17.1 C
Athens
Κυριακή, 20 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑυτόφωρη διαδικασία: Όταν η πολιτεία απαντά άμεσα στο έγκλημα

Αυτόφωρη διαδικασία: Όταν η πολιτεία απαντά άμεσα στο έγκλημα


Της Θεοφιλίνας Βαλλούς,

Στην ποινική δικονομία, η επ’ ακροατηρίω διαδικασία συνιστά, κατά κοινή παραδοχή των κλασικών θεωρητικών, την κορωνίδα του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Προ της διεξαγωγής της δημόσιας, προφορικής διαδικασίας στο ακροατήριο, έχουν ενυλωθεί, σε συνθήκες μυστικότητας, και πάντοτε έγγραφα, όλα τα στάδια της ποινικής προδικασίας, τα οποία αναλώνουν μάλιστα, έως ότου περατωθούν, υπερπολλαπλάσιο χρόνο συγκριτικά με την τελευταία πράξη της διαδικασίας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Ο κατακερματισμός της ποινικής προδικασίας σε πολλά στάδια, θεσπίστηκε απολύτως ορθά από πλευράς του ποινικού νομοθέτη, προκειμένου να υπηρετήσει την πραγμάτωση εξαιρετικά καίριων στοχεύσεων, που καλείται να εκπληρώσει ο μηχανισμός απονομής ποινικής δικαιοσύνης.

Σαφέστερα, η καθιέρωση μίας πολυσταδιακής ποινικής προδικασίας διευκολύνει την πληρέστερη συγκέντρωση και τη συστηματική ανάλυση της αποδεικτικής ύλης, πετυχαίνοντας τη μεγαλύτερη δυνατή αποδεικτική βεβαιότητα πριν την παραπομπή σε δίκη, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει ότι η υπόθεση θα εξεταστεί διεξοδικά από διαφορετικούς δικαστικούς λειτουργούς (εισαγγελέα, ανακριτή, δικαστικό συμβούλιο), ενισχύοντας την αμεροληψία και τη δικαιοσύνη στη λήψη των αποφάσεων. Κυριότερα, όμως, επιτρέπει στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, δίνοντάς του την ευκαιρία να λάβει γνώση της δικογραφίας, να ζητήσει τη λήψη υπέρ του αποδεικτικών στοιχείων, και να παρουσιάσει έτσι καλύτερα την υπερασπιστική του θέση.

Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις στις οποίες, λόγω της ιδιάζουσας συγκυρίας που περιστοιχίζει το τελεσθέν αδίκημα, ο ίδιος ο νομοθέτης εισάγει μία πολύ κρίσιμη απόκλιση στην ποινικοδικονομική διαδικασία, επιτρέποντας την ολοκληρωτική παράκαμψη της ποινικής προδικασίας! Πρόκειται για την περίπτωση του λεγόμενου «αυτοφώρου» αδικήματος, δηλαδή, σχηματικά, του αδικήματος εκείνου, «του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί» ή έστω, σε χρόνο πολύ κοντινό. Στις περιπτώσεις αυτές, λόγω αυτής ακριβώς της χρονικής εγγύτητας ανάμεσα στη διάπραξη του εγκλήματος και την κατάληψη του δράστη, ο ποινικοδικονομικός νομοθέτης, ανακατευθύνει τις στοχεύσεις του, επιδιώκοντας την κατά το δυνατόν ταχύτερη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, στο ακροατήριο.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: CQF-avocat

Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται η –διαδραμόντος του χρόνου— αλλοίωση ή καταστροφή του αποδεικτικού υλικού (αντιθέτως εξασφαλίζεται η εκδίκαση της υπόθεσης σε χρόνο που ακόμη είναι «νωπές» οι αποδείξεις), ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες διαφυγής του δράστη (καθότι επί αυτοφώρων εγκλημάτων επιτρέπεται η άμεση σύλληψη του υπαιτίου), ενώ η άμεση κινητοποίηση των αστυνομικών, διωκτικών και δικαστικών αρχών συμβάλλει στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης και την επαύξηση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Για να επιτύχει, λοιπόν, τους παραπάνω στόχους, ο νομοθέτης, έχοντας πρωτίστως κατά νου την πρωτογενή αποδεικτική βεβαιότητα που καταφάσκεται στις περιπτώσεις αυτές, καθιερώνει, για τα αυτόφωρα εγκλήματα, μία ειδική συνοπτική διαδικασία εκδίκασης, απαλλαγμένη από τις περιττές διαδικαστικές επιβαρύνσεις και τη χρονική καθυστέρηση της προδικαστικής φάσης, τη λεγόμενη «αυτόφωρη διαδικασία». Τη διαδικασία αυτή εντοπίζουμε στα άρθρα 417επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας προϋποθέτει, προδήλως, αυτόφωρο έγκλημα. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, στο άρθρο 242, δίνει τον ορισμό του αυτοφώρου εγκλήματος, τυποποιώντας δύο διακριτές περιπτώσεις του. Η πρώτη, αυτή της §1, αφορά στο αποκαλούμενο «γνήσιο» αυτόφωρο έγκλημα, αυτό δηλαδή του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται «εν τω πράττεσθαι». Η δεύτερη, αυτή της §2, περιγράφει το λεγόμενο «καταχρηστικό» αυτόφωρο, και περιλαμβάνει τις περιπτώσεις στις οποίες ο δράστης συλλαμβάνεται είτε έπειτα από καταδίωξή του, η οποία λαμβάνει χώρα αμέσως μετά την πράξη του, είτε «σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη», φέροντας ίχνη ή αντικείμενα από τα οποία συνάγεται η τέλεση του εγκλήματος.

Επισημαίνεται δε, ότι η §2 του άρθρου 242 προβλέπει το απώτατο χρονικό όριο του αυτοφώρου, θέτοντας ως καταληκτικό χρονικό του σημείο, την παρέλευση ολόκληρης της επόμενης μέρας από την τέλεση του αδικήματος. Κρίσιμο είναι επίσης να τονιστεί ότι, ενώ κάθε έγκλημα μπορεί να είναι αυτόφωρο, η αυτόφωρη διαδικασία των άρθρων 417επ. ΚΠΔ, αφορά μόνο στα πλημμελήματα, εξαιρουμένων μάλιστα των πλημμελημάτων που διαπράττουν οι ανήλικοι δράστες (άρθρο 242§3), καθώς επίσης κι οι δικηγόροι (άρθρο 39 του Κώδικα Δικηγόρων). Εφόσον, λοιπόν, καταφαθούν οι παραπάνω προϋποθέσεις, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 417επ. ΚΠΔ..

Αναλυτικότερα, στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας, θα πρέπει ο ίδιος ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε το δράστη, να τον προσαγάγει δίχως αναβολή, και πάντως το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη σύλληψη, στον αρμόδιο εισαγγελέα, ήτοι τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ταυτόχρονα, οφείλει να συντάξει και να προσκομίσει στον εισαγγελέα μία έκθεση για τη σύλληψη του δράστη (κατ’ άρθρο 148 ΚΠΔ) και μία έκθεση για τη βεβαίωση του εγκλήματος, εισφέροντας παράλληλα και κάθε αποδεικτικό μέσο που συνελέχθη κατά τη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης που διενεργήθηκε. Υπογραμμίζεται ότι, επί πλημμελημάτων που διώκονται μόνο κατ’ έγκληση, αυτή δύναται να υποβληθεί και προφορικά στα δικαιούμενα να πραγματοποιήσουν τη σύλληψη πρόσωπα, στην οποία περίπτωση η σχετική δήλωση θα πρέπει να καταγράφεται στην έκθεση σύλληψης (άρθρο 418§3 ΚΠΔ). Κατόπιν τούτων, εναπόκειται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να διαπιστώσει εάν πράγματι πρόκειται για αυτόφωρο πλημμέλημα, και να αποφανθεί υπέρ ή κατά της εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας.

Πηγή εικόνας: pixabay.com /Δικαιώματα χρήσης: Daniel B photos

Εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία (έκδοση κι επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος), στο ακροατήριο του αρμόδιου (καθ’ ύλην και κατά τόπον) δικαστηρίου, γνωστοποιώντας του απλώς προφορικά –καθ’ υποκατάσταση του κλητηρίου θεσπίσματος— τα στοιχεία της κατηγορίας. Εάν το αρμόδιο δικαστήριο δε συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, ορίζεται —κατ’ άρθρο 418§1— έκτακτη δικάσιμος για την ίδια ημέρα ή, «όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν», για την επόμενη ημέρα. Σημειωτέον δε ότι η κράτηση του συλληφθέντος μέχρι την παραπομπή είναι προϋπόθεση της εφαρμογής της αυτόφωρης διαδικασίας, ενώ ακόμη κι αν η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να γίνει την επόμενη ημέρα, «ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου στο αστυνομικό κρατητήριο». Ωστόσο, κατ’ άρθρο 419 ΚΠΔ, η κράτηση αυτή «δεν επιτρέπεται να παραταθεί περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από την προσαγωγή», με αποτέλεσμα, «εάν μέσα σε αυτή την προθεσμία δεν καταστεί δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η σύγκληση του δικαστηρίου κι η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο», να πρέπει ο εισαγγελέας να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.

Επί εφαρμογής πάντως της αυτόφωρης διαδικασίας, ο νομοθέτης, σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσει τον περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στα πλαίσια της συνοπτικής αυτής διαδικασίας, θεσπίζει την υποχρέωση του δικαστηρίου, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, να του διορίσει συνήγορο (άρθρο 340§1 ΚΠΔ) και να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης για τρεις, κατ’ ανώτατο όριο, μέρες, δίνοντάς του την ευκαιρία να προετοιμάσει την υπερασπιστική γραμμή του. Καθιερώνει επίσης την υποχρέωση του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση στο ακροατήριο να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο για τα ως άνω δικαιώματά του, και δη, σε γλώσσα που εκείνος κατανοεί επαρκώς. Κατά τ’ άλλα, σύμφωνα και με το άρθρο 426 ΚΠΔ, εφαρμόζονται κανονικά οι κοινές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Αυτός είναι, σε γενικές γραμμές, ο τρόπος με τον οποίο έχει επιλέξει ο Έλληνας ποινικοδικονομικός νομοθέτης να διαρθρώσει τη διαδικασία εκδίκασης –εν ευρεία εννοία— των αυτόφωρων εγκλημάτων, μία διαδικασία που ακροβατεί ανάμεσα στις θεμελιώδεις εγγυήσεις του ποινικού δικονομικού δικαίου και την ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, ανάμεσα στο δόγμα και τις πρακτικές ανάγκες της ποινικής δικονομίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Έφη Λακμέτα, «Το αυτόφωρο έγκλημα, τα χρονικά όρια ισχύος και οι συνέπειες», dikigoroslarisa.gr. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοφιλίνα Βαλλούς
Θεοφιλίνα Βαλλούς
Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ασχολείται, εδώ και αρκετά χρόνια, ενεργά με τον εθελοντισμό. Μιλά 4 ξένες γλώσσες, ενώ αφιερώνει τον ελεύθερό της χρόνο στην ποίηση, τη μουσική και το τραγούδι.