Του Μάνου Πατρινιού,
Πιστός στη δέσμευσή μου, σας παρουσιάζω το τελευταίο μέρος της σειράς για τα εκλογικά συστήματα, αυτό που προσεγγίζει τα αναλογικά. Όπως και τα πλειοψηφικά, που συναντήσαμε σε προηγούμενο άρθρο, έτσι και τα αναλογικά είναι πιο περίπλοκα από όσο ακούγονται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στην αναλογικότητα, συγκεκριμένες εκλογές στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν, ενώ παρουσιάζουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τα οποία μπορούμε να σταθμίσουμε μόνο αν λάβουμε υπόψιν τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Πάμε, λοιπόν, να τα δούμε.
Καταρχήν, αναλογικό ονομάζεται οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα από το οποίο προκύπτει μια σύνθεση ανάλογη με εκείνη των ποσοστών που κάθε υποψήφιος/κόμμα συγκέντρωσε κατά την εκλογική διαδικασία. Είναι, λοιπόν, προαπαιτούμενο η περιφέρεια στην οποία εφαρμόζεται να εκλέγει τουλάχιστον δύο υποψηφίους ή και παραπάνω, καθώς στην περίπτωση μονοεδρικής περιφέρειας έχουμε κάποια παραλλαγή πλειοψηφικού συστήματος. Συνεπώς, είναι φανερό ότι πιο χρήσιμα φαίνονται τα αναλογικά συστήματα σε εκλογές πολυπρόσωπων κρατικών οργάνων, δηλαδή νομοθετικών σωμάτων, δημοτικών συμβουλίων, κλπ.
Ποια τα βασικά πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων; Αφενός, ενθαρρύνουν τους πολίτες να επιλέξουν την πραγματικά αγαπημένη τους επιλογή, ακόμα κι αν δεν είναι δημοφιλής σε εθνικό επίπεδο. Οι πολίτες, έτσι, δεν αναγκάζονται να συμβιβαστούν με τη λιγότερο κακή για αυτούς υποψηφιότητα, κι αισθάνονται περισσότερο ικανοποιημένοι με τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. Με αυτόν τον τρόπο, χτίζεται μια εμπιστοσύνη προς την πολιτεία, η οποία στη σύγχρονη εποχή ολοένα εκλείπει.
Αφετέρου, ακριβώς το γεγονός ότι απαιτούνται πολύ χαμηλότερα όρια συναίνεσης για μια εκλογή, τα αναλογικά συστήματα είναι μία κομψή λύση σε περιόδους κρίσης και έντονου διχασμού – γενικώς χαμηλής συναίνεσης προς ένα άτομο/κόμμα. Σε περίπτωση που ένα διχασμένο και πολυδιασπασμένο εκλογικό σώμα αναγκαζόταν να συναινέσει για την εκλογή ενός Προέδρου, για παράδειγμα, η δυσαρέσκεια, η αμφισβήτηση του αποτελέσματος, και η βία θα είναι σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενα αποτελέσματα. Καθώς η ένταση εκτονώνεται ενδοκοινοβουλευτικά, μια γενικευμένη σύγκρουση συνήθως αποφεύγεται.
Το αναλογικό μοντέλο επιτρέπει σε όλες τις γνώμες να ακουστούν σε ένα πολυφωνικό νομοθετικό σώμα, καθώς και την ανάδειξη μιας μετριοπαθούς κυβέρνησης που βασίζεται στην ανοχή των υπολοίπων και είναι, έτσι, πιο προσεκτική στους χειρισμούς της. Αν οι κυβερνήτες δεν μπορούν να θέσουν όρια στους εαυτούς τους, είναι οι θεσμοί και η αντικειμενική πολιτική πραγματικότητα που πρέπει να το κάνει. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου εμπειρία κυβερνήσεων ανοχής ή συνεργασίας, αλλά μονάχα μονοκομματικών, πανίσχυρων, κυβερνήσεων. Σε άλλα κοινοβουλευτικά συστήματα, η ψήφος εμπιστοσύνης είναι πιο εύκολο να δοθεί και να αφαιρεθεί από μια κυβέρνηση, έτσι ώστε ο φόβος του εκθρονισμού να υπάρχει πάντα και να την αποτρέπει από το να συμπεριφέρεται ηγεμονικά και αντιδημοκρατικά.
Παράλληλα, η πολυφωνία, την οποία συνήθως εγγυάται το αναλογικό σύστημα, στη σύνθεση των νομοθετικών σωμάτων τείνει να συγκροτεί πιο εύκολα θεματικές πλειοψηφίες, ιδίως αν υπάρχουν πολλά κόμματα με συναινετική διάθεση. Αν μια βουλή είναι δικομματική ή ως επί το πλείστον δικομματική, οι συνεργασίες με το αντίπαλο κόμμα είναι πολύ σπάνιες και αφορούν σχεδόν αποκλειστικά εθνικά θέματα. Αν υπάρχουν, όμως, πέντε, έξι ή επτά κόμματα με παρεμφερή ή κλιμακωτά αποκλίνουσα δύναμη, τότε οι δυνατότητες συνεργασίας πολλαπλασιάζονται. Η κυβέρνηση αναζητά πάντα ψήφους από μη κυβερνητικούς βουλευτές, και προσαρμόζει αναγκαστικά τα νομοσχέδια μέχρι να εξασφαλίσει την πλειοψηφία. Ακόμα και η αντιπολίτευση, έχει τη δυνατότητα να περνά σχέδια νόμου με αυτόν τον τρόπο μιας και η κυβέρνηση δεν έχει τις ψήφους να το μπλοκάρει, ενώ με συνεργασία αντιπολιτευτικών δυνάμεων αυτό είναι εντελώς εφικτό.
Μην το φαντάζεστε αυτό σαν κάτι εξωγήινο ή δική μου φαντασιοπληξία· ακόμα και στο ελληνικό Σύνταγμα προβλέπεται η κατάθεση σχεδίου νόμου από οποιονδήποτε βουλευτή. Ωστόσο, η παντοδυναμία των κυβερνήσεων καθιστά κάθε τέτοια προσπάθεια συμβολική. Συλλογικά, ιδίως σε κοινοβουλευτικά συστήματα με αυτοδύναμες κυβερνήσεις, έχουμε ξεχάσει τον διακριτό ρόλο Βουλής και Κυβέρνησης, και την ισορροπία ισχύος μεταξύ τους. Η Βουλή κατέχει την υπέρτατη εξουσία σε μια δημοκρατία και όλη η Βουλή είναι επιφορτισμένη με τη δυνατότητα θέσπισης κανόνων δικαίου. Η Κυβέρνηση είναι ένα μικρό μέρος της δύναμης της Βουλής με την ιδιότητα εφαρμογής αυτών των κανόνων και επίβλεψης αυτής της διαδικασίας. Πλέον, η Κυβέρνηση προτείνει, συντάσσει, τροποποιεί, ψηφίζει, εφαρμόζει. Η Κυβέρνηση επιβλέπει, η Κυβέρνηση ελέγχει (την Κυβέρνηση!).
Περνώντας στα μειονεκτήματα, δύο είναι αυτά που ξεχωρίζουν. Αφενός, τα αναλογικά συστήματα επιτρέπουν την εισχώρηση επικίνδυνων για τη δημοκρατία κομμάτων στα νομοθετικά σώματα, κυρίως προερχόμενα από την ακροδεξιά και τη νέα εναλλακτική ή ριζοσπαστική δεξιά. Δεν είναι τυχαίο που κυρίως στα κοινοβουλευτικά συστήματα της Ευρώπης εμφανίζονται συχνά κόμματα διαμαρτυρίας τέτοιας προέλευσης, ακριβώς διότι ένα αναλογικό σύστημα δεν μπορεί να εμποδίσει αντισυστημικούς παίκτες, με τον τρόπο που ένα πλειοψηφικό θα μπορούσε. Όσο μάλιστα πολιτευτές από αυτόν τον χώρο κερδίζουν συστημική προβολή και εμφανίζονται ως αγνοί και αθώοι υπερασπιστές του λαού, τόσο η δύναμή τους αυξάνεται και ξεφεύγουν από το περιθώριο που βρίσκονταν (και έπρεπε να μείνουν).
Αφετέρου, ακριβώς επειδή τα αναλογικά εκλογικά συστήματα επιτρέπουν σε πολλά κόμματα να εισχωρούν στα νομοθετικά σώματα, ένας πιθανός συνδυασμός συνθηκών μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικό αδιέξοδο. Για παράδειγμα, ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου η Βουλή αναδεικνύει την Κυβέρνηση, σε συνδυασμό με μια παράδοση μη συνεργασίας και μη συναίνεσης. Σε αυτήν την περίπτωση, κανένα κόμμα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής και συνήθως οδηγούμαστε σε νέες εκλογές και εκ νέου διαβουλεύσεις και διερευνητικές εντολές. Αυτό έζησε και η χώρα μετά τις περσινές εκλογές του Μαΐου: πολλά κόμματα, καμία διάθεση συνεργασίας. Και μόνο όταν περιόρισε την αναλογικότητα του συστήματός της, κατάφερε να υπερβεί το αδιέξοδο.
Φτάνουμε, λοιπόν, σε αυτό που έλεγα για τις διαβαθμίσεις στην αναλογικότητα. Συνήθως αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους: α) εκλογικό κατώφλι, δηλαδή προκειμένου να περάσει ένα κόμμα στη φάση της κατανομής των εδρών να πρέπει να συγκεντρώσει και να υπερβεί ένα ποσοστό β) bonus έδρες στον πρώτο συνδυασμό γ) κλιμακωτή κατανομή εδρών. Με το πρώτο, επιτυγχάνεται πολύ μικρά κόμματα (πολλά εκ των οποίων στα άκρα του πολιτικού φάσματος) να μην εκλέγουν βουλευτές. Φανταστείτε ότι στη δική μας Βουλή, αν δεν υπήρχε το 3%, οποιοσδήποτε συνδυασμός με πάνω από 0,33% θα εξέλεγε έστω έναν βουλευτή· αυτό σημαίνει ότι μετά τις περσινές εκλογές θα είχαμε ένα κοινοβούλιο με 13 κόμματα (!). Με το δεύτερο, εξασφαλίζεται ότι ο πρώτος συνδυασμός θα είναι σε θέση να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι αν δεν είχαν προβλεφθεί τέτοια μέτρα, ίσως η πολιτική πραγματικότητα να είχε προσαρμοστεί καλύτερα στο πνεύμα μιας υγιούς δημοκρατίας.
Τέλος, ας αναφερθούμε στις δύο βασικές παραλλαγές ενός τέτοιου συστήματος: την κομματική λίστα και την ενιαία μεταβιβαζόμενη ψήφο (STV). Η κομματική λίστα είναι η συνηθέστερη επιλογή σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Έχει ως εξής: οι εκλογικές περιφέρειες είναι πολυεδρικές, κάθε κόμμα προτείνει τη δική του λίστα υποψηφίων, και οι ψηφοφόροι ψηφίζουν το κόμμα της επιλογής τους. Το ποσοστό των ψήφων που θα συγκεντρώσει ένα κόμμα καθορίζει αν και πόσοι υποψήφιοι του συνδυασμού του θα εκλεγούν. Στην Ισπανία, το Βέλγιο, την Ν. Αφρική, η λίστα είναι κλειστή, καταρτισμένη από την κομματική ηγεσία, ενώ οι ψηφοφόροι έχουν να επιλέξουν μόνο το κόμμα της αρεσκείας τους. Η σειρά με την οποία αναγράφονται οι υποψήφιοι σε αυτές τις λίστες καθορίζει και ποια πρόσωπα θα εκλεγούν. Σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δίνεται η δυνατότητα στους ψηφοφόρους να πριμοδοτήσουν (σταυρός προτίμησης) τους υποψηφίους της κομματικής λίστας που επιθυμούν, δίνοντάς τους μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογής εντός της λίστας του κόμματος.
Όσον αφορά την ενιαία μεταβιβαζόμενη ψήφο, είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Θα παραθέσω αυτολεξεί ένα απόσπασμα από σύγγραμμα πολιτικής επιστήμης για να γίνει πιο εύκολα κατανοητό. Σε αυτό το σύστημα, «οι ψηφοφόροι καλούνται να ιεραρχήσουν τους υποψηφίους της εκλογικής τους περιφέρειας. Όταν κάποιος εξ αυτών εξασφαλίζει ένα προκαθορισμένο εκλογικό μέτρο πρώτων προτιμήσεων, εκλέγεται, και το πλεόνασμα των πρώτων προτιμήσεών του ανακατανέμεται στους άλλους υποψηφίους ανάλογα με τις δεύτερες προτιμήσεις. Οι υποψήφιοι με τις λιγότερες ψήφους αποκλείονται. Η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να πληρωθούν όλες οι διαθέσιμες έδρες». Το πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι ελαχιστοποιεί τη «χαμένη ψήφο», ενώ εφαρμόζεται σε επίπεδο εθνικών εκλογών μόνο στην Ιρλανδία και τη Μάλτα (στις πηγές θα προσθέσω ένα χαριτωμένο επεξηγηματικό βιντεάκι, για όποιους ενδιαφέρονται περαιτέρω).
Με αυτό, λοιπόν, τελειώνει και το μέρος των αναλογικών συστημάτων. Ελπίζω να ήταν διαφωτιστικό τόσο το συγκεκριμένο, όσο και τα άλλα δύο άρθρα που προηγήθηκαν αυτού. Κι εύχομαι να σας άλλαξα τη γνώμη για την αξία ενός σχετικά βαρετού θέματος, όπως ένα εκλογικό σύστημα. Ο τρόπος με τον οποίο οι βουλήσεις μας μετριούνται και αθροίζονται είναι το μέτρο της δημοκρατίας μας. Ας ακολουθήσει, λοιπόν, προβληματισμός πάνω σε όλα αυτά: από εθνικό επίπεδο στην παγκόσμια σφαίρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Hague R., Harrop M., McCormick J., Comparative Government and Politics – An Introduction, Macmillan, Houndmills, Basingstoke, Hampshire, 1992
- Garner R., Ferdinand P., Lawson S., Introduction to Politics, Oxford University Press, 2009
- Politics in the Animal Kingdom: Single Transferable Vote, CGP Grey, διαθέσιμο εδώ