Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Στο «πράσινο» ολοκλήρωσε την εβδομάδα το Χρηματιστήριο Αθηνών, με τον Γενικό Δείκτη να καταγράφει αξιοσημείωτη άνοδο 1,89% στις 1.443,57 μονάδες, υπεραποδίδοντας έναντι της ευρωπαϊκής αγοράς και συγκεκριμένα του δείκτη Stoxx Europe 600. Οι βασικότερες στηρίξεις προήλθαν από τις τράπεζες, οι οποίες, ως συνήθως, ξεχώρισαν σε τζίρο, αλλά και αποδόσεις, καθώς σε κάθε συνεδρίαση βρίσκονταν στις 4-5 πρώτες θέσεις των μετοχών με την υψηλότερη συναλλακτική δραστηριότητα και το κλαδικός τους δείκτης έκλεισε με εβδομαδιαία κέρδη 2,57%, έχοντας καταγράψει 4 θετικές συνεδριάσεις, όπως και ο ΓΔ.
Όσον αφορά τη συναλλακτική δραστηριότητα, κινήθηκε σε σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα, παρουσιάζοντας βελτίωση προς το τέλος του χρηματιστηριακού πενθήμερου σε σχέση με την αρχή. Πιο συγκεκριμένα, τη Δευτέρα η ελληνική αγορά σημείωσε ημερήσια αξία συναλλαγών € 81,7 εκατ. (μόνο τα € 3,08 εκατ. ήταν «πακέτα» που διακινήθηκαν), την Τρίτη ενισχύθηκε στα € 106,6 εκατ. (τα € 9,9 εκατ. σε «πακέτα»), την Τετάρτη υποχώρησε ξανά στα € 95 εκατ. (τα € 6,565 εκατ. σε «πακέτα»), αυξήθηκε ξανά στα € 113,44 εκατ. και την Παρασκευή παρουσίασε τη μεγαλύτερη ημερήσια αξία συναλλαγών του πενθήμερου, στα € 122,25 εκατ. (τα € 30 εκατ., βέβαια, αφορούσαν «πακέτα» που διακινήθηκαν, εκ των οποίων τα μισά ήταν της Metlen).
Σε γενικές γραμμές, η ελληνική αγορά κινήθηκε σε στενό εύρος διακύμανσης, οι επενδυτές ήταν αρκετά επιλεκτικοί στις κινήσεις τους, καθώς, ειδικά το τελευταίο διάστημα, αποφεύγουν έντονα την ανάληψη κινδύνου. Ειδικότερα, οι περισσότερες συναλλαγές επικεντρώθηκαν στον τραπεζικό κλάδο, κάτι που βέβαια είναι συνηθισμένο για την ελληνική αγορά, αν και στις τελευταίες συνεδριάσεις έχει γίνει πιο έντονο. Επίσης, με εξαίρεση κάποιες μετοχές που σημειώνουν σταθερά μεγάλο τζίρο, όπως η Metlen, στην υψηλή κεφαλαιοποίηση οι επενδυτές πραγματοποιούσαν επιλεκτικές τοποθετήσεις και ρευστοποιήσεις, με “rotation” των επιμέρους τίτλων. Στις χαμηλότερες κεφαλαιοποιήσεις, το ενδιαφέρον παραμένει πεσμένο, παρά την παροδική άνοδο που είχε σημειωθεί κατά το καλοκαίρι, παρουσιάζοντας, ωστόσο κάποιες θετικές διαφοροποιήσεις σε πτωτικές συνεδριάσεις.
Εστιάζοντας στην ευρύτερη εικόνα, τη δεδομένη στιγμή στη διεθνή αγορά η αβεβαιότητα είναι αυξημένη λόγω του υψηλού γεωπολιτικού και πολιτικού ρίσκου που επικρατεί, ενόψει μάλιστα και των σημαντικών εκλογών του πλανήτη στις ΗΠΑ. Συνεπώς, οι συνθήκες δεν ευνοούν για ανάληψη επενδυτικών κινδύνων, κάτι που επηρεάζει σημαντικά την ελληνική αγορά, η οποία δεν έχει ενταχθεί ακόμη στις ανεπτυγμένες, καθώς δεν προσελκύονται νέα κεφάλαια. Το γεγονός αυτό διατηρεί ρηχή την αγορά, η οποία τις τελευταίες 2 με 3 εβδομάδες παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ρευστότητας, τα οποία επιδεινώθηκαν από το placement της Εθνικής, τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και των εκδόσεων ομολόγων εισηγμένων εταιρειών και τις νέες εισαγωγές, που τράβηξαν ρευστότητα από την αγορά.
Από τεχνικής πλευράς, ο Γενικός Δείκτης εδώ και αρκετό καιρό έχει εγκλωβιστεί σε ένα trading range, μεταξύ των 1.400 με των 1.450 μονάδων, και όσο δεν παρουσιάζεται ένας καταλύτης που δεν έχει προεξοφληθεί μέχρι στιγμής, δεν θα μπορεί να ξεφύγει από αυτό το εύρος. Το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές κρίνεται δύσκολο, καθώς θα υπάρξουν κι άλλα γεγονότα που θα απορροφήσουν σημαντική ρευστότητα από την αγορά, ενώ οι αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου διαμορφώνουν ένα επιφυλακτικό κλίμα στο επενδυτικό κοινό.
Κλείνοντας, στα σημαντικά γεγονότα της εβδομάδας ξεχωρίζει η αξιολόγηση του οίκου S&P για την ελληνική οικονομία, που ανακοινώθηκε το βράδυ της Παρασκευής. Ειδικότερα, ο οίκος αξιολόγησης διατήρησε το ελληνικό αξιόχρεο στο BBB- με θετικές προοπτικές, όπως και αναμενόταν από τους αναλυτές της αγοράς. Επίσης, την Πέμπτη, η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε την ανάπτυξη για το ελληνικό ΑΕΠ κατά το 2023, εκτιμώντας αύξηση 2,3% αντί για 2%. Τέλος, η ΕΚΤ προχώρησε σε εκ νέου μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, την Πέμπτη, ρίχνοντας το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων στο 3,25%, το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης στο 3,40% και το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 3,65%.