Του Δημήτρη Κυριαζή,
Συλλέγοντας υλικό και κουράγιο από το ιστορικό των καλοκαιρινών διακοπών, έρχεται στην πρόσφατη μνήμη μου μια πολύ συγκεκριμένη παρατήρηση σχετικά με τα μοτίβα συμπεριφοράς που ακολουθήθηκαν τόσο από εμένα, όσο και από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκα. Χαρακτηριστική εικόνα του ταξιδιού σε όλη τη διάρκεια του τελευταίου ήταν η αδιάλειπτη χρήση του συστήματος πλοήγησης που υπήρχε σε κάθε κινητό τηλέφωνο και ήταν ευπρόσιτο σε κάθε χρήστη που αναζητούσε οδηγίες για να κατευθυνθεί.
Αποστειρωμένη από κάθε ανησυχία, ταξιδιωτική περιέργεια και στο κάτω κάτω αυτοσχεδιασμό, η κυρίαρχη φράση που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και στον μεταξύ μας διάλογο ήταν η «θα βάλω το GPS να μας πάει». Μια αδυναμία για άμεση ανταπόκριση στις εξελίξεις και μια χαλαρότητα ενός επαναπαυμένου από τις προκλήσεις ατόμου ήταν —θεωρώ— το ιδεολογικό και αξιακό συγκείμενο που καθόριζε, εν τέλει, και τις δράσεις μας. Μέσα από την άμεση και υψηλής έντασης τριβή με την ιδέα της σιγουριάς και της ευκολίας που μας προσέφερε η προσιτή ψηφιακή υποστήριξη, λειτουργούσαμε κοινωνικά με μια απάθεια για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Προσεγγίζοντας τώρα τις μνήμες αυτές με τον αναστοχασμό που τους αρμόζει, καταλήγω στην εξής υπόθεση: η ψηφιακή εμπειρία, που έχει αντικαταστήσει τη δια βίου τριβή με τις κάθε είδους προκλήσεις, κατευθύνει την ένταξη των υποκειμένων και της κοινωνίας σε μία πολύ συγκεκριμένη φόρμα. Η εξαρτημένη δράση των ατόμων από τους ψηφιακούς τους «συμβούλους» συνεπάγεται την αποκοπή τους από την κριτική καλλιέργεια σε πρώτο χρόνο και δευτερευόντως ως συνέπεια έχει την επόμενη κατάληξή τους σε μηχανιστικές και φορμαλιστικές οντότητες. Όταν για να κυκλοφορήσεις πραγματικά οπουδήποτε πας με την ευχή της ψηφιακής σου αυθεντίας, τότε υποβόσκει ο κίνδυνος του κομφορμισμού και της αφομοίωσης-απορρόφησης του υποκειμένου από το ίδιο το τεχνοκρατικά-γραφειοκρατικά δομημένο σύστημα οργάνωσης.
Οι προθέσεις και ο ρόλος της εξαιρετικά ταχύρρυθμης τεχνολογικής εξέλιξης μαρτυρούν πως ο αντι-διαφωτισμός και ο σκοταδισμός της σκέψης υποβόσκουν ακόμη στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα, στην εσωτερική και εξωτερική συνείδηση, και δεν έφυγαν ποτέ. Η αποκοπή από τη φυσική πρακτική τριβή και εμπειρία που ακολουθεί την τυφλή εμπιστοσύνη σε μια φορητή συσκευή και σε ένα δορυφορικό σήμα αποτελούν ακριβώς τους παράγοντες αυτούς που καθιστούν το υποκείμενο κυριολεκτικά άνευρο και απαίδευτο σε μια λογική άμεσης ανταπόκρισης στις προκλήσεις και στον αυτοσχεδιασμό, λογικές που συγχέονται με μια κριτική διάσταση και έναν αντικομφορμισμό — αν θέλει το άτομο να «επιβιώσει» απέναντι στην πρόκληση. Και για όσους θα πουν ότι δεν υπάρχουν προκλήσεις να αντιμετωπιστούν, να υπενθυμίσουμε τα ανοιχτά μέτωπα στη Μέση Ανατολή και στην Ουκρανία, όπου εκεί οι ζωές παίζονται κορώνα γράμματα στην πραγματικότητα.
Αμφιβάλλω αν η ψηφιακή συμβουλευτική θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην αμεσότητα της περίστασης και του κινδύνου. Αλλά επειδή δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε ένα παράδειγμα τόσο ακραίο —κοντινό και άμεσο θα έλεγα εγώ…— μια εξάντληση της μπαταρίας του τηλεφώνου αποτελεί πραγματικό challenge, αφού το μόνο σίγουρο είναι ότι θα πελαγώσει ο καθένας.
Μια ψηφιακή αποχαύνωση —όσο βαρύς χαρακτηρισμός κι αν ακούγεται— έχει αντικαταστήσει τον επικουρικό ρόλο της τεχνολογίας. Ο κατευνασμός της ενεργητικότητας της σκέψης, μια νωθρότητα του αναστοχασμού και της αμφισβήτησης και τέλος, μια ολοκληρωτική προσαρμογή και τοποθέτηση σε μια φόρμα, είναι μια παθολογία η οποία αντί να σχολιαστεί και να της ασκηθεί κριτική, μένει στο απυρόβλητο με την πρόφαση της προόδου και της επιστημονικής εγκυρότητας. Η αυθεντία της επιστήμης που δυναστεύει και απογυμνώνει τους ανθρώπους από την ίδια τους τη σκέψη και λειτουργεί κατασταλτικά προς οποιαδήποτε ανατροπή. Μια επιστήμη που από μέθοδος προσέγγισης της αλήθειας καταλήγει να θεωρείται η ίδια αλήθεια.
Ως αποτέλεσμα, δεν επιτρέπουμε στην ίδια τη ζωή να εκδηλωθεί, γιατί από μόνη της η τελευταία δεν θεωρείται δεδομένη και προκαθορισμένη για να χρειάζεται ένα τελείως στεγανό πρότυπο δράσης που μας βομβαρδίζει από την ημέρα που γεννιόμαστε. Απαγορεύουμε το μυαλό μας να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ώστε να κληθούμε να την αντιμετωπίσουμε και περιμένουμε, έτσι, να μας δώσει κάποιος άλλος την απάντηση. Έτσι κι αλλιώς, η κριτική είναι κάτι που καλλιεργείται και δεν γεννήθηκε κανείς με αυτήν. Οπότε, στο πολύ αστείο επιχείρημα «δεν είμαστε όλοι οι άνθρωποι το ίδιο έξυπνοι» μπορούμε να απαντήσουμε πως κάτι τέτοιο είναι ζήτημα απόφασης και συνεχούς τριβής με την καθημερινή βία και δράση. Και στο κάτω κάτω, σε εποχές που η ελευθερία μεταφράζεται σε δικαίωμα, γιατί κάποιος να αρνείται το δικαίωμά του να σκέφτεται; Μήπως γιατί δεν θέλει να προσπαθήσει να ζει ελεύθερος; Πάντως, είναι τελείως παράταιρο να μιλάμε για ελευθερία και την ίδια στιγμή να υποτασσόμαστε σε έναν ψηφιακό ολοκληρωτισμό της σκέψης και της συνείδησης.
Όταν κατά αυτόν τον τρόπο εκμηδενίζονται και κατακρεουργούνται οι ικανότητες του ατόμου και υπονομεύεται η εν δυνάμει ανάπτυξή τους, τότε οι προθέσεις ανατροπής —αν υπάρχουν— έχουν παγώσει και αδυνατούν να περατωθούν και να περάσουν στην πράξη. Και αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά το υποκείμενό της δεν διαθέτει τον απαραίτητο αναστοχασμό που συνοδεύει την ιδέα της ανατροπής και χαρακτηρίζεται από τέτοια απάθεια και άρνηση πρωτοβουλίας που η δυναμική δράση και ο υπερκερασμός της δυσανασχέτησης εις βάρος του κυρίαρχου, φαντάζουν απλά απατηλά και ψευδεπίγραφα και όποιος τα πιστεύει είναι απλά πολύ αφελής και αισιόδοξος — δυστυχώς.
Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο του φετιχιστές των gadgets που ακολουθούν δουλικά κάθε τι καινούργιο που βγαίνει για να καμαρώνουν για τον αντι-σκοταδισμό και την πρόοδο τους, αλλά το κοινωνικό σύνολο εν γένει. Η ιστορία έχει δείξει πως όταν η αλληλεξάρτηση και η αλληλοβοήθεια παίρνει τη μορφή της εξάρτησης, τότε ο δεσποτισμός και η υποτέλεια, όχι μόνο σε επίπεδο συναισθήματος, κανονικοποιούνται.
Ας μην προσποιηθούμε ότι δεν αποτελεί πρόβλημα η μη κριτική σκέψη, γιατί πολύ απλά τότε γινόμαστε συνένοχοι και νομιμοποιούμε την ίδια μας την υποδούλωση. Όταν εναποθέτεις τη ρύθμιση της ζωής σου σε κάποιον τρίτο, τότε αυτός δεν θα αργήσει να γίνει δυνάστης και δικτάτορας, ακόμα κι αν αυτός ο τρίτος είναι μία οριακή ψηφιακή φαντασίωση χωρίς υπόσταση. Κάποτε πίστευαν πως ο στρατός έπρεπε να κυβερνάει, γιατί η πολιτική ήταν συνώνυμο της διαφθοράς. Σήμερα πιστεύουμε ότι ο τεχνοκρατισμός, το «ουδέτερο» κράτος και ο «συμβουλευτικός», «επικουρικός» ρόλος της τεχνητής νοημοσύνης είναι η λύση στο πρόβλημα των δημαγωγών που «λαϊκίζουν» και της αναξιοκρατίας. Το δυσάρεστο, όμως, είναι ότι πέρα από απλές ιδεολογικές ντιρεκτίβες έχουν γίνει το κυρίαρχο μοντέλο συμπεριφοράς από όλους μας, ακόμα και σε όσους πιστεύουμε ότι τους αντιστεκόμαστε…