Της Χαράς Γρίβα,
Κατά τα μέσα του 20ου αιώνα, στην Αθήνα, η πρακτική της απασχόλησης οικιακών βοηθών, γνωστών ως «δούλες», ήταν μια ευρέως διαδεδομένη κοινωνική πραγματικότητα που αντανακλούσε τις έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες της εποχής. Οι «δούλες των Αθηνών», όπως ονομάζονταν στη λαϊκή γλώσσα, ήταν κορίτσια και γυναίκες που έρχονταν συνήθως από φτωχά χωριά της ελληνικής υπαίθρου ή ακόμα και από το εξωτερικό, με σκοπό να εργαστούν στα σπίτια πλουσιότερων οικογενειών της πρωτεύουσας. Η πρακτική αυτή, αν και δεν ήταν επίσημη δουλεία, έφερε πολλά χαρακτηριστικά εκμετάλλευσης και καταπίεσης που την έκαναν να μοιάζει με παλαιότερες μορφές καταναγκαστικής εργασίας.
Η εμφάνιση της πρακτικής αυτής στις αρχές του 20ου αιώνα οφείλεται σε μια σειρά κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που καθόρισαν τις συνθήκες ζωής στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Η Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την πολυετή της εμπλοκή σε διεθνείς και παγκοσμίους πολέμους αλλά και μετά τα χρόνια του Εμφυλίου (1946-1949), βρέθηκε σε μια φάση σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής αποδιοργάνωσης. Τα φτωχά αγροτικά χωριά της υπαίθρου, ειδικά στη βόρεια Ελλάδα, υπέφεραν από την έλλειψη πόρων, υποδομών και ευκαιριών απασχόλησης. Αυτό οδήγησε πολλά νέα κορίτσια και γυναίκες να αναζητήσουν εργασία στις μεγάλες πόλεις, και κυρίως στην Αθήνα, που αναπτυσσόταν ταχύτατα εκείνη την περίοδο.
Από την άλλη πλευρά, οι αστικές οικογένειες της Αθήνας, ιδιαίτερα αυτές που ανήκαν στη μεσαία και ανώτερη κοινωνική τάξη, είχαν ανάγκη από φθηνή εργατική δύναμη για να φροντίζει τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Οι γυναίκες των αστικών οικογενειών, αν και εξακολουθούσαν να έχουν παραδοσιακούς ρόλους, άρχισαν να αποκτούν πρόσβαση στην εκπαίδευση και να διεκδικούν πιο ενεργό ρόλο στην κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε την ανάγκη για οικιακή βοήθεια που θα φρόντιζε τα παιδιά, το σπίτι και τις καθημερινές δουλειές.
Οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες ήταν νεαρής ηλικίας, συνήθως κορίτσια στην εφηβεία ή λίγο μεγαλύτερες. Συχνά προσλαμβάνονταν με τη διαμεσολάβηση γνωστών, συγγενών ή και «μεσιτών», οι οποίοι είχαν συνήθως επαφές τόσο στα χωριά όσο και στην πόλη. Η πρόσληψή τους γινόταν χωρίς επίσημα συμβόλαια, και οι συνθήκες εργασίας τους ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Οι «δούλες» ζούσαν μέσα στα σπίτια των αφεντικών τους, εργαζόμενες πολλές ώρες την ημέρα, συνήθως χωρίς συγκεκριμένο ωράριο, και εκτελώντας οποιαδήποτε εργασία απαιτούσε το νοικοκυριό.
Η δουλειά τους περιλάμβανε το καθάρισμα του σπιτιού, το μαγείρεμα, την πλύση ρούχων, καθώς και τη φροντίδα των παιδιών. Παράλληλα, οι συνθήκες διαβίωσης αυτών των γυναικών ήταν συχνά εξευτελιστικές, καθώς οι περισσότερες ζούσαν σε πολύ μικρά δωμάτια, συχνά απομονωμένα από την κύρια κατοικία, και αντιμετωπίζονταν σαν κατώτερα μέλη του νοικοκυριού. Επιπλέον, υπήρχαν πολλές περιπτώσεις όπου οι δούλες υφίσταντο λεκτική και σωματική βία, ενώ δεν έλειπαν και τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Ήταν ρακένδυτες και συχνά γίνονταν αντικείμενο χλευασμού από την εθνικόφρονη κοινωνία των Αθηνών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των βάναυσων πρακτικών των «καλών κυριών» ήταν αυτό της Σπυριδούλας, μιας ανήλικης κοπέλας η οποία ήταν «δούλα» σε μία αθηναϊκή οικία και η κυρία της την έκαψε στο στήθος με το σίδερο με την κατηγορία της κλοπής. Εκείνη οδηγήθηκε στο νοσοκομείο ενώ τα αφεντικά της στην φυλακή. Αυτή είναι μια ιστορία η οποία έγινε γνωστή με την βοήθεια του Τύπου, δυστυχώς δεν ήταν η μοναδική.
Η πρακτική της απασχόλησης «δούλων» στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις της αθηναϊκής κοινωνίας είχε σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική δομή. Πρώτον, ενίσχυσε τις κοινωνικές ανισότητες, καθιστώντας την φτώχεια και την εκμετάλλευση των γυναικών φυσικό και αποδεκτό κομμάτι της καθημερινότητας. Πολλές από αυτές τις γυναίκες δεν είχαν καμία νομική προστασία ή δικαίωμα σε κοινωνικά οφέλη, όπως η ασφάλιση ή η σύνταξη, ενώ οι μισθοί τους ήταν εξαιρετικά χαμηλοί.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη αυτών των γυναικών ως οικιακές βοηθοί έδωσε τη δυνατότητα στις αστές γυναίκες να αποκτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία και χρόνο για να αφοσιωθούν σε άλλες δραστηριότητες, όπως η εκπαίδευση, η εργασία και η κοινωνική ζωή. Ωστόσο, αυτή η ελευθερία συχνά χτιζόταν πάνω στην καταπίεση των «δούλων», δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο κοινωνικής αδικίας.
Κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970, οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα άρχισαν να αλλάζουν. Η ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας, η βιομηχανοποίηση και η αύξηση του βιοτικού επιπέδου οδήγησαν σε σταδιακή μείωση της εξάρτησης από τις οικιακές βοηθούς. Παράλληλα, οι νομοθετικές αλλαγές και η πίεση από τις εργατικές ενώσεις βελτίωσαν τις συνθήκες εργασίας και προστασίας των εργαζομένων.
Οι γυναίκες από τα χωριά άρχισαν να βρίσκουν άλλες ευκαιρίες απασχόλησης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς αυξήθηκαν οι δυνατότητες εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης. Ο θεσμός της «δούλας» άρχισε να χάνει τη δυναμική του, αν και οικιακές βοηθοί συνέχισαν να εργάζονται σε αστικές οικογένειες, πλέον όμως με καλύτερους όρους και περισσότερη νομική προστασία.
Η ιστορία των «δούλων των Αθηνών» στα μέσα του 20ου αιώνα αναδεικνύει ένα σκοτεινό κεφάλαιο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της εποχής. Αν και η πρακτική αυτή βοήθησε στην κοινωνική ανέλιξη των αστικών τάξεων και στην απελευθέρωση της αστικής γυναίκας, συχνά στηριζόταν στην εκμετάλλευση και την κακοποίηση γυναικών από φτωχές αγροτικές περιοχές. Οι αλλαγές στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, μαζί με τις πιέσεις για κοινωνική δικαιοσύνη, οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση αυτού του θεσμού, αν και οι επιπτώσεις του παραμένουν αισθητές σε κάποιες πτυχές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μάγδα Νικολαΐδου (1978), Η Γυναίκα στην Ελλάδα – Δουλειά και Χειραφέτηση, εκδ: Καστανιώτη
-
Οι «δούλες των Αθηνών». Τα μικρά κορίτσια που εγκατέλειπαν τα χωριά τους για να γίνουν υπηρέτριες, ακόμη και σε φτωχές οικογένειες. Τα προβλήματά τους πήραν δημοσιότητα μετά την “Σπυριδούλα”, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ.