Της Βασιλικής Μπουτκάρη,
Το Φορολογικό μητρώο
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 ΚΦΔ, κάθε πρόσωπο που πρόκειται να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα οφείλει να ζητήσει την εγγραφή του στο φορολογικό μητρώο. Λοιπόν, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που κατά το νόμο είναι υπόχρεο σε καταβολή ή παρακράτηση φόρου οφείλει να υποβάλλει προηγουμένως δήλωση εγγραφής στο φορολογικό μητρώο. Συνεπώς, με την εγγραφή αυτή η φορολογική αρχή αποδίδει στο φορολογούμενο το μοναδικό ΑΦΜ με το οποίο θα λειτουργεί. Στα νομικά πρόσωπα, όμως, και τις νομικές οντότητες, η υποβολή της δήλωσης έναρξης πρέπει να γίνει εντός 30 ημερών από τη σύστασή τους.
Κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου, προβλέπονται οι υποχρεώσεις του υποκειμένου στο ΦΠΑ για την υποβολή δηλώσεων, σε σχέση με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές που διενεργεί. Η 3η παράγραφος του ίδιου άρθρου προβλέπει την υποχρέωση του φορολογούμενου να ενημερώνει εγγράφως τη φορολογική διοίκηση εντός δέκα ημερών για μεταβολές στην επωνυμία, το διακριτικό τίτλο, τη διεύθυνση κατοικίας ή τη διεύθυνση των επαγγελματικών εγκαταστάσεων, την έδρα, το αντικείμενο της δραστηριότητας, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τις λοιπές πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά το χρόνο της εγγραφής
Αριθμός Φορολογικού Μητρώου
Η παράγραφος 1 της διάταξης του άρθρου 11 ΚΦΔ προβλέπει ότι η φορολογική διοίκηση αποδίδει σε κάθε φορολογούμενο μοναδικό ΑΦΜ, τον οποίο ο φορολογούμενος οφείλει να χρησιμοποιεί σε όλες του τις συναλλαγές προς τρίτους ως επιτηδευματίας, αλλά κι εν γένει στις συναλλαγές του προς τη φορολογική αρχή.
Στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου, προβλέπεται η δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να χορηγήσει ΑΦΜ σε φορολογούμενο, έστω και χωρίς την υποβολή σχετικής δήλωσης, εφόσον έχει τα απαιτούμενα στοιχεία προκειμένου να βεβαιώσει και να εισπράξει απαιτήσεις κατ’ αυτού ή για να προβεί στην επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, σε μη εγκατεστημένους υποκείμενους στο φόρο, ή εφόσον αυτό απαιτείται από άλλες διατάξεις νόμου, καθώς και σε περίπτωση που πραγματοποιείται οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και τα πιστωτικά ιδρύματα και τα ιδρύματα πληρωμών της χώρας μας.
Κατά την 4η παράγραφο του ίδιου άρθρου, προβλέπεται η δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να αναστέλλει σύμφωνα με το άρθρο 2 ΚΦΔ ή να απενεργοποιεί τον ΑΦΜ φορολογούμενου, εάν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι αυτός έχει παύσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα ή ότι διαπράττει φοροδιαφυγή ή ότι έχει δηλώσει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία για την απόκτηση του.
Ο ΑΦΜ που αποκτά κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα παραμένει ο ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και δεν παύει να υπάρχει σε περίπτωση που η επιχείρησή του παύσει να λειτουργεί. Στα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, όπως επίσης και σε αυτά τα οποία βρίσκονται υπό ίδρυση παραμένει ο ίδιος. Σε περίπτωση θανάτου του φυσικού προσώπου ή λύσης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, ο αριθμός που είχαν πριν τον θάνατο ή τη λύση κι εκκαθάριση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τη φορολογική αρχή για την εκπλήρωση υποχρεώσεών τους, κατά τις παραγράφους 6 κι 7 του άρθρου 11 ΚΦΔ.
Η Φορολογική Δήλωση
Η φορολογική δήλωση του κατά νόμο υπόχρεου, συνιστά εκπλήρωση δημοσίου δικαίου, με την οποία ο φορολογούμενος γνωστοποιεί στη φορολογική αρχή τα αναγκαία στοιχεία για την εξατομίκευση του φορολογικού νόμου. Η παράλειψη, λοιπόν, υποβολής της ή η ανακρίβεια του περιεχομένου της έχουν ως συνέπεια την επιβολή ποικίλων κυρώσεων. Η δήλωση θα πρέπει να υποβάλλεται, βασικά ηλεκτρονικά, από τον κατά νόμο υπόχρεο, σε περίπτωση δε κατά την οποία ο υπόχρεος είναι ανήλικος ή στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας, η δήλωση υποβάλλεται από εκείνο που τον εκπροσωπεί κατά νόμο. Οι έγγαμοι υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους. Στην περίπτωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων από εταιρίες, αυτές πρέπει να υποβάλλονται από τους κατά το καταστατικό εκπροσώπους τους.
Στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπονται τρία είδη δηλώσεων, η αρχική δήλωση, η τροποποιητική κι η δήλωση με επιφύλαξη.
Η αρχική δήλωση
Το άρθρο 18 παρ.1 ΚΦΔ προβλέπει την υποβολή της αρχικής δήλωσης μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η συναφής νομοθεσία, δηλαδή, προβλέπει την υποβολή φορολογικών δηλώσεων για τα φυσικά πρόσωπα το διάστημα από 1 Φεβρουαρίου μέχρι 30 Ιουνίου. Συγχρόνως, προβλέπεται η υποχρέωση του φορολογούμενου που υποβάλλει τη δήλωση ή σε περίπτωση που αυτός είναι δικαιοπρακτικά ανίκανος, του νόμιμου εκπροσώπου του, να βεβαιώνει την ακρίβεια και την πληρότητα της φορολογικής δήλωσης με την υπογραφή του. Την ίδια ακριβώς υποχρέωση υπέχει ο νόμιμος ή ο φορολογικός εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.
Η τροποιητική δήλωση
Στο άρθρο 19 ΚΦΔ, προβλέπεται η υποχρέωση του φορολογούμενου να προβεί σε τροποποίηση της υποβληθείσας φορολογικής του δήλωσης, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι αυτή που υπέβαλε στη φορολογική διοίκηση περιέχει λάθος ή παράλειψη. Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, προβλέπεται ότι κι η τροποποιητική φορολογική δήλωση επέχει θέση αρχικής δήλωσης και μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο ως εμπρόθεσμες, εάν μόνο ο φορολογούμενος υποβάλει τροποποιητική φορολογική δήλωση εντός της προθεσμίας της αρχικής φορολογικής δήλωσης.
Η δήλωση με επιφύλαξη
Η δήλωση με επιφύλαξη, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 20 ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι ο φορολογούμενος έχει αμφιβολίες σε σχέση με το κατά πόσο υφίσταται φορολογική υποχρέωση για συγκεκριμένο στοιχείο που δηλώνει και τον χαρακτηρισμό της φορολογητέας ύλης. Η επιφύλαξη πρέπει να είναι ειδική κι αιτιολογημένη και πρέπει να παρατίθενται σε αυτή συγκεκριμένα οι λόγοι της επιφύλαξης, το είδος της συναλλαγής, το ύψος κι η φύση των σχετικών ποσών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κωνσταντίνος Δ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό Δίκαιο, ΣΤ’ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα. Αθήνα. 2020.