Του Νίκου Αντωνάκη,
Το δίκαιο της προσωρινής κράτησης αποτελεί ένα από τα σημεία αιχμής του ποινικού δικαίου, αφενός λόγω του καταναγκαστικού του χαρακτήρα και αφετέρου εξαιτίας των οργάνων επιβολής του δικονομικού αυτού μέτρου. Έτσι, μεγάλη επιφυλακτικότητα εκφράστηκε ως προς τον θεσμό του ανακριτή και τις εξουσίες του, για τις οποίες υπήρξε έντονη διχογνωμία κατά τη θέσπιση του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019). Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται η παρουσίαση ορισμένων θέσεων, σχετικά με τη θεσμική θέση του ανακριτή, αλλά και η αντίκρουσή τους με αντεπιχειρήματα.
Υποστηρίχθηκε ότι ο ανακριτής, “de lege ferenda”, δεν θα έπρεπε να διαθέτει κατά νόμο τη δυνατότητα επιβολής προσωρινής κράτησης, έστω και με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα. Αντ’ αυτού προτάθηκε η αντικατάσταση του ανακριτικού οργάνου μ’ ένα τριμελές όργανο με χαρακτήρα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο θα αποφασίζει κατά πλειοψηφία ως προς την πλήρωση των όρων επιβολής της προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο, με ομοφωνία δε ως προς το μη ανασταλτικό αποτέλεσμα της άσκησης εφέσεως κατ’ αυτής της επιβολής. Όπως έγινε αντιληπτό, η ίδια γνώμη απαιτεί την παραχώρηση στον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που θα του επιβάλλει το έσχατο μέσο δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο θα εξετάζεται από ένα ανώτερο όργανο, το πενταμελές Συμβούλιο Εφετών. Εξάλλου, αναγνωρίζει στο βασικό υποκείμενο της ποινικής δίκης και δυνατότητα αναίρεσης κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, η οποία θα εκδικάζεται από τον Άρειο Πάγο και θα αφορά σε τυπικές πλημμέλειες και νομικά σφάλματα του εντάλματος προσωρινής κράτησης.
Απ’ όσα προαναφέρθηκαν, φαίνεται ότι, όπως υποστηρίζεται, ο ανακριτής, όντας ο ίδιος πρωτόπειρος τακτικός δικαστής, έχει επιφορτιστεί μ’ ένα έργο, το οποίο τον καθιστά «παντοδύναμο» και σε καμία περίπτωση δε βρίσκεται σε αναλογία με την αποκτηθείσα δικαστική του εμπειρία. Μάλιστα, ο ρόλος του Εισαγγελέα δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντικός εν προκειμένω, αφού εκείνος δεν γνωρίζει εις βάθος την υπόθεση και τη δικογραφία, δεν έχει εξετάσει τους μάρτυρες. Αντίθετα, εμπιστεύεται και ακολουθεί τη γνώμη του ανακριτή, την οποία ο τελευταίος σχηματίζει με βάση την προσωρινή ενασχόλησή του με την εκάστοτε υπόθεση.
Η γνώμη αυτή, ωστόσο, ως προς βασικά της σκέλη εμφανίζει βασικές αστοχίες. Αποτελεί περισσότερο ως μια άποψη με δογματική ασφάλεια, η οποία στερείται πρακτικής χρησιμότητας, ιδιαίτερα με το ισχύον σήμερα ποινικό δικονομικό σύστημα, που θέτει αυστηρότερες προϋποθέσεις και εγγυήσεις στον ανακριτή ως προς την επιβολή της προσωρινής κράτησης. Ειδικότερα, σκοπός επιβολής της προσωρινής κράτησης είναι —σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 282 ΠΚ— «να αποτραπεί ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων και να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίον επιβλήθηκαν (ενν. τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού) θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης». Από τη ρύθμιση αυτή συνάγεται —τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο— ότι ο θεσμός της προσωρινής κράτησης δεν έχει τον χαρακτήρα «προ-ποινής», προκύπτει με ευκρίνεια, πως τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να επιβάλλονται σε σχετικά πρώιμο χρονικό σημείο της ποινικής διαδικασίας, ούτως ώστε να επιτευχθούν οι σκοποί, που αυτή θέτει.
Αν αναγνωρίζαμε στον κατηγορούμενο ολόκληρη διαδικασία, με τη δυνατότητα μάλιστα χορήγησης σ’ εκείνον και ενδίκων μέσων (!), τότε θα βρισκόμασταν μπροστά στο εξής παράδοξο σχήμα: Θα είχε φθάσει η ώρα της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή —ακόμα χειρότερα— θα είχε εκκινήσει η επ’ ακροατηρίω διαδικασία χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, το οποίο διατάσσει την επιβολή προσωρινής κράτησης. Η υπάρχουσα δυνατότητα του δικαστικού συμβουλίου να επιβάλει για πρώτη φορά, κατά την παραπομπή του κατηγορουμένου, το μέτρο της προσωρινής κράτησης (άρθρο 315 παρ. 3 ΚΠΔ) θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τη δικονομική θέση του τελευταίου. Θα είχαμε, εν προκειμένω, παράλληλη και συντρέχουσα αρμοδιότητα του εκάστοτε δικαστικού συμβουλίου να επιβάλει το πρώτον σε προσωρινή κράτηση; Ποια από τις δυο παράλληλες διαδικασίες θα επικρατούσε;
Ωστόσο, αν θέταμε εύλογες προθεσμίες προς απόκριση των σχετικών —προτεινόμενων— οργάνων, τότε η σχετική πρόταση δεν θα είχε και λόγο ύπαρξης. Και τούτο, διότι η όλη λογική της στοχεύει σε μια πιο δικαιοκρατική αντιμετώπιση του κατηγορουμένου από ανώτερα όργανα —σε σχέση με τον ανακριτή—, τα οποία αν έπρεπε να αποφανθούν σε σύντομα χρονικά διαστήματα, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν εις βάθος τη δικογραφία και να εκφέρουν μια ασφαλή και τεκμηριωμένη κρίση. Θα επρόκειτο, επομένως, για μια «ρηχή» αναβάθμιση του δικονομικού μας συστήματος, το οποίο απλώς θα περιέπλεκε περισσότερο τα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, ούτε προθεσμίες θα μπορούσαμε να μην θέσουμε, καθώς —όπως ήδη τονίστηκε— θα είχε προσδιοριστεί δικάσιμος χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το ζήτημα περί επιβολής ή μη προσωρινής κρατήσεως.
Αν πάλι το πρόβλημα εστιάζεται στον «παντοδύναμο» και άπειρο ανακριτή, που θεωρείται «ξεπερασμένος από τις αρχές ήδη του 20ου αιώνα», τότε τρεις επιλογές μπορούν να ισχύουν: είτε η κατάργηση τελείως του θεσμού του ανακριτή, όπως κατά καιρούς υποστηρίζεται. Είτε η αναβάθμιση του ανακριτικού θεσμού με την τοποθέτηση στη θέση αυτή ενός ή και δύο Εφετών και παράλληλη διατήρηση της δυνατότητας απ’ αυτούς της επιβολής προσωρινής κράτησης. Είτε η παραμονή του πρωτοδίκη ανακριτή, ο οποίος δεν θα αποφασίζει, όμως, σχετικά με την επιβολή ή μη της προσωρινής κράτησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η σχετική αρμοδιότητα θα ανήκει στο δικαστικό συμβούλιο της παραπομπής και μάλιστα, για πρώτη φορά, με τις σχετικά περιορισμένες επιλογές άσκησης έφεσης, την οποία διαθέτει ο κατηγορούμενος (βλ. άρθρο 478 ΚΠΔ). Η σχετική άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, σε περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης, δεν θα έχει ανασταλτική δύναμη (επιχείρημα από το άρθρο 290 παρ. 2 ΚΠΔ). Καταλήγοντας, προτιμότερη μου φαίνεται η δεύτερη λύση, καθώς αφενός με την πρώιμη δυνατότητα επιβολής προσωρινής κράτησης εξυπηρετούνται καλύτερα οι ίδιοι οι στόχοι των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού και αφετέρου η προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης θα εξετάζεται (στο πλαίσιο του άρθρου 290 ΚΠΔ) από Συμβούλιο Εφετών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αθανάσιος – Μιλτιάδης Β. Κόκκινος, Ο θεσμός της προσωρινής κράτησης, Εκδόσεις ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2012.