Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Ήδη πριν από την άλωση της Πόλης το 1204, οι Σταυροφόροι και οι Βενετοί σύμμαχοί τους είχαν αρχίσει να κάνουν σχέδια «διαμελισμού» του Βυζαντινού Κράτους, ο καθένας με τις δικές του προτεραιότητες. Οι Φράγκοι αρχηγοί ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν γη, σύμφωνα με το φεουδαρχικό σύστημα των πατρίδων τους, ενώ οι Βενετοί, λαός εμπόρων, στόχευαν στην εξασφάλιση νησιών και λιμανιών ως σταθμών για τα πλοία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρωταγωνιστής στην αλλαγή του σκοπού της Σταυροφορίας, η οποία είχε χαράξει πορεία προς την Αίγυπτο, αλλά και στην καταστροφή του Βυζαντίου, ήταν ο Ερρίκος Δάνδολος, ενώ, παράλληλα, για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανταγωνίζονταν ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Τελικά, επικράτησε ο πρώτος, παίρνοντας τον τίτλο του αυτοκράτορα της Ρωμανίας (Romania), όχι όμως τον τίτλο των Ρωμαίων, τον οποίο έφεραν ήδη οι Γερμανοί.
Υπό τον άμεσο έλεγχο της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, όπως ονομάστηκε από τους σημερινούς ιστορικούς, θα τίθετο η Θράκη και τα απέναντι παράλια της Μικράς Ασίας, μαζί με τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου. Αρχικός κλήρος του Βονιφάτιου υπήρξαν τα εδάφη της Μικράς Ασίας, όμως εκείνος τα αντάλλαξε με το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο διαμελισμού, που ονομάστηκε “Partitio Terrarum Imperii Romaniae” (διαμελισμός των εδαφών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας), προέβλεπε σημαντικά κέρδη για τη Βενετία. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου λάμβανε τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης, ενώ τα υπόλοιπα ανήκαν στον αυτοκράτορα, την Ήπειρο, τα εδάφη δυτικά της Πίνδου και την Πελοπόννησο.
Ο Βονιφάτιος προέλασε με σχετική άνεση στη Βόρεια Ελλάδα, καταλαμβάνοντας τη Θεσσαλονίκη, ενώ μπόρεσε να απωθήσει τον Άρχοντα της Νοτίου Ελλάδος, Λέοντα Σγουρό, από την Αθήνα πίσω στην Πελοπόννησο. Η τελευταία, αν και είχε καταλογιστεί στους Βενετούς, τελικά κατακτήθηκε, όχι χωρίς αντίσταση, από τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και τον Γουλιέλμο, οι οποίοι ίδρυσαν το γαλλικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Στην Αττική και τη Βοιωτία κυριάρχησε ο Βουργουνδός ιππότης Όθων ντε Λα Ρος, ο οποίος ίδρυσε το Δουκάτο των Αθηνών. Η Κρήτη, αρχικά παραχωρημένη στον Βονιφάτιο, αγοράστηκε από τους Βενετούς, οι οποίοι την έκαναν κεντρική κτήση τους μέχρι τον 17ο αιώνα, καταστέλλοντας τις πολλές εξεγέρσεις των Ελλήνων του νησιού. Ο Βενετός Μάρκος Σανούδος ίδρυσε στην περιοχή των Κυκλάδων το ανεξάρτητο Δουκάτο της Νάξου ή του Αρχιπελάγους. Η Εύβοια μοιράστηκε από τον Βονιφάτιο σε τρεις άρχοντες από τη Βερόνα, αλλά γρήγορα πέρασε σε βενετικό έλεγχο. Ακόλουθοι του Βονιφάτιου πήραν τις μαρκιωνίες των Σαλώνων (Άμφισσας) και της Βοδονίτσας στη Φθιώτιδα, ενώ στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά Ελλάδα πολύ γρήγορα στερεώθηκε η ελληνική διοίκηση, γνωστή στην ιστοριογραφία ως Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο από πολύ νωρίς ξεκίνησε την αντίσταση στους εισβολείς.
Γενικώς, η λατινική επέκταση ήταν γρήγορη, η πρόοδός της όμως συνάντησε από πολύ νωρίς τα όριά της. Η κατάρρευση της κεντρικής διοίκησης μετά την άλωση και κυρίως η δυσαρέσκεια των πληθυσμών της υπαίθρου για τη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη του Βυζαντίου, ώθησαν πολλούς να δεχθούν πρόθυμα τους νέους δυνάστες από τη Δύση. Όπου, όμως, υπήρχε εδραιωμένη τοπική εξουσία, η σχετικά ολιγάριθμη δύναμη των Σταυροφόρων αναγκάστηκε είτε να σταματήσει είτε να επικρατήσει με πολύ κόπο. Βασικός σύμμαχός τους στον επόμενο μισό αιώνα ήταν η διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων. Αμέσως μετά την κατάληψη της Βασιλεύουσας, ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο αδερφός του, Ερρίκος, ξεκίνησαν τις κατακτήσεις τους στη Μικρά Ασία, ωστόσο στη Νίκαια έβρισκαν αντίσταση από τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος διέφυγε από την Κωνσταντινούπολη τις παραμονές της άλωσης.
Η δράση του βέβαια δεν θα συνεχιστεί για πολύ, καθώς τον Δεκέμβριο του 1204 ο Λάσκαρης ηττήθηκε στη μάχη του Ποιμανδρού και οι Λατίνοι αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν άμεσα τις δυνάμεις τους στην Ευρώπη. Ο φιλόδοξος βασιλιάς της Βουλγαρίας, Ιωαννίτζης, εκμεταλλεύτηκε την κατάρρευση του Βυζαντίου για να επεκτείνει τα εδάφη του και να απειλήσει τη Θράκη. Η καταστροφή που υπέστη ο σταυροφορικός στρατός στη μάχη της Αδριανούπολης το 1205 ήταν τεράστια. Ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε και πέθανε λίγο αργότερα στα χέρια των Βουλγάρων. Ο αδερφός του, Ερρίκος, τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Υπήρξε ηγέτης ικανός και γενναιόφρων, ο μόνος άξιος λόγου για τη σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας.
Ο Ιωαννίτζης, από την άλλη, ενώ εμφανίστηκε αρχικά ως προστάτης των Ελλήνων, με τις αγριότητες που διέπραξε στη Μακεδονία και τη Θράκη τους έστρεψε εναντίον του. Σε απάντηση, το Βυζάντιο τον χαρακτήρισε «Ρωμαιοκτόνο», ενώ οι Έλληνες τον αποκαλούσαν «σκυλογιάννη», σε αντίθεση με τον τίτλο «Καλογιάννης» που του είχαν δώσει οι Βούλγαροι. Ο βυζαντινός πληθυσμός στράφηκε προς τον Ερρίκο για προστασία και εκείνος, με τις νίκες του και την καλή του διοίκηση, κέρδισε τον σεβασμό τους. Το 1207 ο Ιωαννίτζης πέθανε στη διάρκεια της πολιορκίας της Θεσσαλονίκης, γεγονός που αποδόθηκε σε θαυματουργή παρέμβαση του Αγίου Δημητρίου. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, ο οποίος είχε επιστρέψει από τη Νότια Ελλάδα για να υπερασπιστεί το νέο του βασίλειο στο Βορρά, σκοτώθηκε σε βουλγαρική ενέδρα κοντά στη Μοσυνόπολη της Θράκης, τον ίδιο χρόνο.
Το 1210 ο Ερρίκος προχώρησε σε δεύτερη μικρασιατική εκστρατεία και έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος στο μεταξύ είχε στεφθεί αυτοκράτορας στη Νίκαια. Παρά τις νίκες τους, οι Λατίνοι δεν μπόρεσαν να κάμψουν ολοκληρωτικά τη βυζαντινή αντίσταση. Το 1214, οι δύο δυνάμεις υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, η οποία καθόριζε τα σύνορά τους και αναγνώριζε τη Νίκαια ως νόμιμο κράτος. Η γεωγραφική επισκόπηση των λατινικών κρατών στο απόγειο της επέκτασής τους, δηλαδή γύρω στο 1210, αποκαλύπτει αμέσως τις αδυναμίες τους. Εκ πρώτης όψεως, η Λατινική Αυτοκρατορία, μαζί με τους υποτελείς της, θυμίζει τη σύγχρονη Ελλάδα την εποχή της Συνθήκης των Σεβρών, με εξαίρεση την Ήπειρο και τον ευρύτερο κάθετο άξονα της Πίνδου.
Αυτή η μη ενσωμάτωση της Πίνδου, όπως προβλεπόταν αρχικά, άφηνε ευάλωτες τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Κεντρική Στερεά Ελλάδα. Η περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας έπεσε πολύ γρήγορα στα χέρια των Ελλήνων της Ηπείρου, καθώς και τα νότια φραγκικά κράτη πέρασαν τον υπόλοιπο βίο τους αποκομμένα από την Κωνσταντινούπολη. Η αδυναμία σταθερής και μεγάλης επέκτασης στη Μικρά Ασία άφησε «αλώβητη» την ελληνική εστία της Νίκαιας, η οποία στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός και καταστροφέας των Σταυροφόρων. Το γεγονός ότι η βυζαντινή βάση βρισκόταν τόσο κοντά στα στενά και στη Βασιλεύουσα επέτρεψε την πολύ πρώιμη διάβαση των Λασκαριδών στη Θράκη και τον αποκλεισμό της Λατινικής Αυτοκρατορίας, μετατρέποντάς την σε ένα μονίμως πολιορκημένο κράτος.
Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες των Βουλγάρων Τσάρων, Ιωαννίτζη και Ιωάννη Β’, στα πρότυπα του Συμεών και του Σαμουήλ, αποτέλεσαν σοβαρή απειλή και για τους Λατίνους και για τους Έλληνες. Η λεπτή γραμμή της παράκτιας Μακεδονίας και Θράκης δεν προσφερόταν για άμυνα σε βάθος, εναντίον ενός βόρειου εχθρού. Αυτό φάνηκε ειδικά μετά την ήττα των Ηπειρωτών το 1230, οπότε οι Βούλγαροι κατέλαβαν όλη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, και έφτασαν μέχρι το Αιγαίο και το Αδριατικό Πέλαγος. Η μάχη της Αδριανούπολης, όπου αιχμαλωτίστηκε ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος το 1205, υπήρξε βαρύ πλήγμα από το οποίο οι Φράγκοι δεν ανέκαμψαν ποτέ.
Οι Σταυροφόροι ήταν πάντα ολιγάριθμοι και βρέθηκαν μέσα σε έναν εχθρικό και αλλόθρησκο πληθυσμό. Όσο κι αν υπήρξαν αλληλεπιδράσεις και κοινοί γάμοι μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, κάποιοι ηγεμόνες, όπως ο αυτοκράτορας Ερρίκος, πολιτεύτηκαν συνετά. Ωστόσο, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και η επιβολή της καθολικής θρησκείας αποξένωσε τους ελληνικούς ορθόδοξους πληθυσμούς. Ο φεουδαρχικός τρόπος πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης οδήγησε στον τεμαχισμό των λατινικών δυνάμεων, οι οποίες υπέφεραν και από τις συχνές εσωτερικές τους διαμάχες. Οι Λατίνοι αυτοκράτορες γρήγορα κατέφυγαν σε «εκκλήσεις βοήθειας» από τον Πάπα και τις ευρωπαϊκές αυλές, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Η πορεία των σταυροφορικών κρατών στην Ελλάδα γεννά κάποιους φυσικούς παραλληλισμούς με τις λατινικές κτήσεις στους Αγίους Τόπους, όπως το γνωστό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Εκεί, οι Φράγκοι, χάρη στο θρίαμβο της πρώτης εκστρατείας, απέσπασαν μία στενή λωρίδα γης, η οποία όμως τελικά στραγγαλίστηκε από την επιστροφή των τοπικών δυνάμεων — στην περίπτωση αυτή των Αράβων, των Τούρκων και των Μαμελούκων Μουσουλμάνων. Η διαφορετική γεωγραφία της Ελλάδας, με τις οροσειρές, τις χερσονήσους και τα νησιά, επέτρεψε τη σχετική μακροημέρευση κάποιων ηγεμονιών, συγκεκριμένα στην Αττική, τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο, καθώς και τη συνέχιση της ιταλικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Όσο για την ίδια τη Λατινική Αυτοκρατορία, αν άντεξε μέχρι το 1261, αυτό οφείλεται στις τέσσερις αυτοκρατορίες — τρεις ελληνικές, της Ηπείρου, της Νίκαιας και της Τραπεζούντας, και μία της Βλαχίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλέξιος Γ.Κ Σαββίδης – Νικόλαος Γ. Νικολούδης (2007), Ο Ύστερος Μεσαιωνικός Κόσμος (11ος-16ος αιώνας): Βυζάντιο, Μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Αθήνα: εκδ. Ηρόδοτος
- Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (2012), Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο
- William Miller (1990), Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα: 1204-1566, Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα