Της Δήμητρας Μίγγου,
Αν έχετε ποτέ αισθανθεί πεταλούδες στο στομάχι στη θέα κάποιου που σας αρέσει ή αν έχετε νιώσει ποτέ να ανακατεύεστε πριν από μια σοβαρή εξέταση, τότε σίγουρα είστε εξοικειωμένοι με τη συσχέτιση που υπάρχει ανάμεσα στο γαστρεντερικό σύστημα του ανθρώπου και στον εγκέφαλο, τον πυρήνα και συντονιστή όλων των ανθρώπινων λειτουργιών. Η συσχέτιση αυτή κρύβει ακόμα μεγαλύτερο βάθος, δεδομένου ότι με «συνδετικό κρίκο» τον εγκέφαλο, μπορεί να επηρεαστεί ριζικά η ψυχοσύνθεση και το ψυχολογικό προφίλ ενός ατόμου, απλά και μόνο εξ αιτίας αλλαγών στο μικροβίωμα του εντέρου του.
Το μικροβίωμα του εντέρου είναι ένα σύνολο από μικροοργανισμούς (βακτήρια, ιοί, μύκητες, αρχαία) που απαντώνται φυσιολογικά στο έντερο. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνεται τρομακτικό το γεγονός ότι ο γαστρεντερικός μας σωλήνας φιλοξενεί τόσα πολλά και διαφορετικά είδη μικροβίων, ωστόσο αυτή η συμβίωση είναι μια σχέση κερδοφόρα και για τις δύο πλευρές: τούς παρέχουμε ένα ασφαλές περιβάλλον ανάπτυξης και μας παρέχουν αρκετές υπηρεσίες, όπως είναι η πέψη ορισμένων διαφορετικά άπεπτων ουσιών, η παραγωγή βιταμινών που δεν παράγει το ανθρώπινο σώμα και η συμβολή στην άμυνα και το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού. Εννοείται πως υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ορισμένα δυνητικά παθογόνα βακτήρια της χλωρίδας αυτής μπορούν να απειλήσουν την υγεία μας εάν, λόγου χάρη, μεταναστεύσουν σε κάποια διαφορετική περιοχή του σώματος.
Πώς θα μπορούσαν, όμως, πολλαπλές αθροίσεις μικροοργανισμών στο πεπτικό μας σύστημα να επιδρούν στην ψυχική μας υγεία; Η μια απάντηση που δίνεται σε αυτό το ερώτημα αφορά στους νευροδιαβιβαστές, χημικά μόρια που διακινούνται μεταξύ των νευρικών μας κυττάρων, μεταφέροντας το σήμα από τον ένα νευρώνα στον επόμενο και οδηγώντας έτσι είτε στη διέγερση είτε στην αναστολή της λειτουργίας του επόμενου νευρώνα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ορισμένα από τα παραπάνω μικρόβια έχουν τη δυνατότητα να παράγουν νευροδιαβιβαστές, επηρεάζοντας άμεσα τη μετάδοση του σήματος από και προς τον εγκέφαλο. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, κάποια βακτήρια του γένους Lactobacillus μπορούν να συνθέσουν γ-αμινοβουτυρικό οξύ (GABA, ένας ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής) και ακετυλοχολίνη, ενώ το Escherichia coli μπορεί να παράξει ντοπαμίνη, καθώς και σεροτονίνη, τον νευροδιαβιβαστή «της διάθεσης». Τα επίπεδα αυτών των νευροδιαβιβαστών και η διαθεσιμότητά τους ανά πάσα στιγμή διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση μιας σταθερής ψυχολογικής κατάστασης και ανισορροπίες ή ανωμαλίες στην κατανομή τους μπορούν να οδηγήσουν σε ψυχικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη.
Ένας άλλος σύνδεσμος μεταξύ της ψυχικής υγείας και της χλωρίδας του εντέρου έγκειται στην πρόσληψη τρυπτοφάνης, ενός αμινοξέος που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής. Ο καταβολισμός αυτής της ουσίας γίνεται από ένζυμα που παράγονται από βακτήρια του εντέρου και ως αποτέλεσμα αυτού, μπορούν άμεσα ή έμμεσα να προκύψουν διάφορα προϊόντα, όπως η ινδόλη και η κινουρενίνη. Τα προϊόντα αυτά μπορούν, επίσης, να επηρεάσουν την ποσότητα σεροτονίνης που συντίθεται.
Οι γνωστές σε όλους μας βιταμίνες έρχονται να αναδείξουν μια ακόμα συσχέτιση ανάμεσα στα συναισθήματά μας και στα… εντόσθιά μας. Τα περισσότερα βακτήρια του παχέος εντέρου μπορούν να συνθέσουν βιταμίνες, ιδίως βιταμίνη Κ και βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Οι βιταμίνες, ως «μόρια-κλειδιά» για τη φυσιολογία του οργανισμού, επηρεάζουν και διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο. Μέσω ειδικών μορίων-μεταφορέων, μπορούν να διαπεράσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγή νευροδιαβιβαστών εκεί. Για παράδειγμα, το φολικό οξύ (βιταμίνη Β9) είναι μια βιταμίνη μικροβιακής παραγωγής που σχετίζεται αρκετά με την παθολογία της κατάθλιψης.
Κλινικά μιλώντας, έχει παρατηρηθεί ότι άνθρωποι με παθήσεις του γαστρεντερικού, όπως είναι η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών. Πέρα από την κατάθλιψη, υπάρχουν κι αντίστοιχες διαταραχές που έχουν συσχετισθεί με αλλαγές στη σύσταση του μικροβιώματος του εντέρου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η σχιζοφρένεια, η νόσος Alzheimer, η διπολική διαταραχή και η διαταραχή μετατραυματικόυ στρες (PTSD). Οι ερευνητές ακόμη αναζητούν την ακριβή φύση αυτής της συσχέτισης, ενώ προσπαθούν και να συνυπολογίζουν και άλλους παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση των παραπάνω ψυχικών νόσων –γενετικούς και περιβαλλοντικούς. Όμως, η αλλαγή της διατροφής ενός ατόμου, η οποία με τη σειρά της τροποποιεί τη σύσταση της χλωρίδας του εντέρου του, εξακολουθεί να αποτελεί μια αναδυόμενη θεραπευτική τεχνική που προσφέρει μια νέα, πιο «φρέσκια» προσέγγιση σε ζητήματα που διχάζουν επανειλημμένα την ψυχιατρική.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι διανοίγεται ένα νέο πεδίο διερεύνησης και ένα σημαντικό πέρασμα στην πορεία μας προς την κατανόηση των ψυχικών διαταραχών και ανισορροπιών. Οι επερχόμενες εξελίξεις και τα μελλοντικά επιστημονικά πορίσματα δύναται να δώσουν μια νέα διάσταση στην ψυχιατρική, δικαιώνοντας και επισήμως τη φράση «είμαστε ό,τι τρώμε»!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How your gut microbiome is linked to depression and anxiety, CAS, διαθέσιμο εδώ
- Microbiome and the mind: How the gut influences mental health, NSW Health and Medical Research, διαθέσιμο εδώ
- Your gut microbes may influence how you handle stress, NPR, διαθέσιμο εδώ
- The surprising link between your microbiome and mental health, Optum, διαθέσιμο εδώ