Του Θανάση Λέφα,
Η κατηγορία αυτή εγκλημάτων, τα οποία στην εποχή της οικονομικής κρίσης εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα, τυποποιείται στον Ν. 4174/2013 κι ειδικότερα στο άρθρο 66 αυτού. Παρακάτω θα γίνει μια αναλυτική παράθεση των εν λόγω αδικημάτων.
Μη πληρωμή φόρου εισοδήματος
Στο άρθρο 66 παρ.1 προβλέπεται το έγκλημα της μη πληρωμής φόρου εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κο ΕΦΑ (Ειδικός Φόρος Ακινήτων). Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της μη πληρωμής φόρου εισοδήματος, απαιτείται η απόκρυψη εισοδημάτων οποιαδήποτε κι αν είναι η πηγή τους, τα οποία είναι κατά νόμο φορολογητέα. Η εν λόγω απόκρυψη λαμβάνει χώρα είτε με τη μη υποβολή φορολογικής δήλωσης είτε με την υποβολή ανακριβούς τέτοιας δήλωσης είτε μέσω καταχώρισης στα λογιστικά βιβλία εικονικών αγορών. Απαραίτητο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, εκτός από τον δόλο, είναι ο σκοπός μη πληρωμής του φόρου εισοδήματος. Για τον ΕΝΦΙΑ και τον ΕΦΑ, ισχύουν τα ίδια, ήτοι η μη δήλωση περιουσιακού στοιχείου και ως απόρροια τούτου η μη πληρωμή του. Όπως γίνεται κατανοητό, η μη καταβολή απλώς του εν λόγω φόρου δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί το αξιόποινο, αλλά απαιτείται θετική ενέργεια απόκρυψης περιουσίας. Αν ο συγκεκριμένος φόρος υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 100.000 ευρώ, τότε πρόκειται για πλημμέλημα. Αν το ποσό αυτό υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ, τότε η πράξη είναι κακουργηματικού χαρακτήρα.
Μη απόδοση ΦΠΑ
Το Υπουργείο Οικονομικών καθορίζει τις προδιαγραφές της δήλωσης με την οποία γίνεται η απόδοση του ΦΠΑ στην αρμόδια ΔΟΥ. Η απόδοση του φόρου προστιθέμενης αξίας γίνεται περιοδικώς, σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση. Η καταβολή του ΦΠΑ γίνεται υποχρεωτικά με δήλωση απόδοσής του, όταν προκύπτει διαφορά μεταξύ του ΦΠΑ εκροών και του ΦΠΑ εισροών κατά τρόπο που να υπερτερεί ο ΦΠΑ εκροών. Η διαφορά, έτσι, του ΦΠΑ εκροών αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο, δηλαδή, το υποχρεωτικώς καταβλητέο στο Δημόσιο ποσό του φόρου. Διάκριση γίνεται αν το οφειλόμενο ποσό ΦΠΑ ξεπερνά τις 50.000 ευρώ ή τις 100.000 ευρώ, οπότε η πράξη είναι πλημμεληματικού ή κακουργηματικού χαρακτήρα αντίστοιχα.
Εγκλήματα της παρ. 5 του άρθρου 66
Στην παράγραφο αυτή, τυποποιούνται τα εγκλήματα της έκδοσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων, της νόθευσης καθώς και της αποδοχής αυτών. Ο δράστης αντιμετωπίζει φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους αν η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων ανέρχεται σε ποσό ανώτερο των 75.000 ευρώ, ενώ τουλάχιστον 3 μηνών φυλάκιση επιβάλλεται σε περίπτωση που η αξία τους είναι κατώτερη των 75.000 ευρώ. Σε περίπτωση, αντίστοιχα, που η αξία τους υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ, η πράξη είναι κακουργηματική, με την απειλή της κάθειρξης έως δέκα ετών. Όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, κρίσιμη είναι η συνολική αξία των στοιχείων αυτών, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 98 παρ.2. Στην περίπτωση που οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μη ή την ανακριβή απόδοση άλλου φόρου, τότε η πρώτη πράξη απορροφάται από τις άλλες πράξεις φοροδιαφυγής. Απαιτείται, λοιπόν, η διευκόλυνση των εν λόγω πράξεων φοροδιαφυγής από τα ανωτέρω αδικήματα φορολογικών στοιχείων.
Ποινική δίωξη εγκλημάτων φοροδιαφυγής
Για τη δίωξη των εγκλημάτων αυτών, γίνεται διάκριση μεταξύ των πράξεων που έχουν τελεστεί μέχρι τις 5-11-2020 κι αυτών που έγιναν από τις 6-11-2020 και έπειτα. Έτσι, για τις γενόμενες μέχρι τις 5-11-2020 πράξεις, για να είναι έγκυρη η ποινική τους δίωξη, απαιτείται η τήρηση όλων των διατυπώσεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και των νόμων για τον ΕΝΦΙΑ και τον ΕΦΑ. Για τις πράξεις που έλαβαν χώρα από τις 6-11-2020 και ένθεν, ισχύει το εξής καθεστώς:
Α) Ολοκλήρωση φορολογικού ελέγχου κι έκδοση πράξης επιβολής προστίμου σε όλες τις περιπτώσεις εγκλημάτων φοροδιαφυγής τόσο της παρ. 1 όσο και της παραγράφου 5.
Β) Επίδοση της ανωτέρω πράξεως στον καθού, ο οποίος έχει στη διάθεσή του προθεσμία 30 ημερών για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων κατά της ανωτέρω εκτελεστής πράξεως.
Γ) Σε περίπτωση άσκησης ενδίκου βοηθήματος, απαιτείται η εκδίκασή του και η έκδοση αμετάκλητης απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου.
Δ) Γνωστοποίηση της πράξεως επιβολής προστίμου στον Εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας, ωστόσο, δύναται να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης μόνο μετά την οριστικοποίηση της φορολογικής διαφοράς με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Χρήστος Σατλάνης / Λάμπρος Μαργαρίτης, Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.