Της Μαρίας Γκόρου,
Ο Νίκος Μπελογιάννης (22 Δεκεμβρίου 1915-30 Μαρτίου 1952) ήταν Έλληνας αντιστασιακός, με σπουδές στη Νομική και μέλος του ΚΚΕ. Από την παιδική του ηλικία γαλουχήθηκε με τα «ιδανικά» του κομμουνισμού, και το 1932 εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών. Ήταν γόνος μιας σχετικά εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας του, Γιώργος Μπελογιάννης, ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου και μικροβιοτέχνης. Ο Νίκος σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ Αμαλιάδας και το 1932 εισήχθη στη Νομική Αθηνών. Το ίδιο έτος ανέπτυξε έντονη συνδικαλιστική δράση, ενώ το 1934 συμμετείχε με φοιτητές στα συλλαλητήρια της Αμαλιάδας. Τον Μάρτιο του 1936 συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Ίο.
Ύστερα από δύο μήνες, φυλακίστηκε, αλλά αφέθηκε μετά από παρέμβαση των γονιών του. Για κομματικούς λόγους, επέστρεψε στην Αθήνα. Το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά σηματοδοτεί την έναρξη ενός αέναου κομμουνιστικού μένους, πράγμα που βρίσκει τον Μπελογιάννη να υπομένει με σθένος μία σειρά από φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια. Ζήτησε να συμμετάσχει στον πόλεμο με τους Ναζί και η κυβέρνηση αρνήθηκε. Καταφέρνει να αποδράσει, και εντάσσεται στην ΕΛΛΑΣ ως καπετάνιος μεραρχίας στην Πελοπόννησο, δημιουργώντας έτσι «κομματικούς πυρήνες». Μετά το πραξικόπημα εγκαταστάθηκε στην Πάτρα.
Τον Δεκέμβριο του 1936 συνελήφθη και βασανίστηκε στην Ειδική Ασφάλεια, καταδικαζόμενος σε τρίμηνη φυλάκιση και περίοδο εξορίας. Τον Ιούνιο του 1937 επανήλθε στην Πάτρα και διετέλεσε καθήκοντα συντάκτη στο «αντιμεταξικό» έντυπο «Λαϊκή Γνώμη» έως τον Μάιο του 1938, όπου συνελήφθη ξανά, και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Εξέτισε την ποινή της Ακροναυπλίας, Κατούνας, Βόνιτσας και Λαζαρέτου. Στις φυλακές Λαζαρέτου αρρώστησε από φυματίωση και παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση. Τον Σεπτέμβριο του 1943 δραπέτευσε από το νοσοκομείο, εγκαταστάθηκε στην Πάτρα και εντάχθηκε στις «ΕΑΜικές» οργανώσεις. Κατά την περίοδο 1943–1944, κατάφερε να ξεφύγει από τις συλλήψεις που συνέβαιναν στην Ελλάδα και αναλαμβάνει την καθοδήγηση τοπικών οργανώσεων. Από τη συμμετοχή του σε αυτές «έχαιρε εκτίμησης» από μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ .
Στη διάρκεια της Κατοχής, εισήγαγε την αρχή της αλληλέγγυας ευθύνης στις οικογένειες των ταγματασφαλιτών. Σύμφωνα, με αυτήν την αρχή, αν ήταν κάποιος συγγενής ταγματασφαλίτη, έπρεπε να τιμωρηθεί. Πιο αναλυτικά, οι ταγματασφαλίτες στην αδυναμία τους να εξοντώσουν αντάρτες, ξέσπαγαν στις οικογένειες των ανταρτών. Αυτή η αρχή επιβλήθηκε στα χρόνια που λάμβαναν χώρα, συγκρούσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας ως αντίποινα στην εξόντωση ανταρτών, των οικογενειών τους, αλλά και πολιτικών στελεχών του ΕΑΜ. Κατά τον εμφύλιο, ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (του Δημοκρατικού Στρατού). Πάλεψε για τα ιδανικά του, αλλά μετά την ήττα του ΔΣΕ, κατέφυγε τον Αύγουστο του 1949 ως πρόσφυγας στην Πολωνία, μία από τις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με το ψευδώνυμο «Ερρίκος Πανόζ», με σκοπό να οργανώσει τις ομάδες του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου του 1950 συνελήφθη και δικάστηκε για την εμπλοκή του με το ΚΚΕ. Κατηγορήθηκε, επίσης, ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης. Η πρώτη του δίκη ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 1950. Ειδικότερα, στις 19 Οκτώβρη του 1951 οδηγείται από το Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας, στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Ανδρέας Σταυρόπουλος (πρόεδρος) και ο Γ. Παπαδόπουλος (μετέπειτα δικτάτορας). Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου .
Μετά τη διεθνή κατακραυγή που προκλήθηκε από την απόφαση του δικαστηρίου να θανατωθούν 12 κατηγορούμενοι, ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας οδηγήθηκε στο να δηλώσει πως δεν θα εκτελεστούν ο Μπελογιάννης και οι υπόλοιποι. Αποφασίζεται να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που είχε υποχρεωθεί να δώσει. Στο κλίμα ταραχής που συνεχιζόταν στην Αθήνα, ήρθε να προστεθεί και μία άλλη παρανομία τους, για το τότε σύστημα. Στις 16 Νοεμβρίου ανακαλύφθηκαν από την Ασφάλεια Προαστίων της Ελληνικής Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές της Καλλιθέας και της Γλυφάδας, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στους στρατοδίκες να σχηματίσουν δικογραφία εναντίον του. Όσον αφορά την πολιτική του επανάσταση στον καλλιτεχνικό κόσμο, «επηρέασε» τον Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος δημιούργησε ένα σκίτσο που απεικόνιζε τον Μπελογιάννη να κρατά ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον καθιστά ευρέως γνωστό.
Υπεύθυνος για τον ασύρματο ήταν ο παλαίμαχος κομμουνιστής Νίκος Καβούδης. Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε ποικίλα τηλεγραφήματα (περίπου 250.000) από τον κόσμο, όπως και από πολλούς επωνύμους (Πικάσο, Τσάρλι Τσάπλιν κ.α.), που ζητούσαν να μην εκτελεσθεί. Ο τριανταεφτάχρος, τότε, Νίκος Μπελογιάννης παρακολουθούσε τη δίκη, κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, με πολλή ψυχραιμία. Την 1η Μαρτίου ανακοινώνεται ετυμηγορία, η οποία είναι εμφανώς κατηγορηματική. Ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του (Έλλη Παππά, Νίκος Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης, Ηλίας Αργυριάδης και Τάκης Λαζαρίδης) καταδικάστηκαν εις θάνατον. Παρά την παγκόσμια συγκίνηση και το ενδιαφέρον του κόσμου για τον Νίκο, η ημέρα του θανάτου του δεν άργησε να έρθει.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε, ούτε δόθηκε χάρη, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Έτσι, λοιπόν, στις 30 Μαρτίου του 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα τέσσερις τα χαράματα, οι τέσσερις «μελλοθάνατοι» Μπελογιάννης, Καλούμενος, Μπάτσης και Αργυριάδης, μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας σε στρατόπεδο στο Γουδί. Εκεί, ο Μπελογιάννης θα εκτελούταν με πυροβολισμό από έναν φίλο του, αλλά αυτός αρνήθηκε να τον πυροβολήσει. Από το εκτελεστικό απόσπασμα τελικά γλίτωσαν οι κάτωθι: ο Τάκης Λαζαρίδης (λόγω του νεαρού της ηλικίας του), ο Χαράλαμπος Τουλιάτος και ο Μιλτιάδης Μπισμπάνος (εξαιτίας της απονομής «χάριτος»). Τελικά, εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού, φωτιζόμενοι από τους προβολείς των οχημάτων που τους μετέφεραν. Εκείνη την εποχή, οι εκτελέσεις γίνονταν πάντα με το πρώτο φως της ημέρας και ποτέ την Κυριακή. Η συγκεκριμένη έγινε προκειμένου να προλάβουν οι «υπέρμαχοι» της εκτέλεσης τυχόν απονομή «χάριτος».
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, το 1946 παντρεύτηκε την Όρσα Λιακοπούλου που ήταν μέλος του κόμματος, αλλά έφυγε στην εξορία. Ο Νίκος Μπελογιάννης, όσο καιρό ήταν στις φυλακές, γνώρισε τον έρωτα της ζωής του στο διπλανό κελί, την Έλλη Παππά, που παρέμειναν σε σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του. Με την Έλλη απέκτησε έναν γιο, τον Αύγουστο του 1951, που τον ονόμασαν Νίκο. Η Έλλη γλίτωσε την θανατική ποινή, διότι είχε πρόσφατα γεννήσει στη φυλακή.
Ο Νίκος Μπελογιάννης μετά θάνατον αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της Ελληνικής Αριστεράς. Το όνομά του δόθηκε σε οδούς και πλατείες, αλλά και ο Νίκος Τζίμας μετέτρεψε τη ζωή του Νίκου σε ταινία, δίνοντάς της το όνομα ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Παρότι που πολλοί τον «φοβούνται» ακόμα και νεκρό, ο Μπελογιάννης συνεχίζει να εμπνέει με τους αγώνες του για την ελευθερία και τη ζωή .
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό (2012), Νίκος Μπελογιάννης: Η δίκη και η απολογία ενός λαϊκού ήρωα, εκδ. Έντυποις
- Νίκος Μπελογιάννης – ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, tvxs.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Νίκος Μπελογιάννης: Ο «Άνθρωπος με το γαρύφαλλο», sansimera.gr, Διαθέσιμο εδώ