Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Στα άρθρα 410 κι επόμενα του ΑΚ αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα κατάρτισης σύμβασης υπέρ τρίτου. Πρόκειται για σύμβαση με την οποία συμφωνείται ορισμένη έννομη συνέπεια να επέλθει υπέρ τρίτου. Το τρίτο πρόσωπο δεν μετέχει στην κατάρτισή της με κανένα τρόπο, λόγου χάρη μπορεί να συναφθεί μια σύμβαση πώλησης που θα προβλέπεται πως το πράγμα θα παραδοθεί και θα μεταβιβαστεί σε ένα άλλο πρόσωπο που δεν είναι συμβαλλόμενο. Η σύμβαση υπέρ τρίτου εμπλέκει τρία πρόσωπα: αυτόν που υπόσχεται να προβεί σε παροχή προς τον τρίτο που καλείται υποσχεθείς, ο αντισυμβαλλόμενός του προς τον οποίο δίνεται η υπόσχεση παροχής στον τρίτο που ονομάζεται δέκτης της υπόσχεσης και το πρόσωπο στο οποίο γίνεται πράγματι η παροχή. Η σύμβαση υπέρ τρίτου διακρίνεται σε γνήσια και μη γνήσια ανάλογα με το εάν ο τρίτος έχει αυτοτελές κι ευθύ δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από τον υποσχεθέντα.
Μη γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου υφίσταται, όταν ο δέκτης της υπόσχεσης μόνο μπορεί να απαιτήσει την καταβολή της παροχής στον τρίτο κι όχι το ίδιο το τρίτο πρόσωπο (410 ΑΚ). Αντίθετα, γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου υπάρχει, όταν ο τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει ο ίδιος την καταβολή της παροχής απευθείας από τον υποσχεθέντα. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να είναι αποκλειστικό ή να αναγνωρίζεται και στον δέκτη της υπόσχεσης. Συνιστά εξαίρεση από την αρχή της σχετικότητας των ενοχών και ρυθμίζεται ειδικά στα άρθρα 411-414 ΑΚ. Με την κατάρτιση της σύμβασης δημιουργείται μια τριμερής-τριγωνική σχέση, η οποία αφορά τον δέκτη της υπόσχεσης με τον υποσχεθέντα, τον υποσχεθέντα με τον τρίτο και τον τρίτο με τον δέκτη της υπόσχεσης. Ειδικότερα:
Α) Σχέση μεταξύ υποσχεθέντος-δέκτη της υπόσχεσης. Η σχέση των δύο προσδιορίζεται με βάση τη σύμβαση που έχουν συνάψει. Οι διατάξεις που διέπουν την καταρτιζόμενη σύμβαση εφαρμόζονται αναλογικά στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς να παίζει ρόλο ότι η καταβολή της παροχής θα γίνει σε άλλο πρόσωπο μη συμβαλλόμενο άμεσα ή έμμεσα. Η συμφωνία για καταβολή σε τρίτο αποτελεί ρήτρα, η οποία μπορεί να συμφωνηθεί είτε πριν είτε μετά την κατάρτιση της σύμβασης.
Β) Σχέση μεταξύ υποσχεθέντος-τρίτου. Μεταξύ τους δεν υπάρχει συμβατική σχέση. Ο υποσχεθείς οφείλει να καταβάλει την παροχή στο τρίτο πρόσωπο λόγω της σύμβασης που κατάρτισε με τον δέκτη της υπόσχεσης. Στην περίπτωση που υπάρχει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου τότε μεταξύ τους έχουν σχέση οφειλέτη-δανειστή, οπότε ο τρίτος φέρει τις υποχρεώσεις επιμέλειας του δανειστή, π.χ. υπερήμερος δανειστής, συντρέχον πταίσμα.
Γ) Σχέση δέκτη της υπόσχεσης-τρίτου. Μεταξύ τους υφίσταται σχέση αξίας που συνίσταται σε σύμβαση χαριστική ή επαχθή βάσει της οποίας ο δέκτης της υπόσχεσης οφείλει ορισμένη παροχή στον τρίτο. Η σχέση αξίας αποτελεί τη νομική αιτία της περιουσιακής επίδοσης από τον δέκτη της υπόσχεσης στον τρίτο.
Με βάση το άρθρο 414 ΑΚ αυτός που υποσχέθηκε έχει δικαίωμα να αντιτάξει κι απέναντι στο τρίτο ενστάσεις από τη σύμβαση. Το δικαίωμα του τρίτου να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής αμέσως από τον υποσχεθέντα προέρχεται από τη σύμβαση μεταξύ του υποσχεθέντος κι του δέκτη της υπόσχεσης. Ο υποσχεθείς μπορεί να αποκρούσει την απαίτηση του τρίτου αντιπαραβάλλοντας τις ενστάσεις που θεμελιώνονται στη σύμβαση τόσο γνήσιες όσο και καταχρηστικές, π.χ. ακυρότητα σύμβασης λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος. Παράλληλα, ο υποσχεθείς μπορεί να αντιτάξει κατά του τρίτου ενστάσεις που έχει ο ίδιος προσωπικά μαζί του, π.χ. ένσταση συμψηφισμού. Δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις που έχει ο δέκτης της υπόσχεσης κατά του τρίτου ή ενστάσεις που έχει ο υποσχεθείς απέναντι στον δέκτη και δεν προέρχονται από τη σύμβαση, π.χ. εάν η σχέση αξίας είναι άκυρη δεν επηρεάζεται η υποχρέωση του υποσχεθέντα για καταβολή της παροχής ή η αξίωση απαίτησης της από τον τρίτο.
Σύμφωνα με το άρθρο 415 ΑΚ , αυτός που υποσχέθηκε σε άλλον ότι τρίτος θα καταβάλει κάποια παροχή, εφόσον δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από τη σύμβαση, οφείλει αποζημίωση αν ο τρίτος αρνηθεί την καταβολή. Στη συγκεκριμένη σύμβαση ο υποσχόμενος υπόσχεται ότι όχι εκείνος αλλά τρίτο πρόσωπο θα εκπληρώσει την οφειλόμενη παροχή. Συνιστά μορφή εγγυοδοτικής σύμβασης καθώς ο υποσχεθείς θα αποζημιώσει τον αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση που ο τρίτος αρνηθεί την καταβολή της παροχής. Η υπόσχεση αυτή δεν υπόκειται σε τύπο, ακόμα κι αν συνδέεται με κύρια τυπική σύμβαση, π.χ. πώληση.
Η παροχή του τρίτου μπορεί να αφορά οποιαδήποτε πράξη, ανοχή ή παράλειψη είτε έχει είτε δεν έχει περιουσιακή αξία. Η σύμβαση κατά τρίτου παράγει έννομες συνέπειες μόνο μεταξύ του δέκτη της υπόσχεσης και του υποσχόμενου. Ο τρίτος δεσμεύεται, εφόσον ενέκρινε τη σύμβαση. Εάν η παροχή του τρίτου κατέστη αδύνατη χωρίς πταίσμα του ίδιου ή του υποσχεθέντος είτε από πταίσμα του δέκτη της υπόσχεσης, ο υποσχεθείς απαλλάσσεται. Η ζημία που αποκαθίσταται είναι το διαφέρον εκπλήρωσης, δηλαδή ό,τι θα είχε ο δέκτης αν ο τρίτος προέβαινε στην καταβολή της παροχής (θετικό διαφέρον).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2015.