Του Θεμιστοκλή Καγκέλη,
Ο πόλεμος της Λιβονίας (1558–1583) ήταν μια περίπλοκη και παρατεταμένη σύγκρουση που διεξήχθη κυρίως μεταξύ της Ρωσίας, του Βασιλείου της Πολωνίας, του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, της Σουηδίας και, τέλος, της Δανίας, για τον έλεγχο της περιοχής της Λιβονίας, η οποία αντιστοιχεί περίπου στη σημερινή Λετονία και Εσθονία. Αυτός ο πόλεμος θεωρείται συχνά ως μέρος του ευρύτερου αγώνα για κυριαρχία στην περιοχή της Βαλτικής και είχε μακροχρόνιες επιπτώσεις στο πολιτικό τοπίο της Ανατολικής Ευρώπης. Θα ξεκινήσουμε την εξιστόρηση με τα αίτια και τις συνθήκες που τον πυροδότησαν.
Στα μέσα του 16ου αιώνα, η περιοχή της Λιβονίας χωρίστηκε σε πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Λιβονικού Τάγματος (παρακλάδι του Τευτονικού Τάγματος), του Δουκάτου της Κούρλαντ και του Βασιλείου της Πολωνίας (το οποίο ασκούσε μεγάλη επιρροή στη Λιθουανία). Ωστόσο, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1550, αυτή η κατακερματισμένη πολιτική κατάσταση δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που η Ρωσία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί. Ο Τσάρος Ιβάν Δ’ (Ιβάν ο Τρομερός) είχε ως στόχο να επεκτείνει την επιρροή της Ρωσίας και να εξασφαλίσει την πρόσβαση στη Βαλτική Θάλασσα, η οποία ήταν ζωτικής σημασίας για το εμπόριο και τη στρατιωτική στρατηγική εκείνη την εποχή. Για τον σκοπό αυτό, ξεκίνησε μια εισβολή στη Λιβονία το 1558, ξεκινώντας τον πόλεμο.
Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι δυνάμεις του Ιβάν γνώρισαν σημαντική επιτυχία. Η Ρωσία κατέλαβε γρήγορα τον έλεγχο μεγάλου μέρους της Λιβονίας, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών πόλεων όπως η Νάρβα και το Πσκοφ, και το Λιβονικό Τάγμα, ήδη αποδυναμωμένο από τις εσωτερικές διαιρέσεις και την πίεση τόσο των Καθολικών Αψβούργων όσο και των προτεστάντων, απέτυχε να αναπτύξει μια αποτελεσματική άμυνα. Η στρατηγική του Ιβάν περιλάμβανε την εγκαθίδρυση ενός προτεκτοράτου στη Λιβονία, ώστε μετέπειτα να αναγκάσει τους ευγενείς της Λιβονίας να αποδεχθούν τη ρωσική επικυριαρχία.
Ωστόσο, η πολιτική κατάσταση ήταν πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι περίμενε ο Ιβάν. Η Λιβονία δεν ήταν απλώς ένας στόχος για τη Ρωσία, αλλά και μια περιοχή ενδιαφέροντος για τις γειτονικές δυνάμεις, ιδιαίτερα την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, τη Σουηδία και τη Δανία. Η στρατηγική αξία της περιοχής και η γειτνίασή της με τις λοιπές ευρωπαϊκές δυνάμεις έκαναν τη σύγκρουση να κλιμακωθεί πολύ γρήγορα πέρα από μια απλή ρωσική εισβολή.
Στην ιστορία κυριαρχεί το απροσδόκητο. Έτσι έγινε και το 1561, όταν το Λιβονικό Τάγμα ουσιαστικά κατέρρευσε και μεγάλο μέρος της περιοχής έγινε μέρος της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας υπό την ηγεσία του βασιλιά Σιγισμούνδου Β’ Αυγούστου. Η Πολωνία, ως καθολική δύναμη, προσπάθησε να απωθήσει την επέκταση της Ρωσίας και να διατηρήσει την επιρροή της στη Βαλτική. Η Λιθουανία, από την άλλη, μέρος της Κοινοπολιτείας, είχε ιστορικούς δεσμούς με την περιοχή και προσπάθησε να διεκδικήσει τον έλεγχό της στα πρόσφατα προσαρτημένα εδάφη.
Έτσι, η εμπλοκή της Πολωνίας μετατόπισε τη σύγκρουση σε έναν πολυμέτωπο πόλεμο. Η Πολωνία και η Ρωσία άρχισαν να συγκρούονται άμεσα, αλλά παράλληλα, η Πολωνία έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη παρουσία της Σουηδίας, η οποία είχε κι αυτή εδαφικές φιλοδοξίες στην περιοχή. Ο Σουηδός βασιλιάς Ερρίκος ΙΔ’ είδε τον πόλεμο ως μια ευκαιρία να επεκτείνει τη σουηδική επιρροή και να εξασφαλίσει μια ισχυρή βάση στη Βαλτική. Η Σουηδία μπήκε στον πόλεμο το 1561 και επικεντρώθηκε στην κατάληψη των ανατολικών τμημάτων της Λιβονίας. Εκτός αυτού, και η Δανία υπό τον Φρειδερίκο Β’, είχε επίσης εμπλακεί σε περιφερειακές διαμάχες. Αν και δεν έπαιξε τόσο κεντρικό ρόλο όσο η Σουηδία ή η Πολωνία, η συμμετοχή της Δανίας πρόσθεσε πολυπλοκότητα στο γεωπολιτικό τοπίο, μιας και υποστήριξε περιστασιακά τις πολωνικές προσπάθειες απέναντι στη ρωσική επέκταση.
Βασική στιγμή στον πόλεμο ήταν η Πολιορκία του Πσκοφ το 1581. Οι ρωσικές δυνάμεις υπό τον Ιβάν τον Τρομερό πολιόρκησαν την πόλη, ελπίζοντας να σπάσουν την πολωνική αντίσταση. Ωστόσο, η πολιορκία τελικά ήταν άκαρπη και σηματοδότησε την αρχή μιας αργής παρακμής για τις στρατιωτικές φιλοδοξίες του Ιβάν. Καθώς οι ρωσικές δυνάμεις πάλευαν με εσωτερικές εξεγέρσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξεγέρσεων των Κοζάκων, ο Ιβάν ο Τρομερός πεθαίνει το 1584 και αφήνει ανάξιους διαδόχους, που ήταν ανίκανοι να συνεχίσουν το έργο του. Στο άλλο μέτωπο, η Σουηδία αναδεικνύεται ως η κυρίαρχη δύναμη στη Βαλτική και η Συνθήκη της Plussa το 1583 τερματίζει επίσημα τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Σουηδίας, με τη Ρωσία να παραχωρεί τον έλεγχο πολλών σημαντικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων τμημάτων της περιοχής γύρω από τη Νάρβα.
Συνολικά, ο πόλεμος είχε σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες για την περιοχή, καθώς η Ρωσία απέτυχε να δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα στη Βαλτική και θα συνέχιζε να «ζορίζεται» με τα δυτικά της σύνορα για τον επόμενο αιώνα. Όσο για τη Σουηδία, αναδείχθηκε ως η κυρίαρχη δύναμη στη Βαλτική, εξασφαλίζοντας σημαντικά εδάφη που αργότερα θα αποτελούσαν τον πυρήνα της Σουηδικής Αυτοκρατορίας τον 17ο αιώνα. Και τέλος, η Πολωνία-Λιθουανία διατήρησε κάποιο έλεγχο σε τμήματα της Λιβονίας, αλλά η σύγκρουση εξάντλησε περαιτέρω τους πόρους της Κοινοπολιτείας, θέτοντας το υπόβαθρο για την τελική παρακμή της τον 17ο αιώνα. Συνεπώς, ο πόλεμος της Λιβονίας ήταν ένα κρίσιμο επεισόδιο στην ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, που συνέβαλε στη μεταβαλλόμενη δυναμική ισχύος στη Βαλτική και που στιγμάτισε το γεωπολιτικό τοπίο για τις επόμενες δεκαετίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λιβονικός Πόλεμος, history-maps.com, διαθέσιμο εδώ
- The later sixteenth century, web.archive.org, διαθέσιμο εδώ
- The Οrigin of the Livonian War 1558, web.archive.org, διαθέσιμο εδώ