Του Γιάννη Αρμύρα,
Η Μάχη του Σαρνταραμπάντ ήταν μια σύγκρουση της εκστρατείας στον Καύκασο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έλαβε χώρα κοντά στο Σαρνταραμπάντ της Αρμενίας, από τις 21 έως τις 29 Μαΐου 1918, μεταξύ των τακτικών αρμενικών στρατιωτικών μονάδων και της αρμενικής πολιτοφυλακής και του οθωμανικού στρατού που είχε εισβάλει στην Ανατολική Αρμενία. Λόγω της τοποθεσίας του Σαρνταραμπάντ (40 χλμ. μακριά από το Ερεβάν), η ηρωική νίκη των Αρμενίων ενάντια των Οθωμανών, απέτρεψε την καταστροφή της Αρμενίας και του αρμένικου έθνους, μιας και σε περίπτωση νίκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τελευταία θα βρίσκονταν σε απόσταση βολής από την πρωτεύουσα των Αρμενίων. Ακόμη, η μάχη έπαιξε κομβικό ρόλο για την ανεξαρτησία της Αρμενίας και την ίδρυσή της ως δημοκρατικό κράτος, όπως ακόμη και για τη συνθήκη του Μπατούμι. Με αυτήν τη συνθήκη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την ανεξαρτησία των κρατών του Καυκάσου (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν).
Για να καταλάβουμε την σημασία της συγκεκριμένης μάχης, θα πρέπει να ξέρουμε τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή, τα οποία λίγο έλειψε να εξαφανίσουν από τον χάρτη το αρμενικό έθνος. Το 1917, τα χειρότερα φαινόταν να είχαν τελειώσει για τους Αρμένιους, καθώς ο ρωσικός στρατός, έχοντας νικήσει τους Οθωμανούς, έθεσε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής Δυτικής Αρμενίας και του Πόντου. Μερικοί πρόσφυγες, (ανάμεσα σε αυτούς και Έλληνες), που επέζησαν από την αρμενική και ποντιακή γενοκτονία, άρχισαν ακόμη και να επιστρέφουν από την Ανατολική Αρμενία (σημερινά εδάφη της Αρμενίας), στα κατεστραμμένα σπίτια τους, υπό την προστασία των Ρώσων. Στις αρχές του 1917 και πιο συγκεκριμένα τον Φλεβάρη, στην Ρωσία πραγματοποιήθηκε η δημοκρατική επανάσταση. Η προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση που συστάθηκε στην Ρωσία, διαβεβαίωσε τους συμμάχους της ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον πόλεμο και πως θα συνέχιζε να πολεμά την Γερμανία και τους συμμάχους της (στους οποίους συμμάχους συμπεριλαμβάνεται και η Οθωμανική Αυτοκρατορία), όπως και ότι δεν επρόκειτο να εγκαταλείψει τις θέσεις της στον Καύκασο και στον Πόντο.
Όμως τον Οκτώβριο του 1917, η Οκτωβριανή Επανάσταση, άλλαξε την τύχη των Αρμενίων. Ο ρωσικός στρατός άρχισε να υποχωρεί υπό την επιρροή των μπολσεβίκων. Τον Μάρτιο του 1918, οι Μπολσεβίκοι υπέγραψαν τη Συνθήκη Ειρήνης Μπρεστ-Λιτόφσκ, σύμφωνα με την οποία η Ρωσία, όχι μόνο ανέλαβε να αποσύρει τα στρατεύματα από τα εδάφη που είχε κατακτήσει, αλλά ακόμη παραχώρησε νέα εδάφη στους αντιπάλους της. Έτσι, σύμφωνα με τη συνθήκη, τα εδάφη που κατέκτησε η Ρωσία βγαίνοντας ως νικήτρια από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 (περιοχές του Καρς και του Μπατούμι), πέρασαν στον έλεγχο των Οθωμανών.
Ήδη, από τα τέλη Νοεμβρίου, ο Οθωμανικός στρατός είχε αρχίσει να προελαύνει προς τα εδάφη που εγκατέλειψαν οι Ρώσοι. Για τους Αρμένιους και τους Έλληνες, η προέλαση αυτή σήμαινε βέβαιο θάνατο και με αυτόν τον τρόπο, χιλιάδες που γλίτωσαν από τα κύματα των γενοκτονιών και επέστρεψαν στα σπίτια τους, έγιναν για ακόμη μια φορά πρόσφυγες. Αρκετές προσπάθειες, πραγματοποιήθηκαν για την διακοπή της τουρκικής προέλασης από μερικά αρμενικά σώματα του ρωσικού στρατού, όμως η έλλειψη εξοπλισμού, στρατιωτικής εκπαίδευσης και η εχθρότητα του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού για τους Αρμένιους, κατέστησε αδύνατη την διακοπή της προέλασης. Μετά την δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, οι λαοί του Νότιου Καυκάσου, αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν και για αυτό το λόγο, τον Φλεβάρη του 1918, δημιουργήθηκε ένα νομοθετικό σώμα, που είχε ως σκοπό την δημιουργία μιας υπερκαυκάσιας δημοκρατίας.
Το σώμα συγκροτήθηκε μεταξύ βουλευτών που εκλέχτηκαν σε συνέλευση στην Ρωσία. Στις 22 Απριλίου 1918, ανακήρυξαν ανεξάρτητη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Υπερκαυκασίας. Ωστόσο, η Ομοσπονδία αυτή ήταν ένα καταδικασμένο πολιτικό σχέδιο. Τα συμφέροντα των τριών κύριων εθνών της περιοχής – των Γεωργιανών, των Αρμενίων και των Αζέρων βρίσκονταν σε μεγάλη σύγκρουση, ειδικά στις σχέσεις τους με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Αρμένιοι δεν ήθελαν να αποχωρήσουν από τη Ρωσία, καθώς έβλεπαν ακόμη σε αυτήν μια άμυνα ενάντια στην τουρκική επιθετικότητα. Οι Γεωργιανοί, ήλπιζαν ότι ήταν ακόμα δυνατό να επιτευχθεί ειρήνη με τους Οθωμανούς μέσω διαπραγματεύσεων. Τέλος, οι Αζέροι στον Καύκασο θεωρούσαν τις οθωμανικές δυνάμεις, φιλική δύναμη. Αρμενικά, Γεωργιανά και Αζέρικα συμβούλια, τα οποία ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των εθνικοτήτων τους, συγκρούονταν συνεχώς σε βασικά ζητήματα, μη μπορώντας έτσι, να ληφθούν αποφάσεις στην Ομοσπονδία. Σε αυτό το φόντο έγινε η οθωμανική προέλαση στο μέτωπο.
Το φρούριο του Καρς, παραδόθηκε χωρίς μάχη στις 25 Απριλίου 1918, παρά την τεράστια ποσότητα όπλων και πυρομαχικών. Η παράδοση του Καρς ήταν συνέπεια της αναταραχής που επικρατούσε στην Υπερκαυκασία Ομοσπονδία, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Στις 15 Μαΐου, οι Οθωμανοί εισήλθαν στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αρμενίας, στο Γκιουμρί. Έχοντας κατακτήσει το Γκιουμρί και απειλώντας τη κοιλάδα του Αραράτ και το Ερεβάν, εδάφη πλημμυρισμένα από πρόσφυγες, απεδείκνυαν πως η τελική στρατιωτική ήττα και η επακόλουθη καταστροφή του αρμενικού πληθυσμού, ήταν αναπόφευκτη και μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τους σώσει. Αντιμέτωποι με την απειλή του οριστικού αφανισμού, οι Αρμένιοι κινητοποίησαν όλους τους πόρους τους. Το πνεύμα αντίστασης, μαζί με την ικανότητα και την πείρα των Αρμενίων αξιωματικών, ήταν αυτό που κατέστησε δυνατή την ανακοπή της προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων. Για πρώτη φορά σε ολόκληρη την εκστρατεία, οι αρμενικές δυνάμεις κατάφεραν, όχι μόνο να σταματήσουν τον τουρκικό στρατό, αλλά και να τον αναγκάσουν να υποχωρήσει. Η μάχη του Σαρνταραπάτ, που ξεκίνησε νωρίς το πρωί της 21ης Μαΐου, έληξε με νίκη των αρμενικών στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μοβσές Σιλικιάν. Στις 26 Μαΐου τα τουρκικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Γκιουμρί.
Μέχρι τα τέλη Μαΐου, η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας, είχε καταρρεύσει μετά τη δήλωση της ανεξαρτησίας της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν. Το Αρμενικό Εθνικό Συμβούλιο, δεν είχε άλλη επιλογή από το να αυτοανακηρυχθεί αρχηγός της χώρας στις 28 Μαΐου 1918. Η ηγεσία της νεαρής ανεξάρτητης δημοκρατίας, έπρεπε να συμφωνήσει με τους εξαιρετικά σκληρούς όρους της συνθήκης ειρήνης, η οποία υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου στο Μπατούμι. Με τη συνθήκη αυτή, η επικράτεια της Αρμενίας περιοριζόταν πλέον σε περίπου 10.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και η Τουρκία απέκτησε επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το έδαφος της Αρμενίας για τη μεταφορά των ενόπλων δυνάμεών της, καθώς και την ικανότητα να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Αρμενίας. Το κύριο αποτέλεσμα της συνθήκης ήταν η εμφάνιση στον χάρτη μιας χώρας που ονομάζεται Αρμενία και το πιο σημαντικό, η ανεξαρτησία αυτής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ενδιαφέροντα στοιχεία από τις ηρωικές μάχες του Sardarapat, uic.am, διαθέσιμο εδώ
- Η μάχη του Sardarapat, συνέβαλε στην ίδρυση της Πρώτης Δημοκρατίας της Αρμενίας- ”Αρμενικό Ζήτημα”, hy.armradio.am, διαθέσιμο εδώ
- Ηρωική Μάχη Σαρνταραμπάτ, mmkhitaryan91.wordpress.com, διαθέσιμο εδώ
- Μάχη του Σαρνταραμπάτ 1918, genocide.ru, διαθέσιμο εδώ