Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Η ήδη σε εξέλιξη Αλβανική επανάσταση, υπό την ηγεσία του Σκεντέρμπεη, δεν είχε τα μέσα να πορευθεί προς βοήθεια των Σταυροφόρων, ενώ πολεμούσε μια ανταρσία στη χώρα τους. Στο μεταξύ, ο Βλαντ Β’ της Βλαχίας επιθυμούσε να κρατήσει τη χώρα του μακριά από τον επερχόμενο πόλεμο. Μόνο μια μικρή δύναμη ιππικού, περίπου μερικών χιλιάδων, υπό την ηγεσία του γιου του τελευταίου ηγέτη, του πρώην στέμματος Μιρτσέα Β’, δόθηκε με απροθυμία για τον σκοπό των Σταυροφόρων. Ακόμα και ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας, έχοντας ήδη ανακτήσει τις γαίες του, κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών συνομιλιών του καλοκαιριού, παρέμεινε ουδέτερος στις επερχόμενες σταυροφορίες και, παραδόξως, προειδοποίησε τον Ουνυάδη αυτοπροσώπως, ότι η αποστολή ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.
Η λίγη βοήθεια που ήρθε από την τοπική περιοχή, επίσης απέτυχε να αποδώσει καρπούς, όπως η απελευθέρωση του Ορχάν Τσελεμπή στα Βαλκάνια, από τον Ιωάννη Η΄, η οποία απέτυχε να συγκεντρώσει αρκετούς οπαδούς για να υποκινήσει έναν νέο Οθωμανικό εμφύλιο πόλεμο. Παρά τις εξελίξεις αυτές, η στρατιωτική εκστρατεία συνεχίστηκε. Όπως και με την εκστρατεία της προηγούμενης χρονιάς, ο κύριος στόχος της νέας σταυροφορίας, ήταν η επανίδρυση ορισμένων χριστιανικών προστατευτικών κρατών στα Βαλκάνια, ενώ παράλληλα παρεχόταν βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά από τέσσερις ημέρες διάσχισης του Δούναβη, ο στρατός των Σταυροφόρων ακολούθησε τα βήματα της μυθικής σταυροφορίας του βασιλιά Σιγισμούνδου, πριν από 48 χρόνια, βαδίζοντας ανατολικά, ακολουθώντας τη νότια όχθη του Δούναβη. Οι Οθωμανικές πόλεις Βίντιν και Οριάχοβο, καταλήφθηκαν και λεηλατήθηκαν μετά από σύντομες πολιορκίες. Στις 20 Οκτωβρίου, η πόλη-φρούριο της Νικόπολης, έπεσε επίσης στα χέρια των Σταυροφόρων, εκδικούμενοι τα γεγονότα του 1396. Πιστεύοντας ότι ο κύριος όγκος του Οθωμανικού στρατού είχε παγιδευτεί στην Ανατολία λόγω του αποκλεισμού, οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν τη βιαστική πορεία τους προς την Αδριανούπολη, ακολουθώντας τον ποταμό Όσσαμ προς τα νότια, για να περάσουν από το Πέρασμα της Σίπκα. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η άγνοιά τους για το ότι ο πρώην Σουλτάνος Μουράτ και η μεγάλη του στρατιά, ήταν μόλις μία εβδομάδα μακριά, προς τον νότο.
Ένα μήνα νωρίτερα, η αρχική εισβολή των Σταυροφόρων, είχε προκαλέσει γενικό πανικό στην Αδριανούπολη, καθώς πολλοί πίστευαν ότι ο Ουνυάδης ήταν λίγες εβδομάδες μακριά από την καταστροφή της καμένης πόλης τους. Καθώς κατασκεύαζαν ένα αυτοσχέδιο τάφρο γύρω από την Οθωμανική πρωτεύουσα, οι σύμβουλοι του Μωάμεθ Β’ έστειλαν επείγουσες επιστολές στον Μουράτ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρώην Σουλτάνος επέμενε ότι είχε παραιτηθεί από τον θρόνο και ότι η τρέχουσα κρίση ήταν θέμα που έπρεπε να λύσει ο γιος του. Οργισμένος με τον πατέρα του, ο Μωάμεθ έγραψε μια προσωπική επιστολή δηλώνοντας ότι: «Aν η αυτοκρατορική εξουσία και το σουλτανάτο ανήκουν σε σένα, είσαι υποχρεωμένος να τα υπερασπιστείς από τον εχθρό. Διαφορετικά, αν αυτά τα πράγματα τώρα ανήκουν σε μένα, τότε είναι απαραίτητο να υπακούσεις τον Σουλτάνο και να αναλάβεις τον έλεγχο του στρατού». Αποδεχόμενος την έκκληση του γιου του για βοήθεια, ο Μουράτ άρχισε να συγκεντρώνει τον στρατό της Ανατολίας για πόλεμο.
Μετά από λίγες ημέρες, ο στρατός ήταν έτοιμος και η πορεία προς την Ευρώπη άρχισε με ζήλο. Γνωρίζοντας ότι ένας σημαντικός σταυροφορικός στόλος απέκλειε τα Στενά, ο πρώην Οθωμανός Σουλτάνος αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να διασχίσει την Ευρώπη, μέσω του πιο ελαφρώς αποκλεισμένου στενού του Βοσπόρου προς τα βόρεια. Ο Οθωμανικός στρατός της Ανατολίας, διέσχισε στην Ευρώπη, ωστόσο, η διάβαση δεν θα ήταν εφικτή, αρχικά χωρίς τα μεταγωγικά πλοία που ανέπτυξαν οι Γενουάτες, καθώς φοβούνταν τυχόν κέρδη των Βενετών από τη Σταυροφορία και έτσι υποστήριξαν την πολεμική δύναμη των Οθωμανών. Η απροσδόκητη διάβαση των Στενών, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη Σταυροφορία, καθώς η Αδριανούπολη πλέον διέθετε έναν ικανό στρατό και έναν στρατιωτικό ηγέτη, ικανό να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο τον «Λευκό Ιππότη της Τρανσυλβανίας» (Ιωάννης Ουνυάδης).
Εν τω μεταξύ, στη Βουλγαρία, οι ανυποψίαστοι Σταυροφόροι, είχαν ξεκινήσει την πολιορκία του Ταρνόβου, της πρώην έδρας της παλιάς Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η επερχόμενη πολιορκία της πόλης, επρόκειτο να αποβεί καταστροφική για τους Σταυροφόρους, καθώς οι Οθωμανοί με τις αποσπάσεις τους κατάφεραν να καταλάβουν και να καταστρέψουν πολλές από τις εφοδιοπομπές τους. Με λίγες προμήθειες, ο Ουνυάδης διέταξε τον στρατό να κατευθυνθεί ανατολικά προς τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ο σταυροφορικός στόλος θα μπορούσε να τους εφοδιάσει, εγκαταλείποντας προσωρινά την πορεία προς την Αδριανούπολη. Κατά τη διάρκεια του μακρού και επικίνδυνου ταξιδιού, οι Οθωμανικές πόλεις Σούμεν, Μάνταρα και Προβάντια (δυτικά της Βάρνας) καταστράφηκαν ολοσχερώς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθηνά Ντούλια (1998), «Τούρκων επιδρομαί», Λεξικόν της βυζαντινής Πελοποννήσου, εκδ. Μυρμιδόνες, Αθήνα
- Νικόλαος Νικολούδης (2015), Από την παρακμή του Βυζαντίου στην οθωμανική επικράτηση: Δέκα μελέτες για τον μετασχηματισμό του ελληνικού χώρου, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα
- John Jefferson, The holy wars of king Wladislas and Sultan Murad: The Ottoman-Christian conflict from 1438-1444, εκδ. Brill, Βοστώνη
- Caroline Finkel (2007), Οθωμανική Ιστορία (1300-1923), εκδ. Διοπτρά, Αθήνα