Της Μάρας Βιτσαξάκη,
Το Filth, στα ελληνικά μεταφράζεται ως «διαφθορά» ή «βρωμιά», κυκλοφόρησε το 2013 και βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Irvine Welsh. Η ταινία είναι αρκετά «βαριά» και ο θεατής είτε θα τη λατρέψει είτε θα τη μισήσει. Στο συγκεκριμένο άρθρο, γίνεται μία περισσότερο νοηματική ανάλυσή της, οπότε εμπεριέχονται spoilers. Η ταινία έχει διάρκεια μιάμιση ώρα, έχει πολλή πληροφορία και σε αφήνει με την επίγευση μίας στιγμιαίας δυνατής «μπουνιάς» στο πρόσωπο.
Η πρώτη σκηνή ανοίγει με την Carole, τη σύζυγο του πρωταγωνιστή Bruce, να κάνει έναν μονόλογο, ενώ απευθύνεται στην κάμερα, δηλαδή στο κοινό, και να εξηγεί ότι ο Bruce, ο οποίος είναι Ντετέκτιβ, είναι υποψήφιος —μεταξύ άλλων— για προαγωγή. Η Carole, η οποία είναι ντυμένη με βραδινά ρούχα, αναφέρει ότι η προαγωγή αυτή αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να επιστρέψει στον Bruce, είναι ασαφές, όμως, ακόμα το τι συμβαίνει μεταξύ τους. Η Carole εμφανίζεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, μόνο τη νύχτα. Αναφέρεται, συνεχώς, στον Bruce και απευθύνεται μονίμως στην κάμερα.
Στην αμέσως επόμενη σκηνή συναντάμε τον Bruce, ο οποίος βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα, μεταξύ των συναδέλφων και υποψηφίων για τη θέση και εξηγεί μέσω ενός εσωτερικού μονολόγου, ότι, τόσο η παρούσα επικείμενη προαγωγή όσο και όλα τα ζητήματα της ζωής του, αποτελούν γι’ αυτόν ένα παιχνίδι που πρέπει να κερδηθεί πάση θυσία και φυσικά, ασχέτως, ηθικών ή ανήθικων μέσων. Εδώ διατυπώνεται και η σημαντικότερη ατάκα της ταινίας, “same rules apply”, η οποία θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Απ’ το πρώτο λεπτό της ταινίας είναι εμφανές ότι ο Bruce είναι ένας αλκοολικός, ανήθικος, διεφθαρμένος —και κυρίως πνευματικά διεφθαρμένος— ντετέκτιβ, ο οποίος, μάλιστα, πάσχει από διπολική διαταραχή. Εμπλέκεται σε μυστικές ερωτικές συνευρέσεις με συζύγους των συναδέλφων του, ενώ μία εξ’ αυτών —η οποία, μάλιστα, είναι σύζυγος του κοντινότερού του φίλου, του Bladesey— την παρενοχλεί και τηλεφωνικώς, υποκρινόμενος κάποιον άλλο. Χειρίζεται όλους τους συναδέλφους του με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα, στρέφοντας τον έναν έναντι του άλλου, υποσκάπτοντας και σαμποτάροντάς τους, προκειμένου να προαχθεί ο ίδιος. Ακόμη, κάθε φορά που σαμποτάρει κάποιον ή διαπράττει οτιδήποτε «ανήθικο», κοιτάει σαρκαστικά την κάμερα, διαλύοντας έτσι τον «τέταρτο τοίχο».
Η μοναδική στιγμή ευαισθησίας μέχρι στιγμής εμφανίζεται έμμεσα, όταν ενοχλείται με μία ερώτηση σχετικά με τη γυναίκα του και το παιδί του, και κατά δεύτερον, όταν προσπαθεί να σώσει έναν άγνωστο, που πεθαίνει στον δρόμο. Καθώς, μάλιστα, προσπαθεί να τον επαναφέρει στη ζωή, βιώνει ένα flashback από ένα νεκρό παιδί, τον Davie, που κείτεται στο έδαφος, ενώ μας είναι άγνωστη ακόμα η σχέση τους. Τέλος, στο ανθοπωλείο βλέπει το στεφάνι με την επιγραφή “Dad” κι είναι πασιφανής η συγκίνησή του, η οποία, όμως, προσομοιάζει περισσότερο με δυσφορία, παρά με θλίψη, για λόγους οι οποίοι γίνονται προφανείς παρακάτω.
Ο Bruce υποφέρει από παραισθήσεις, βλέπει τον Davie στον καθρέφτη, τους συναδέλφους του με κεφάλια ελέφαντα και τον εαυτό του με μορφή γουρουνιού, γεγονός που προφανώς υποδηλώνει την υποσυνείδητη αυτοεικόνα του, τη βρωμιά, η οποία τον χαρακτηρίζει. Μαθαίνουμε ότι τον παρακολουθεί ψυχίατρος, ο οποίος, μάλιστα, του έχει χορηγήσει φαρμακευτική αγωγή, την οποία ο Bruce παραλείπει συστηματικά και την αντικαθιστά με την κοκαΐνη και το αλκοόλ, εντείνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις παραισθήσεις του. Ακολουθεί μία πολύ σημαντική παραίσθηση με τον ψυχίατρό του, η οποία μάς αποκαλύπτει τις βαθύτερες, συστατικές απόψεις του Bruce, καθώς πραγματοποιείται μία συζήτηση μεταξύ τους, στην οποία ο ψυχίατρος του λέει εμφατικά ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανέναν, φανερώνοντας έτσι τη δυσπιστία του απέναντι στους πάντες, μέχρι και στον ίδιο του τον εαυτό, “trust not your friends, not your family, not yourself Bruce, especially not yourself”. Ο ψυχίατρος συμβολίζει το υποσυνείδητο του Bruce, το οποίο του υπενθυμίζει συνέχεια πόσο διεφθαρμένος είναι ψυχικά.
Πρέπει να αναφερθεί, ότι όσο περνάει η ταινία τόσο πληθαίνουν οι παραισθήσεις του Bruce, όπως και οι στιγμές που εκδηλώνει ευαισθησία κι ευαλωτότητα, αποδεικνύοντας ότι έχει επιβιώσει ένας βαθμός ανθρωπιάς μέσα του. Για παράδειγμα, όταν τον βρίσκει η Marry, η σύζυγος της οποίας τον άνδρα προσπάθησε να σώσει, του γνωρίζει τον μικρό της γιο και του δίνει ένα κασκόλ, το οποίο έπλεξε γι’ αυτόν, λέγοντάς του ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος, ο Bruce δυσφορεί. Πιστεύει ότι δεν του αξίζει αυτή η διάκριση, καθώς έχει την επίγνωση ότι είναι πραγματικά ένα αδίστακτο κάθαρμα. Η Marry συμβολίζει τη συνείδηση, την οποία υποβόσκει ακόμα μέσα στον Bruce, στο πρόσωπο της Marry βρίσκεται η τελευταία του, ίσως, ευκαιρία να λυτρωθεί και να βγει απ’ τον λάκκο, στον οποίο φαίνεται να βυθίζεται όλο και βαθύτερα. Ακολουθεί η σκηνή που τον βλέπουμε για πρώτη φορά να κλαίει, ενώ βλέπει ένα βίντεο με την Carole και την κόρη του, συνθήκη, όμως, που προσπαθεί άμεσα να καταπνίξει κι έτσι, σηκώνει το τηλέφωνο για να παρενοχλήσει ξανά τηλεφωνικώς τη σύζυγο του φίλου του. Επιπλέον, όταν στο ταξίδι ο Bladesey υποφέρει από μία κρίση, η οποία μάλλον προκλήθηκε απ’ τα ναρκωτικά, τα οποία του χορήγησε κρυφά ο Bruce, ο δεύτερος δεν αντέχει να ακούει τις φωνές του και να τον βλέπει να βασανίζεται, κι έτσι, αποχωρεί απ’ το δωμάτιο. Φυσικά, αμέσως βλέπει σε παραίσθηση τον εαυτό του ως γουρούνι.
Στη συνέχεια, στην τελευταία παραίσθηση του Bruce με τον ψυχίατρο, μαθαίνουμε ότι ο μικρός Davie ήταν ο μικρός του αδερφός και πέθανε εξαιτίας του Bruce, όταν βρίσκονταν οι δυο τους σ’ ένα βουνό, ο δεύτερος τον έσπρωξε εν μέσω μίας διαφωνίας, με αποτέλεσμα ο Davie να πέσει μέσα σε κάρβουνα, να πάθει ασφυξία απ’ αυτά και να πεθάνει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξηγείται και ο λόγος, για τον οποίον ο Bruce αγανακτά πάρα πολύ στη θέαση ανθρώπων, οι οποίοι δυσκολεύονται να αναπνεύσουν, όπως στην κρίση του Bladesey και στον άγνωστο που προσπαθούσε να σώσει.
Ακόμη, μέσω της παραίσθησης φανερώνεται ότι ο Bruce ως παιδί ζήλευε πάρα πολύ τον αδερφό του. Παρ’ όλα αυτά, δεν τον σκότωσε σκοπίμως. Υποφέρει απ’ τις ενοχές και, πράγματι, όταν ήταν παιδί ήθελε να βρίσκεται στη θέση του αδερφού του και να είναι αυτός ο αγαπημένος γιος του πατέρα του όμως τώρα, περισσότερο από ποτέ, θα επιθυμούσε να βρίσκεται στη θέση του αδερφού του, δηλαδή να είναι νεκρός. Βλέπει παντού πίνακες με σκουλήκια, ο ψυχίατρος μεταμορφώνεται σε σκουλήκι, γεγονότα που αποτελούν μεταφορά. O Bruce είναι σάπιος μέσα του. Ο ψυχίατρος του φωνάζει “You are filth!” και η παραίσθηση τελειώνει.
Ακολούθως, εμπλέκεται σε διαπληκτισμό με τη συνάδελφό του, Amanda, κι ενώ είναι έτοιμος να χειροδικήσει, σχεδόν αμέσως, συνέρχεται και της ζητάει συγγνώμη, φανερά μετανιωμένος. Ο Bruce ξεσπά ξανά σε κλάματα και της λέει ότι κάποτε ήταν καλός άνθρωπος. Μάλιστα, δηλώνει πως νομίζει ότι τον παράτησε η οικογένειά του, αποδεικνύοντας ότι έχει χάσει πλήρως τον έλεγχο της ζωής του. Ωστόσο, εκδηλώνει ευαισθησία και γίνεται ευάλωτος, θυμώνει με τον εαυτό του και το ύφος του αλλάζει εξαπίνης εντελώς, βρίζει την Amanda.
Στο μεγάλο plot twist της ταινίας, φανερώνεται ότι ο Bruce ντύνεται κάθε βράδυ, όπως η Carole και βγαίνει έξω. Βρίσκεται σε άρνηση κι έτσι, μιλάει γι’ αυτόν, όπως θα ήθελε να μιλάει η πρώην σύζυγός του. Κάθε νύχτα ντύνεται, όπως εκείνη, προκειμένου —όπως ειπώθηκε κι απ’ τον ίδιο— να την κρατήσει κοντά του. Η μεγαλύτερή του παραίσθηση, όμως, την οποία έχει δημιουργήσει με κόπο μόνος του, είναι ότι άπαξ και προαχθεί, η οικογένειά του θα επιστρέψει σ’ αυτόν. Δε γνωρίζουμε τον λόγο, εξαιτίας του οποίου τον εγκατέλειψαν. Υποθέτουμε ότι ίσως είχε κακοποιήσει την Carole. Δε γίνεται σαφές, εάν ο Bruce άλλαξε αφότου τον παράτησαν ή το αντίστροφο. Στην τελευταία έξοδό του ως Carole σπρώχνει τον συμμορίτη που επιχειρούσε να τον βιάσει απ’ το παράθυρο και τον σκοτώνει, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν όλες του οι πλεκτάνες.
Τέλος, στο supermarket συναντά τυχαία την Carole με την κόρη τους και τον νέο σύντροφό της. Η Carole τον κοιτάει τρομαγμένη, παίρνει την κόρη της και αποχωρεί βιαστικά. Αμέσως μετά, συναντά τη Marry και την παρακαλεί να μη φύγει, “Don’t leave”, εκείνη, όμως, δίχως να του απαντήσει, φεύγει. Αυτή ήταν και η τελευταία προσπάθεια του Bruce. Καθώς έφευγε η Marry, αυτός εγκατέλειψε την τελευταία του ελπίδα, παραιτήθηκε από τη ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν άκουσε και το επακόλουθο μήνυμα που βρήκε στον τηλεφωνητή του.
Ο Bruce πάει σπίτι του, πλένεται, ξυρίζεται, ντύνεται με τη στολή της υπηρεσίας του και βιντεοσκοπεί ένα τελευταίο μήνυμα για τον Bladesey. Στο μεταξύ, η Marry του αφήνει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, στο οποίο του δηλώνει ότι θα περάσει με τον γιο της απ’ το σπίτι του για μεσημεριανό. Ο Bruce λέει στο βίντεο παραινετικά στον φίλο του, “I’m scared of the world, just don’t let people see it, that’s all. And that‘s what the games are“, φανερώνοντας ότι πραγματικά καταπίεζε τα συναισθήματά του, διότι δεν ήθελε να εμφανίζεται ως ευάλωτος, καθώς πίστευε ότι οι άνθρωποι θα τον εκμεταλλεύονταν. Κρυβόταν, λοιπόν, μονίμως πίσω απ’ το προσωπείο του σκληρού, ανήθικου ανθρώπου. Δένει το κασκόλ, το οποίο του έκανε δώρο η Marry στο ταβάνι, σχηματίζει με αυτό μια θηλιά, ανεβαίνει στην καρέκλα και την περνάει στον λαιμό του. Ενώ βάζει το βάρος του στην πλάτη της καρέκλας κι αυτή πλέον στηρίζεται στα δύο μόνο πόδια της, βλέπει τη Marry με τον γιο της στην πόρτα, του χτυπάνε το κουδούνι. Αιφνιδιάζεται και προς στιγμήν μετανιώνει την απόφασή του. Ωστόσο, αμέσως συνειδητοποιεί ότι μάλλον δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να ξαναπροσπαθήσει, καθώς θα τους διαφθείρει και αυτούς.
Καταλήγοντας, κοιτάει την κάμερα, λέει “same rules apply”, γελάει υστερικά, η καρέκλα σπάει.. “Same rules apply” σημαίνει στην πραγματικότητα “no rules apply”. Οι συνθήκες που ισχύουν για όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους στο περιβάλλον του Bruce ισχύουν και για τον ίδιο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, κατά βάθος αναζητά τη λύτρωσή του, επιζητά να λάβει τη συγχώρεση, όχι τόσο απ’ τους υπόλοιπους, αλλά κυρίως απ’ τον εαυτό του. Παρ’ όλα αυτά, η λύτρωση αυτή ίσως να μην του αξίζει τελικά, με το βασικότερο στοιχείο όλων να είναι ότι δεν πιστεύει ο ίδιος ότι του αξίζει.
Το ερώτημα, λοιπόν, το οποίο ανακύπτει είναι το κατά πόσον, τελικά, διαθέτει συνείδηση και ανθρωπιά μέσα του. Στο πέρασμά του διέφθειρε σκοπίμως όλο και περισσότερο όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόταν. Ενδεχομένως να μπορούσε εν μέρει να «σωθεί», προσπαθώντας να γνωρίσει τη Marry και τον γιο της, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Η ζωή του είναι πια ένα αβάσταχτο βάσανο και το ψυχικό του αδιέξοδο μπορεί να το λύσει και να το λυτρώσει μόνο ο θάνατος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- “Filth”, imdb.com, διαθέσιμο εδώ