12.2 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορία«Συμφωνία για διαφωνία»: Ο συμβιβασμός που έδωσε τέλος σε μια μεγάλη θεσμική...

«Συμφωνία για διαφωνία»: Ο συμβιβασμός που έδωσε τέλος σε μια μεγάλη θεσμική κρίση


Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη, 

Κατά το μεταίχμιο μεταξύ της δεκαετίας του 1940 και του 1950, η διεθνής κοινότητα κλήθηκε να προσαρμοστεί στα νέα, μεταπολεμικά δεδομένα. Οι οδυνηρές συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η αισθητή απειλή μιας σύγκρουσης μεταξύ Ανατολής-Δύσης, έθεσαν ως ανυποχώρητη βάση συζήτησης τη σύμπραξη Γαλλίας και Γερμανίας. Το 1951, η Συνθήκη των Παρισίων θέσπισε την κοινή διαχείριση άνθρακα και χάλυβα από 6 κράτη (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία) και σήμανε την αρχή προς την υλοποίηση του οράματος μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι Συνθήκες της Ρώμης του 1957, έδωσαν στέρεο έρεισμα στην ιδέα της ολοκλήρωσης και ισχυροποίησαν τους διακρατικούς δεσμούς των ιδρυτικών μελών της κοινότητας.

Ο Συμβιβασμός. Πηγή εικόνας: slideplayer.com

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που θεσπίστηκε τότε, απέβλεπε στην εδραίωση κοινής αγοράς, βασισμένης στις τέσσερις ελευθερίες της κυκλοφορίας προσώπων, υπηρεσιών, κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Σύμφωνα με το σχέδιο, «ο στόχος μιας κοινής αγοράς, πρέπει να είναι η δημιουργία μιας ευρείας περιοχής με κοινή οικονομική πολιτική, έτσι ώστε να σχηματιστεί μια ισχυρή μονάδα παραγωγής και να καταστεί δυνατή η συνεχής ανάπτυξη, καθώς και αυξανόμενη σταθερότητα, μια επιταχυνόμενη ανάπτυξη της ευημερίας και η ανάπτυξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών που έτσι ενώνονται». Προτάθηκε αρχικά η συγχώνευση των εθνικών αγορών με την προώθηση μιας τελωνειακής ένωσης, η οποία θα στηριζόταν στην κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών, στις τέσσερις προαναφερθείσες ελευθερίες και σε μια Κοινή Γεωργική Πολιτική. Ως τελική επιδίωξη θεωρείτο ένας καταμερισμός εργασίας σε ένα ευρύ πλαίσιο, που θα έθετε τέρμα στην κατασπατάληση των κοινοτικών πόρων και στις μη βιώσιμες, αντιπαραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες. Το μεγαλόπνοο σχέδιο προϋπέθετε σταδιακή πραγματοποίηση, με συνεχή θεσμική αναθεώρηση και νέες ρήτρες, προκειμένου να αποκτήσει υπόσταση και βιωσιμότητα.

Στα επόμενα έτη, οι Κοινότητες φαίνεται να λειτουργούσαν με προσανατολισμό την επίτευξη των αντικειμενικών στόχων που είχαν τεθεί. Ωστόσο, ένα εξέχον ιδρυτικό μέλος, η Γαλλία, προέβαλλε σθεναρή αντίσταση στις προσπάθειες να εδραιωθεί η ειδική πλειοψηφία ως μέθοδος λήψης αποφάσεων, όπως και στην απονομή αυτόνομης πολιτικής ισχύος στην Κομισιόν. Η συγκρουσιακή ατμόσφαιρα μεταξύ της Γαλλίας και των εταίρων της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα άγγιξε το ζενίθ, το 1965. Ο στρατηγός De Gaulle διαφωνούσε με δύο βασικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις της ΕΟΚ: Η πρώτη αφορούσε, όπως σημειώθηκε, την αντικατάσταση της ομοφωνίας με την ειδική πλειοψηφία στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου των Υπουργών. Η δεύτερη σχετιζόταν με την ενίσχυση των δημοσιονομικών εξουσιών της Συνέλευσης (προγόνου του Ευρωκοινοβουλίου) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τη χρηματοδότηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, κατά τη φάση τελειοποίησης της τελωνειακής ένωσης. Ο στρατηγός De Gaulle κατηγόρησε τον Πρόεδρο της Επιτροπής Walter Hallstein για τη διαμόρφωση της δημοσιονομικής του πρότασης χωρίς πρωτύτερη διαβούλευση με τις ηγεσίες των  κρατών μελών. Η Γαλλία, επιπλέον, δυσφορούσε στην ιδέα ότι ένας συνασπισμός κρατών μελών θα μπορούσε, βάσει απόφασης με ειδική πλειοψηφία, να αμφισβητήσει την Κοινή Γεωργική Πολιτική. Την 1η Ιουλίου 1965, το Παρίσι ανακάλεσε τον μόνιμο αντιπρόσωπό της στην ΕΟΚ και ανακοίνωσε την γαλλική πρόθεση για αποχή από τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου. Αυτή η κίνηση γέννησε μια μακρά θεσμική δυσλειτουργία που ονομάστηκε «η κρίση της άδειας έδρας». Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι ο αναπληρωτής του μόνιμου αντιπροσώπου παρέμεινε, όπως και άλλα μέλη της γαλλικής αντιπροσωπείας που παρουσιάζονταν στις συνεδριάσεις των διαφόρων ομάδων εργασίας. Η Γαλλία, λοιπόν, εξακολουθούσε να αλληλεπιδρά με τα κοινοτικά όργανα, καθώς απολάμβανε πολλά πρακτικά συμφέροντα, σχετιζόμενα με το κοινοτικό σύστημα για να επιτρέψει στα θεσμικά της όργανα να διακόψουν πλήρως. Και πάλι, όμως, η ΕΟΚ κωλυόταν να λειτουργήσει λόγω των γαλλικών ενεργειών, αφού για περίοδο έξι μηνών, ουσιαστικά η χώρα ασκούσε μποϊκοτάζ στην Κοινότητα. 

Τα υπόλοιπα 5 κράτη που απάρτιζαν την Κοινότητα επέδειξαν ξεκάθαρη πρόθεση να βρεθεί μια κοινή πορεία δράσης, που θα επέλυε τις διαφορές με την γαλλική πλευρά και θα εξασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της Κοινότητας, συνολικά. Ωστόσο, αποφεύχθηκαν πρωτοβουλίες που θα οδηγούσαν σε οριστικά μέτρα για ουσιώδη ζητήματα, που ίσως επιδείνωναν τις τριβές με τη Γαλλία. Η ίδια, σταθμίζοντας τους κινδύνους που εγκυμονούσε η συνεχής απομόνωση από την Κοινότητα και τις απειλές που δεχόταν η εθνική οικονομία, συμφώνησε εν τέλει στη συνέχιση των διαβουλεύσεων. 

Η πορεία προς τη συμφιλίωση προχώρησε προσεκτικά και σταδιακά. Στις συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Λουξεμβούργο στις 17–18 και 28–29 Ιανουαρίου 1966, ο Pierre Werner — πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και προεδρεύων του Συμβουλίου— επεδίωξε την πολυπόθητη συναίνεση με την εκπόνηση μιας συμφωνίας που απελευθέρωσε την Κοινότητα από το αδιέξοδο. Αυτός ήταν ο «Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου», γνωστός και με τον όρο «συμφωνία για διαφωνία». Θεσπίζει ότι εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντά του, οι διαπραγματεύσεις πρέπει να συνεχιστούν έως ότου επιτευχθεί ομοφωνία, ένας καθολικά αποδεκτός συμβιβασμός. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει συμβιβασμός, η Γαλλία απαιτούσε τη συμμόρφωση με τον κανόνα της ομοφωνίας (δηλαδή να δοθεί στο κράτος της μειοψηφίας δικαίωμα βέτο). Εντούτοις το διακανονιστικό αυτό έγγραφο, το οποίο μετέβαλε θεμελιωδώς το πνεύμα της Συνθήκης ΕΟΚ δίνοντας βήμα στα κράτη να ασκούν πίεση στο Συμβούλιο, δεν όριζε επακριβώς τι εννοείται ως «ζωτικό εθνικό συμφέρον», παρά το εναπόθετε στην κρίση του εκάστοτε κράτους. Ο De Gaulle αποδέχθηκε τον Λουξεμβουργιανό Συμβιβασμό, που αποτελούσε τρόπον τινά έναν δίαυλο για τον περιορισμό των υπερεθνικών πτυχών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τον επαναπροσανατολισμό της προς μια διακυβερνητική προσέγγιση.  Ο Pierre Werner είχε δηλώσει: «Θεωρούσα την προεδρία μου ως ευκαιρία, πρωτίστως, για τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας και ενός κλίματος διαπραγμάτευσης που έλαβε υπόψη τις λεπτές ευαισθησίες των εταίρων που φιλοδοξούν να καταλήξουν σε συμφωνία». Έκτοτε, μάλιστα, η εικόνα του Werner ανυψώθηκε τόσο ώστε να γεννηθεί η ιδέα ότι θα μπορούσε να αναλάβει μέχρι και Πρόεδρος της Επιτροπής. 

Την περίοδο της κρίσης ακολούθησε, τελικά, η προοδευτική συνέχισης της διαδικασίας εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς, με την ολοκλήρωση της τελωνειακής ένωσης το 1968. Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκαν αξιοσημείωτες προσπάθειες ανάπτυξης κοινών, συγχρονισμένων πολιτικών ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια διασφάλισης νομισματικής σταθερότητας, η οποία οδήγησε στο «ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα», το 1972.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αστέρης Δ. Πλιάκος (2018), Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
  • The Luxemburg Compromise (January 1966), cvce.eu, διαθέσιμο εδώ
  • The Luxemburg Compromise, globalanalysis.eu, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλεξάνδρα Μαστοράκη
Αλεξάνδρα Μαστοράκη
Γεννήθηκε στο 2005 στον Πειραιά, όπου μεγαλώσει και διαμένει μέχρι σήμερα. Το 2023 άρχισε τις σπουδές της στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά και καλλιέργησε τη μακρόχρονη αγάπη της για την Ιστορία, δίνοντας έμφαση στη νεότερη Ελληνική και Ευρωπαϊκή. Λατρεύει τα ταξίδια, την έρευνα και την καλή παρέα.