Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Έλλειψη παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, ανεπάρκεια σε κρίσιμα αγαθά (όπως στα ενεργειακά), εισοδηματική ανισότητα, (πιο πρόσφατο ζήτημα) απώλεια αγοραστικής δύναμης σε μικρομεσαίες κυρίως οικονομικές τάξεις αποτελούν μερικά από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και αρκετά χρόνια μεγάλο κομμάτι του Δυτικού κόσμου και ιδίως η Ευρώπη.
Τα παραπάνω αποτελούν απόρροια πολλών παραγόντων, όπως είναι το δημογραφικό, το αναποτελεσματικό παραγωγικό μοντέλο, η μη βέλτιστη νομισματική περιοχή (στην περίπτωση της Ευρωζώνης), η απουσία χρηματοδότησης, αλλά και ο σύγχρονος κορπορατισμός (ο οποίος, βέβαια, λίγο πολύ επικρατούσε σχεδόν πάντα, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο).
Τα προβλήματα, ουσιαστικά, ξεκινάνε από δεκαετίες πίσω, ήδη από τη δεκαετία του ’60, όταν οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας άρχισαν να υποχωρούν σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’70 που τα αποτελέσματα έγιναν πιο εμφανή. Μάλιστα, σε συνδυασμό με τις πετρελαϊκές κρίσεις που ξέσπασαν εκείνη τη δεκαετία, τα προβλήματα ήρθαν πιο γρήγορα στην επιφάνεια.
Στο επίκεντρο βρίσκεται συνεχώς το ζήτημα της ανισότητας, το οποίο, προφανώς είναι κάτι σημαντικό, ωστόσο για τη λύση του (ή βασικά για τη μείωσή του) λαμβάνονται ημίμετρα (όπως η αναποτελεσματική αναδιανομή του πλούτου που εφαρμόζουν πολλές κυβερνήσεις) τα οποία κοιτάζουν το δέντρο και όχι το δάσος. Οι συνέπειες πολλών οικονομικών προβλημάτων, όπως της πτώσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και της οικονομικής ανισότητας, πηγάζουν από το παραγωγικό μοντέλο που έχει υιοθετηθεί, το οποίο οδηγεί σε απώλεια παραγωγικότητας.
Η μείωση του δυναμισμού μιας οικονομίας έχει την τάση να οξύνει τις ανισότητες, καθώς πλήττει περισσότερο τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες απ’ ό,τι τους πλούσιους. Η ανάπτυξη νέων προϊόντων απαιτεί ένταση εργασίας. Το ίδιο και η παραγωγή των κεφαλαιουχικών αγαθών που απαιτούνται για την κατασκευή τους. Αυτές οι θέσεις εργασίας εξαφανίζονται όταν η καινοτομία σταματά. Στη Δυτική Ευρώπη, η ετήσια αύξηση των επενδύσεων κεφαλαίου μειώθηκε από σχεδόν 7% το 1961-65 σε περίπου 2% το 1971-90. Η τάση στις ΗΠΑ ήταν παρόμοια. Τα κέρδη μειώθηκαν επίσης, αλλά οι πλούσιοι είχαν επενδύσεις στο εξωτερικό όπου οι αποδόσεις παρέμειναν υψηλές.
Οι επιβραδύνσεις της παραγωγικότητας που προέκυψαν ώθησαν τα πραγματικά επιτόκια σε επίπεδα τόσο χαμηλά που για τους περισσότερους η αποταμίευση, ως μέσο βελτίωσης της οικονομικής ευημερίας ενός νοικοκυριού, δεν απέδιδε όπως παλιά. Επίσης, η επιτυχία στις επιχειρήσεις είναι πλέον δύσκολο να επιτευχθεί. Ως αποτέλεσμα, και με τη βοήθεια πλέον της τεχνολογίας, βλέπουμε ένα αυξανόμενο μέρους της κοινωνίας να στρέφεται στις κεφαλαιαγορές, για να τοποθετήσει το πλεόνασμα του εισοδήματός του.
Παράλληλα, οι πολιτικοί έχουν θεσπίσει κανονισμούς που καταπνίγουν τον ανταγωνισμό και οδηγούν σε επικράτηση των ισχυρών ομάδων συμφερόντων, εμποδίζοντας, εν μέρει, αυτούς που καινοτομούν. Με τη μείωση, λοιπόν, του ανταγωνισμού, οι εταιρείες ενθαρρύνονται να αυξήσουν το περιθώριο κέρδους. Αυτό ανεβάζει τις τιμές των μετοχών και συνεπώς τον πλούτο των ήδη πλούσιων μετόχων.
Η οικονομική θεωρία προβλέπει ότι οι άνθρωποι θα αποταμιεύσουν από τους μισθούς τους για να κερδίσουν μια απόδοση που θα τους επιτρέψει να αγοράσουν περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει αν είχαν ξοδέψει τα χρήματά τους νωρίτερα. Αλλά η αναβίωση μιας άλλης κορπορατιστικής αξίας, του υλισμού, έφερε ακριβώς μια τέτοια προσήλωση στο να γίνουμε πλούσιοι. Ο υλισμός οδήγησε, επίσης, στο να στοχεύουμε βραχυπρόθεσμα. Δελεάζει τα διευθυντικά στελέχη να αυξήσουν τις τιμές των μετοχών και τους διαχειριστές κεφαλαίων να απαιτήσουν από τους διευθυντές να πετύχουν τους τριμηνιαίους στόχους των κερδών τους. Αυτό καταπνίγει την καινοτομία και τονώνει την ανισότητα πλούτου.
Πέραν του οικονομικού κορπορατισμού, που θέλοντας και μη επικρατεί, η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του κράτους στην οικονομία, με στόχο όχι τόσο την εφαρμογή ωφελιμιστικών πολιτικών όσο πολιτικής σκοπιμότητας, ωθεί σε αναποτελεσματική διανομή των πόρων, που προφανώς οδηγεί σε μείωση της παραγωγικότητας. Όπως έχει επισημάνει και ο νομπελίστας οικονομολόγος Έντμουντ Φελπς, «Η 50ετής παρακμή (1972-2024) δεν προέκυψε από πολιτικούς όπως ο Τραμπ, αλλά από τη λανθασμένη χρήση των οικονομικών πολιτικών της κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας. Με αποκορύφωμα πλέον τα προγράμματα ανάκαμψης της οικονομίας που υλοποιήθηκαν στις ανεπτυγμένες οικονομίες μετά την κρίση του 2008 έως και σήμερα, που στόχο έχουν αποκλειστικά τη χειραγώγηση της ζήτησης, με τελικό αποτέλεσμα να χαθεί ο δυναμισμός των Δυτικών οικονομιών… Δεν ήταν και δεν είναι το μείγμα της μακροοικονομικής πολιτικής που παραμένει λανθασμένο, αλλά ο κρατισμός, η κορπορατιστική οργάνωση της κοινωνίας, ο κρατικός καπιταλισμός, που απαγορεύει την αυθόρμητη προσωπική δημιουργία και εξέλιξη των ανθρώπων μέσω της δημιουργίας εργασίας».
Το ευνοούμενο οικονομικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των λόμπι και των ολιγοπωλειακών μορφών αγοράς, μαζί με τις άσκοπες σπατάλες των Κυβερνήσεων, που οδηγούν σε αύξηση του χρέους (και άρα οικονομική επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών, εφόσον δεν αποδίδει κεφαλαιακά) και της συνεχής αύξησης της ρευστότητας (που οδηγεί σε πληθωρισμό, εφόσον δεν αποδίδει κεφαλαιακά) είναι, ουσιαστικά, που επιβραδύνουν τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη στις περισσότερες Δυτικές οικονομίες.