Της Μαρίας Ποταμιάνου,
Η ανακοίνωση των Ιρανικών αρχών ότι δύο νεαρές δημοσιογράφοι, που είχαν καταδικαστεί σε μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης για το ρεπορτάζ σχετικά με το θάνατο της Mahsa Amini, θα περάσουν ακόμη πέντε χρόνια πίσω από τα κάγκελα, μόνο προβληματισμό μπορεί να εγείρει για την τρέχουσα κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εν λόγω κράτος.
Οι Niloofar Hamedi, 31 ετών και Elaheh Mohammadi, 36 ετών, από τους πρώτους δημοσιογράφους που κάλυψαν δημοσιογραφικά τον θάνατο και την κηδεία της Mahsa Amini, που πέθανε σε αστυνομική κράτηση το 2022, συνελήφθησαν για πρώτη φορά το ίδιο έτος. Συνελήφθησαν, μάλιστα, λίγες ημέρες αφότου η κρατική δολοφονία της νεαρής Κούρδισσας ξεσήκωσε ανθρώπους σε ολόκληρη τη χώρα, οι οποίοι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος, που θα μαίνονταν για σχεδόν 10 μήνες και θα οδηγούσαν στο θάνατο τουλάχιστον 522 ανθρώπων και σε περισσότερες από 20.000 συλλήψεις, παράλληλα με την εγκαθίδρυση του συλλογικού, παγκόσμιου κινήματος, «Γυναίκα, ζωή, ελευθερία».
Αν και αρχικά, τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες περί συνεργασίας με την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, εντούτοις επιβαρύνθηκαν με «συνωμοσία και συνάθροιση κατά της εθνικής ασφάλειας» και «προπαγανδιστική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος» και καταδικάστηκαν σε 13 και 12 χρόνια αντίστοιχα.
Τον Ιανουάριο του 2024 αφέθηκαν ελεύθερες από τη φυλακή με εγγύηση, μετά από 17 μήνες κράτησης, με τις ποινές τους να μειώνονται σε πέντε χρόνια έκαστη, κατόπιν απαλλαγής από τις περαιτέρω κατηγορίες για «συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ωστόσο, λίγο μετά την απελευθέρωσή τους κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετες κατηγορίες βάσει των νόμων της χώρας για το χιτζάμπ, αφού δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες τους να γιορτάζουν την απελευθέρωσή τους με ακάλυπτο το κεφάλι τους. Σύμφωνα με το κρατικά ελεγχόμενο πρακτορείο ειδήσεων Mizan, οι δύο γυναίκες κατηγορήθηκαν τώρα επειδή δεν φορούσαν χιτζάμπ, μετά την ευρεία κυκλοφορία φωτογραφικού υλικού, στο οποίο απεικονίζονταν να αγκαλιάζονται και να γιορτάζουν την απελευθέρωσή τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μιλώντας για τη νέα υπόθεση για το χιτζάμπ που κατατέθηκε εναντίον τους, ο Masih Alinejad, ένας Ιρανός δημοσιογράφος που ζει εξόριστος στις ΗΠΑ, δήλωσε στον Guardian: «Το υποχρεωτικό χιτζάμπ αποτελεί τον κύριο πυλώνα αυτού του καθεστώτος φυλετικού απαρτχάιντ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αρχές στο Ιράν θέλουν να τιμωρήσουν αυτές τις δύο γυναίκες, οι οποίες αντιστάθηκαν στην επιβεβλημένη μαντήλα, και άσκησαν την πολιτική τους ανυπακοή».
Επιστρέφοντας, όμως, στις τρέχουσες εξελίξεις, μόλις τη περασμένη Κυριακή, εκπρόσωπος της ιρανικής δικαιοσύνης, ο Asghar Jahangir, δήλωσε ότι οι πενταετείς ποινές φυλάκισης θα επιβληθούν άμεσα, αλλά δεν ανέφερε πότε, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι δύο γυναίκες θα πρέπει να περιμένουν να δουν πότε οι αρχές θα εφαρμόσουν την απόφαση του δικαστηρίου, εντείνοντας περαιτέρω την ψυχολογική τους κακοποίηση.
Οι οικογένειες και οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τις δύο γυναίκες δήλωσαν ότι ήλπιζαν να τους δοθεί χάρη, ώστε να τους επιτραπεί να παραμείνουν ελεύθερες, κατόπιν περσινής ανακοίνωσης από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, ότι ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ (Ayatollah Ali Khamenei) σκόπευε να απονείμει χάρη, αθωώνοντας «δεκάδες χιλιάδες» κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων «Γυναίκες, Ζωή, Ελευθερία».
Από τη δική του σκοπιά, ο Azam Jangravi, Ιρανός αναλυτής ασφάλειας πληροφοριών και ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συσχετίζει την απελευθέρωση των Hamedi και Mohammadi με τις —τότε— επικείμενες εκλογές του Ιράν, οι οποίες διεξήχθησαν τον Ιούνιο και Ιούλιο. Υποστηρίζει ότι «θέλουν να προσελκύσουν μια θετική κοινή γνώμη (…), αλλά τώρα που οι σκληροπυρηνικοί της Ισλαμικής Δημοκρατίας επαναφέρουν το ζήτημα επιβολής του υποχρεωτικού χιτζάμπ, και διαμαρτυρήθηκαν για τον λόγο που αφέθηκαν ελεύθερες, το καθεστώς συμπλήρωσε πρόσθετες κατηγορίες για να κρατήσει τους οπαδούς του ευχαριστημένους».
Ακτιβιστές και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα σημειώνουν ότι το κράτος τηρεί ολοένα και πιο σκληρή στάση απέναντι σε όσους συνεχίζουν να αρνούνται να συμμορφωθούν με τον νόμο του Ιράν για το υποχρεωτικό χιτζάμπ, ο οποίος απαιτεί από όλες τις γυναίκες να καλύπτουν το κεφάλι και τα μαλλιά τους όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν εκπλήσσει η ανακοίνωση ότι Η Ισλαμική Δημοκρατία στο Ιράν αξιολογήθηκε ως ο χειρότερος δεσμοφύλακας δημοσιογράφων στον κόσμο, στην απογραφή φυλακών της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) το 2022.
Σύμφωνα με την Skylar Thompson, αρμόδια συνήγορο της οργάνωσης Human Rights Activists in Iran, με έδρα τις ΗΠΑ, «η άρνηση του καθεστώτος να χορηγήσει σε αυτούς τους δημοσιογράφους την αμνηστία του 2023 αποτελεί κατάφωρη περιφρόνηση της δικαιοσύνης».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Iranian journalists who covered Mahsa Amini’s death face five years in prison, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Iranian journalists celebrating release from jail charged for not wearing hijab, The Guardian, διαθέσιμο εδώ
- Images of Iranian women journalists temporarily released on bail spark fresh hijab charges, World Association of News Publishers, διαθέσιμο εδώ
- 2023 prison census: Jailed journalist numbers near record high; Israel imprisonments spike, CPJ Committee to Protect Journalists, διαθέσιμο εδώ