο βαρκάρης» κι άλλα.
Η ρεμπέτικη μουσική, η μουσική του υποκόσμου, του τεκέ και του «μάγκα», πλέον, προστατεύεται από την UNESCO ως μέρος της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Σήμερα, πολλά μαγαζιά σ’ όλη την Ελλάδα υμνούν τη ρεμπέτικη μουσική και την κρατούν, ακόμα, ζωντανή μέσα από τις ορχήστρες τους, εξαιτίας της αγάπης των θαυμαστών της «αλανιάρικης» μουσικής, αλλά και των σπουδαίων προσώπων που τη γέννησαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το Ρεμπέτικο τραγούδι, mousikes-diadromes.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ρεμπέτικο: Το μεγάλο μας ντέρτι, gazzetta.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑΣ Τα Ρεμπέτικα + FADO: TANGO: BLUES, more.com, διαθέσιμο εδώ