Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Ο ποινικός νομοθέτης, ως γνωστόν, αντιδιαστέλλει την ποινική αντιμετώπιση των ανηλίκων δραστών από αυτήν των κοινών εγκληματιών του Ποινικού Δικαίου. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό —μάλιστα, η διαφοροποίηση πρόδηλα τίθεται υπέρ της επιείκειας των ανηλίκων— δεν είναι άλλος παρά η απόδοση μίας δεύτερης ευκαιρίας στον νεαρό εγκληματούντα, ούτως ώστε να μπορέσει να διορθώσει τα λάθη του και να μην χαραμίσει το υπόλοιπο της ζωής του εξαιτίας της νεανικής ανωριμότητας κι επιπολαιότητας. Τελολογικά, λοιπόν, το ενδιαφέρον του νομοθέτη κι όλου του ευρωπαϊκού κόσμου εστιάζεται αμιγώς στον σωφρονισμό των ανηλίκων δραστών κι όχι στην τιμωρία.
Δεδομένης αυτής της σαφούς δικαιολογητικής βάσης του θεσμού, θα περίμενε κανείς, εύλογα, ο Έλληνας νομοθέτης να ανταποκρίνεται στον σκοπό του και να καθιστά έσχατο μέσο τον εγκλεισμό του ανηλίκου στις λεγόμενες φυλακές ανηλίκων —ο νομικός όρος είναι περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων—, προκρίνοντας καταρχήν τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, ήτοι μέτρα ασφαλείας κι όχι ποινή. Ακριβώς αυτό υιοθετήθηκε από τον Ποινικό Κώδικα του 2019 κι επιεικώς καταστρατηγήθηκε από τον 5090/2024. Στο παρόν, λοιπόν, παρουσιάζεται το πριν και το μετά του ρυθμιστικού βεληνεκούς του δικαίου των ανηλίκων και θίγονται καίρια ερμηνευτικά ζητήματα, ώστε να επιλεγεί η κάθε φορά ορθή ερμηνεία των κυρωτικών κανόνων.
Αρχικά, θα πρέπει να διασαφηνιστεί το εγκληματικό μας υποκείμενο. Ποιος θεωρείται ανήλικος δράστης για το Ποινικό Δίκαιο; Την απάντηση τη δίνει ο νομοθέτης στο άρθρο 121ΠΚ, κατά το οποίο ανήλικος θεωρείται εκείνος που κατά τον χρόνο τέλεσης είναι από δώδεκα μέχρι δέκα οκτώ ετών. Με μία πρώτη ανάγνωση της διάταξης διαφαίνεται το πρώτο θεμελιακό στοιχείο της όλης ρύθμισης του ζητήματος. Το αν ο δράστης θεωρηθεί ή όχι ανήλικος και κατά συνέπεια ευεργετηθεί από τον οικείο θεσμό, κρίνεται αμιγώς από τον χρόνο τέλεσης της πράξης και σε καμία περίπτωση από τον χρόνο εκδίκασής της. Άρα, κατά το άρθρο 17ΠΚ το μόνο κρίσιμο χρονικό πλαίσιο είναι η ενέργεια ή παράλειψη, δηλαδή η εγκληματική πράξη! Έτσι, αν ο Α το 2004 ετών 16 σκοτώσει τη Β και δικαστεί για τη δολοφονία το 2010, θα θεωρηθεί ανήλικος και θα ευεργετηθεί από τις ευνοϊκές διατάξεις του δικαίου των ανηλίκων.
Τονίζεται, επίσης, ότι το ηλικιακό όριο 12-18 που ορίζει τον ανήλικο στο 121ΠΚ αφορά τον τελευταίο ΜΟΝΟ ως δράστη κι όχι ως θύμα. Ως θύμα ο ανήλικος είναι υπαρκτό πρόσωπο από τη στιγμή που γεννάται ζωντανός κατά το 34ΑΚ. Ακόμα, δεδομένης της δικαιολογητικής βάσης κι εν γένει της όλης τελολογίας, υιοθετείται ρητά στο άρθρο 18 εδάφιο β ΠΚ ο πλημμεληματικός χαρακτήρας όλων των πράξεων των ανηλίκων δραστών, με ιδιαίτερο είδος ποινής, όμως, αυτό του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, υποκείμενων φυσικά κατά τις επιταγές του 111ΠΚ σε πενταετή παραγραφή. Έτσι, λοιπόν, αν ο Γ ετών 15 σκοτώσει (299ΠΚ) τον Β, πράττει πλημμέλημα το οποίο και παραγράφεται σε πέντε έτη από τον χρόνο τέλεσης.
Ειδικότερα, η ποινική μεταχείριση των ανηλίκων δραστών με τον κώδικα του 2019 είχε ως εξής:
Εφόσον κατά την 121ΠΚ ανήλικος θεωρείται ο άνω των δώδεκα ετών δράστης, συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι ο κάτω αυτού του ηλικιακού ορίου δεν είναι υποκείμενο του Ποινικού Δικαίου. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου το Ποινικό Δίκαιο, ούτε εγείρεται ο ποινικός μηχανισμός για πράξεις ανηλίκων κάτω των δώδεκα ετών. Απλώ τω λόγω, ο κάτω των δώδεκα δεν θεωρείται άνθρωπος από την πλευρά πάντα του δράστη για το Ποινικό Δίκαιο και κατά συνέπεια δεν πράττει ούτε αρχικά άδικα! Αντιμετωπίζονται αυτές οι πράξεις όπως εκείνες των ζώων ή των φυσικών δυνάμεων (φυσικά, αν ο 10χρονος ενεργεί κατ’ εντολή του πατέρα του θεωρείται όπλο-όργανο του εντολέως κι ο πατέρας είναι ο φυσικός αυτουργός).
Έστω, λοιπόν, ότι ο 10χρονος Α παίρνει το όπλο του Χ και σκοτώνει τον Β. Ο Α δεν πραγμάτωσε καν την αντικειμενική υπόσταση του 299ΠΚ, καθώς δεν πράττει αρχικά άδικα. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι ο Β δεν δικαιούται ούτε άμυνα έλλειψη επίθεσης! Μόνο με τις αυστηρότερες προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης μπορεί να δράσει, μιας κι ο κίνδυνος είναι έννοια ευρύτερη της επίθεσης. Από δώδεκα μέχρι και δέκα πέντε ετών ο ανήλικος, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 126ΠΚ, θεωρείται ΑΜΑΧΗΤΑ ακαταλόγιστος. Όση πνευματική ωριμότητα κι εξυπνάδα να έχει, εκ του νομοθέτη αμάχητα κρίνεται ακαταλόγιστος. Άρα, ναι μεν πράττει αρχικά και τελικά άδικα και κατά συνέπεια η άμυνα πια είναι νοητή, ωστόσο παραμένει αθώος, μιας και λείπει το τέταρτο συστατικό στοιχείο του εγκλήματος, ήτοι ο τελικός καταλογισμός. Η Δικαστική απόφαση θα είναι υποχρεωτικά αθωωτική. Δυνητικά παρέχεται στον Δικαστή η ευχέρεια να επιβάλλει, αν το κρίνει σκόπιμο, αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
Άρα, έστω ότι ο Α ετών 13 βιάζει με μένος τη Β. Το Δικαστήριο οφείλει να πει τη λέξη αθώος, όσο απεχθές κι αν ακούγεται, εφόσον θεωρείται αμάχητα ακαταλόγιστος. Αντίθετη απόφαση παραβιάζει τη θεμελιωδέστερη όλων αρχή της αξίας του ανθρώπου κατά το 2 παρ.1 Συντ. από όπου πηγάζει η αρχή της ενοχής κι είναι δίχως άλλο αντισυνταγματική, άρα ανεφάρμοστη. Από δέκα πέντε ετών τώρα μέχρι και δεκαοχτώ καταρχήν πάλι προτάσσονται τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα. Παρέχεται πλέον, όμως, έστω κι η δυνατότητα του εγκλεισμού του δράστη σε σωφρονιστικό κατάστημα υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Το 127ΠΚ του κώδικα του 2019 όριζε τις προϋποθέσεις, ώστε ο δέκα πέντε κι άνω ανήλικος να οδηγηθεί στη φυλακή ως εξής: Απαιτούνταν το πλημμέλημα που πάντα πράττει ο ανήλικος να ήταν κακούργημα για τους ενηλίκους. Να ήταν φυσικά δέκα πέντε ετών. Το έγκλημά του να περιείχε στοιχεία βίας ή να στεφόταν κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Απαιτούνταν κι ειδική αιτιολογία που εξηγούσε το γιατί δεν επαρκούν τα μέτρα ασφαλείας και χρειάζεται ο εγκλεισμός (γι’ αυτό κι η ποινή της φυλακής ανηλίκων εντάσσεται στην ιεραρχική βαθμίδα πάνω από τη φυλάκιση, μιας κι αναστολή δεν νοείται!).
Έτσι, αν ο 16χρονος Χ σκότωνε, μπορούσε να μπει στη φυλακή γιατί το έγκλημά του στρέφεται κατά της ζωής, ενώ αν τελούσε διακεκριμένη κλοπή κατά το 374ΠΚ, που είναι κακούργημα, αυτό δεν ήταν νοητό, μιας κι ούτε βία υπάρχει ούτε κατά της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας στρέφεται. Τέλος, ο κώδικας του 2019 έδινε και τα ακόλουθα πλαίσια ποινής στο 54ΠΚ, εφόσον πληρούνταν τα διατάγματα του 127ΠΚ. Έξι μήνες με πέντε έτη, αν η απειλούμενη ποινή του διαπραχθέντος εγκλήματος είναι μέχρι δέκα έτη και δύο έτη με οκτώ, αν πρόκειται για άνω των δέκα ή ισόβια.
Ο φημισμένος 5090/2024 ήρθε ελέω σκοπιμότητας, ήτοι πρόδηλου ποινικού λαϊκισμού, να τροποποιήσει και το δίκαιο των ανηλίκων, φυσικά στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης για να μην πει και κανείς ότι εμπεριέχει κι ευνοϊκές διατάξεις και χαλάσει η συστηματική του αλληλουχία…
Σήμερα, λοιπόν, έχει αλλάξει το 127ΠΚ κι έχει αφαιρεθεί η προϋπόθεση για τον εγκλεισμό του ανηλίκου σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων των στοιχείων βίας ή ζωής και σωματικής ακεραιότητας. Έτσι, λοιπόν, σήμερα ο 17χρονος απειλείται με φυλακή και για τη διακεκριμένη κλοπή ή την υπεξαίρεση, πράγμα μη νοητό με την προηγούμενη νομοθεσία. Φυσικά, επήλθαν κι οι προσήκουσες (!) αλλαγές στο 54ΠΚ! Πώς νοείται η κάθειρξη να ανεβαίνει ξανά στα είκοσι έτη κι ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα να παραμένει στα οκτώ… Έτσι, το νέο 54ΠΚ έχει ως εξής: Αν το έγκλημα απειλεί ποινή ισόβια ή άνω των δέκα (το πρώτο εδάφιο παραμένει ίδιο), τα οκτώ έτη αναβαθμίζονται σε δέκα και πλέον η απειλούμενη ποινή είναι 2-10 έτη.
Ο 5090/2024 έχει πολλάκις και σθεναρά κατακριθεί από το σύνολο της Θεωρίας, καθώς πρόδηλα εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, τον λεγόμενο ποινικό λαϊκισμό, δίχως έρεισμα στις θεμελιώδεις δικαιϊκές αρχές που δεσμεύουν και διέπουν το Φιλελεύθερο Ποινικό Δίκαιο, στο πλαίσιο του Συνταγματικού Κράτους Δικαίου. Ευκταίον δίχως άλλο να μην επέλθουν επιπλέον χειρότερες αλλαγές, όπως ακούγεται τελευταία, ή τουλάχιστον οι μεταρρυθμίσεις του Ποινικού Δικαίου να αποτελούν αντικείμενο νομοπαρασκευαστικών επιτροπών κι όχι αγνώστων παραγόντων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ν. Μπιτζιλέκης, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.