Της Αλίκης Κωστή,
Ικανότητα δικαίου ονομάζεται η ικανότητα να είναι κανείς φορέας δικαιωμάτων κι υποχρεώσεων (ΑΚ 34). Το αστικό μας δίκαιο απονέμει ικανότητα δικαίου στους ανθρώπους (οι οποίοι ως εκ τούτου αποκαλούνται φυσικά πρόσωπα) και σε νοητές οντότητες, που αποκαλούνται νομικά πρόσωπα.
Ο άνθρωπος είναι φορέας δικαιωμάτων κι υποχρεώσεων από τη γέννηση του, σύμφωνα με την ΑΚ 35. Ειδικότερες προϋποθέσεις είναι ο τοκετός, το νεογέννητο να γεννήθηκε ζωντανό και τέλος, να έχει ανθρώπινη μορφή. Στο στάδιο προ του τοκετού (και μετά τη σύλληψη), υπάρχει το κυοφορούμενο, το οποίο δεν είναι φυσικό πρόσωπο με την έννοια της ΑΚ 35 κι άρα δεν έχει ικανότητα δικαίου, με βάση το ίδιο άρθρο σε συνδυασμό με την ΑΚ 34. Επειδή, όμως, μια τέτοια λύση θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα, η ΑΚ 36 καθιερώνει ένα πλάσμα δικαίου, κατά το οποίο το κυοφορούμενο εξομοιώνεται με ζωντανό φυσικό πρόσωπο, εφόσον γεννηθεί ζωντανό, και μόνο για τα δικαιώματα που του επάγονται (όχι και για τις υποχρεώσεις). Με άλλα λόγια, το κυοφορούμενο έχει περιορισμένη ικανότητα δικαίου (είναι φορέας μόνο δικαιωμάτων), η οποία τελεί υπό τη νομική αίρεση της γέννησης του ως ζωντανού. Από τη γέννησή του και για το μέλλον, καθίσταται φυσικό πρόσωπο κι αποκτά πλήρη ικανότητα δικαίου.
Η διάταξη της ΑΚ 36 έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο ιδίως του κληρονομικού δικαίου, ωστόσο, από τη στιγμή που ο νόμος δεν διακρίνει, η ρύθμιση του στην πραγματικότητα καταλαμβάνει κάθε είδους δικαιώματα κι ωφέλειες. Σε επίπεδο κληρονομικού δικαίου, η ΑΚ 1711 εδάφιο α’ αποτελεί εξειδίκευση της ΑΚ 36 κι ορίζει ότι «κληρονόμος μπορεί να γίνει εκείνος που… έχει τουλάχιστον συλληφθεί». Άρα, το κυοφορούμενο έχει ρητώς κληρονομική ικανότητα, εφόσον είναι τέτοιο κατά τον χρόνο επαγωγής της κληρονομιάς, δηλαδή κατά τον χρόνο του θανάτου. Η κληρονομική αυτή ικανότητα αφορά φυσικά τόσο το κληρονομικό δικαίωμα εκ διαθήκης όσο κι εξ αδιαθέτου. Μάλιστα, η ΑΚ 1786 ορίζει ότι είναι ακυρώσιμη η διαθήκη (λόγω πλάνης που ανάγεται στα παραγωγικά αίτια), αν ο διαθέτης παρέλειψε από τη διαθήκη του μεριδούχο (εδώ μας ενδιαφέρει η περίπτωση που τέτοιος είναι το κυοφορούμενο) που γεννήθηκε μετά τη σύνταξή της (κι εφόσον δεν ήταν σκόπιμη η παράλειψη).
Σε επίπεδο, τώρα, ενοχικού δικαίου, ακολουθείται και πάλι ο κανόνας του αρ. 36ΑΚ, για την περίπτωση που το κυοφορούμενο υποστεί βλάβη της υγείας ή της σωματικής ακεραιότητάς του κατά την κυοφορία του, οπότε έχει δικαίωμα σε αποζημίωση κατά των υπαιτίων, με βάση τα αρ. 57, 59 αλλά κι 914, εφόσον γεννηθεί ζωντανό.
Ιδιαίτερο ζήτημα αποτελεί η εφαρμογή του αρ. 932 στην περίπτωση θανάτωσης συγγενούς του κυοφορούμενου και κατά πόσο αυτό δικαιούται αποζημίωση. Σε αντίθεση με την παλαιότερη άποψη της νομολογίας, πλέον τα δικαστήρια κάνουν δέκτες αγωγές για ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης με δικαιούχο το κυοφορούμενο που γεννήθηκε ζωντανό, επί τη βάσει της αντίληψης ότι αυτή η περίπτωση είναι μια περίπτωση αποθετικής ζημίας, κατά την οποία το κυοφορούμενο θα στερηθεί ό,τι θα απολάμβανε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν δεν είχε επέλθει ο θάνατος του συγγενούς του (κυρίως του πατέρα ή και της μητέρας του).
Τέλος, το ίδιο ζήτημα τίθεται και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μπορεί η θανάτωση του κυοφορούμενου να δημιουργεί αξίωση χρηματικής ικανοποίησης στους στενούς συγγενείς του και δη στους γονείς του, κατά το 932; Από τη γραμματική ερμηνεία του αρ. 932 προκύπτει ότι απαιτείται «θανάτωση προσώπου» κι όπως έχει ήδη λεχθεί, το κυοφορούμενο δεν νοείται ως τέτοιο, κατά την ΑΚ 35. Και φυσικά, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ΑΚ 36, αφού θανατώνεται και δεν γεννιέται ζωντανό. Άρα, οι γονείς του δεν είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνη, κατ’ αυτή την άποψη, η οποία μάλλον κρατεί στη νομολογία. Υπάρχουν, βεβαίως, κι απόψεις που υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο.
Σε κάθε πάντως περίπτωση, η μητέρα θα λάβει ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, καθώς η διακοπή της κύησης που επήλθε συνιστά προσβολή της σωματικής της ακεραιότητας (ΑΚ 914). Για τον δε πατέρα, μία λύση που θα εξυπηρετούσε τη σκοπιμότητα ικανοποίησης της μη υλικής ζημίας που υφίσταται, υπερβαίνοντας το εμπόδιο του 932, θα ήταν η θεώρηση του κυοφορούμενου ως στοιχείου της προσωπικότητας του (όπως φυσικά και της μητέρας), πράγμα που θα θεμελίωνε δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τα αρ. 57 και 59. Αυτή η άποψη υιοθετείται από δικαστήρια της ουσίας, όπως στην ΕφΠειρ 242/2012.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2015.
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2019.
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2024.
- Ελένη Γ. Χαρλαύτη, -“Η νομική θέση και προστασία του ανθρώπινου εμβρύου στο Αστικό Δίκαιο”, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Νομικής, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών αστικού δικαίου, Αθήνα, Μάρτιος 1999. Διαθέσιμο εδώ