Της Μαρίνας Κισσούδη,
Τα ένδικα μέσα αποτελούν τρόπο προσβολής των δικαστικών αποφάσεων κα εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τις δικαστικές αποφάσεις απρόσβλητες. Η εισαγωγή ενός περιορισμένου αριθμού ενδίκων μέσων με αυστηρές προϋποθέσεις άσκησης εδράζεται στο πραγματικό γεγονός ότι η δικαιοδοτική κρίση είναι ένα ανθρώπινο έργο, στο οποίο μπορεί να παρεισφρήσουν παραλείψεις, εσφαλμένες εκτιμήσεις, απροσεξίες και πλάνες. Εξάλλου, πάντα ο ηττημένος διάδικος της πρώτης δίκης θεωρεί τη δικαστική απόφαση εσφαλμένη, οπότε το δικονομικό δίκαιο έρχεται να ανταποκριθεί στην επιθυμία του αυτή για πιθανή αντικατάσταση της πρωτοβάθμιας απόφασης με μία ευνοϊκότερη. Επομένως, η θέσπιση των ενδίκων μέσων υλοποιεί την εγγύηση τελειότερης απονομής της δικαιοσύνης, καθώς με την άσκηση τους ελέγχεται η πρωτογενής δικαστική κρίση από ανώτερους και κατά τεκμήριο εμπειρότερους δικαστές, δηλαδή από Εφέτες. Εν συντομία μπορούν να ορισθούν τα ένδικα μέσα ως διαδικαστικές πράξεις για τις οποίες εκείνος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον ζητά από το ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση δικαστικής αποφάσεως προς επανόρθωση των σφαλμάτων της.
Από τον εν λόγω ορισμό συμπεραίνει κανείς ότι βασικό γνώρισμα των ενδίκων μέσων στην πολιτική δίκη είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος στο πρόσωπο αυτού που τα ασκεί και κατ’ αρχήν πρόκειται για πρόσωπο που κατέστη τυπικά διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Παράλληλα, προκύπτει ότι ο χαρακτήρας των ενδίκων μέσων είναι διαπλαστικός, διότι πάντα στρέφονται κατά του περιεχομένου και του τρόπου διαμόρφωσης των δικαστικών αποφάσεων με σκοπό την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση τους.
Ωστόσο, τα ένδικα μέσα πρέπει οπωσδήποτε να είναι συγκεκριμένα, δηλαδή να αποδίδουν ένα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, που να έγκειται είτε στο περιεχόμενο είτε στη διαδικασία παραγωγής της. Στην ουσία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ασκούντος το ένδικο μέσο η δικαστική κρίση είναι νομικά ή πραγματικά εσφαλμένη και γι΄ αυτό πρέπει να μεταρρυθμιστεί ή ακόμα και να εξαφανιστεί. Ακριβώς επειδή με τα ένδικα μέσα αμφισβητείται μια δικαστική κρίση, αυτά απευθύνονται συνήθως σε κάποιο ανώτερο δικαστήριο, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το ένδικο μέσο εξετάζεται από το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αυτό απόφαση. Το γεγονός αυτό δικαιολογείται εάν ληφθεί υπόψη ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι αφορούν πολλάκις σφάλματα έξω από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης κι επομένως δεν περιέχουν μομφή κατά των δικαστών που την εξέδωσαν.
Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) προβλέπει περιοριστικά μόνο τέσσερα ένδικα μέσα: i) την ανακοπή ερημοδικίας, ii) την έφεση, iii) την αναψηλάφηση και iv) την αναίρεση. Αρχικά, η ανακοπή ερημοδικίας είναι ένα ένδικο μέσο που ασκείται μόνο από διαδίκους που αδικαιολόγητα δικάστηκαν χωρίς να ακουστούν και με το οποίο αιτείται να εξαφανιστεί η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην και να εκδικαστεί εκ νέου η υπόθεση. Ο ασκών την ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να έχει δικαστεί ερήμην εξαιτίας είτε μη κλήτευσής του ή μη νόμιμης κλήτευσης του ή εκπρόθεσμης κλήτευσης του είτε εάν συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας (ΚΠολΔ 501). Άρα η ανακοπή ερημοδικίας, έτσι όπως προβλέπεται από τον νόμο, πρέπει πάντα να είναι αιτιολογημένη. Σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει ερημοδικία που να δικαιολογεί άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, αν ο διάδικος ερημοδικάστηκε λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Έτσι, με την ανακοπή ερημοδικίας υλοποιείται κατά κύριο λόγο η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.
Η έφεση είναι το δεύτερο και συνηθέστερο ένδικο μέσο της πολιτικής δίκης, υλοποιώντας τον κανόνα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 12). Αποκαλείται ένδικο μέσο «πλήρους δικαιοδοσίας», δηλαδή οδηγεί στον έλεγχο της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης από κάθε άποψη, νομική ή πραγματική, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Ο διττός χαρακτήρας της έφεσης, πιο συγκεκριμένα ελέγχει την απόφαση ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ταυτόχρονα επανασυζητεί την επίδικη διαφορά. Η αναψηλάφηση ασκείται μόνο κατά τελεσίδικων αποφάσεων μόνο για συγκεκριμένα σφάλματα, που αφορούν είτε την παράβαση θεμελιωδών δικονομικών αρχών για την παράσταση κι εκπροσώπηση των διαδίκων, είτε τα αναληθή περιστατικά που στήριξαν την απόφαση κι έγιναν δεκτά μέσω αξιόποινων πράξεων που οδήγησαν σε καταδίκη (ΚΠολΔ 544).
Η αναίρεση είναι το ένδικο μέσο που οδηγεί στον έλεγχο μόνο νομικών σφαλμάτων τελεσίδικων αποφάσεων από τον Άρειο Πάγο και ποτέ σε έλεγχο κρίσεων που αφορούν στη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών ή την εκτίμηση των αποδείξεων. Οι λόγοι αναιρέσεως αναφέρονται περιοριστικά στα ά. 559-560 κι αφορούν την εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου.
Η έννομη προστασία που παρέχουν τα παραπάνω ένδικα μέσα είναι δευτερογενής, επομένως ελέγχουν κυρίως την προσβαλλόμενη απόφαση κι όχι την εξωδικαστική συμπεριφορά των προσώπων. Μόνο εφόσον το ένδικο μέσο γίνει δεκτό με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί ή μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, ελέγχεται η εξωδικαστική συμπεριφορά με επιβολή κυρώσεων. Συμπερασματικά, σκοπός των ενδίκων μέσων είναι η βελτίωση της ήδη επιβεβλημένης δικαιοσύνης, παρόλο που επιβραδύνουν την επίλυση των διαφορών κι επιβαρύνουν με πρόσθετο χρόνο και δαπάνες των διαδίκων και των δικαστηρίων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, δ΄ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.