Της Αναστασίας Αποστολίδου,
«Θεέ μου! Ένα ολόκληρο λεπτό υπέρτατης ευτυχίας! Είναι, μήπως, λίγο αυτό, έστω και σ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής;».
Το εκτενές διήγημα Λευκές Νύχτες του F. Dostoyevsky εκτυλίσσεται στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας και επικεντρώνεται στις ιστορίες δύο κεντρικών προσώπων: της νεαρής Νάστενκα και του ανώνυμου αφηγητή. Η ιστορία δομείται στην αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο προσώπων, η οποία διαρκεί τέσσερις νύχτες, και ολοκληρώνεται με ένα τελευταίο πρωί. Αιτία συνάντησης των ηρώων αποτελεί η προσπάθεια του αφηγητή να σώσει την κοπέλα από έναν μεθυσμένο, ηλικιωμένο άνδρα, γεγονός που σηματοδοτεί την απαρχή της ιδιαίτερης φιλίας που αναπτύσσουν στην συνέχεια. Κατά την διάρκεια των τεσσάρων λευκών νυχτών, οι χαρακτήρες, όντας βαθύτατα μοναχικά άτομα, αμφότεροι αφηγούνται αναλυτικά τις ζωές τους, ανακαλύπτοντας αξιοσημείωτες ομοιότητες στα βιώματα και τα συναισθήματά τους.
Στην πορεία, συμφωνούν από κοινού να συναντηθούν για τα επόμενα βράδια, υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως δεν θα ερωτευθούν ο ένας τον άλλον, στοιχείο που εν τέλει αίρεται, όταν ο αφηγητής αναπτύσσει ερωτικά αισθήματα για την Νάστενκα, μολονότι εκείνη εκμυστηρεύεται την αγάπη της για έναν άλλον άνδρα, τον οποίο προσμένει να επιστρέψει. Αργότερα, ο αφηγητής εξομολογείται τα συναισθήματά του και η ιστορία ολοκληρώνεται με την επάνοδο του αγαπημένου της Νάστενκα, τον επικείμενο γάμο με εκείνον και με μια επιστολή αποχαιρετισμού που αποστέλλει στον ήρωα, ο οποίος επιστρέφει στον μονότονο βίο του και διατηρεί την δίχως ανταπόκριση αγάπη του.
Η σύντομη επισκόπηση της υπόθεσης του έργου πιθανώς να δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση πως πρόκειται για μια κοινότυπη, ανέμπνευστη ιστορία ανεκπλήρωτου, φαιδρού έρωτα. Μολαταύτα, το κείμενο είναι πολυφωνικό και αναδεικνύει ποικίλα ζητήματα, με κυρίαρχα αυτά της μοναξιάς, της αποξένωσης και της ανιδιοτελούς αγάπης. Φυσικά, βασικό προαπαιτούμενο κατανόησης του συγκεκριμένου διηγήματος αποτελεί η αποσαφήνιση της ιδιοσυγκρασίας και των συνθηκών ζωής των δύο προσώπων. Αναλυτικότερα, οι δύο χαρακτήρες διακρίνονται από την κοινή συνθήκη της απομόνωσης και ζουν φυλακισμένοι, με τον αφηγητή να είναι φυλακισμένος πνευματικά και την Νάστενκα σε κυριολεκτικό επίπεδο.
Ο νεαρός άνδρας παρουσιάζεται να διανύει έναν ανιαρό βίο, όντας ένας δημόσιος υπάλληλος της μεσαίας τάξης, και διακρίνεται από τον ακατανίκητο πόθο του για επαφή, για ψυχική σύνδεση. Επιπλέον, πιθανός είναι ο συσχετισμός της ανυπαρξίας του βίου του με την ανωνυμία που διατηρείται σε όλο το εύρος του κειμένου, παρότι αυτό είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται αντιληπτό πως ο ήρωας είναι δέσμιος των αναστολών του, εγκλωβισμένος στην ονειροπόλα φύση του και τις τάσεις αποστασιοποίησης από το κοινωνικό σύνολο, στοιχείο που αιτιολογεί τις άσκοπες βόλτες του στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης κατά τις νυχτερινές ώρες.
Από την άλλη μεριά, η Νάστενκα είναι θύμα μιας ακούσιας απομόνωσης, καθώς της επιβάλλεται ο εγκλεισμός στο σπίτι από την επιβλητική και αυστηρή τυφλή γιαγιά της. Ο χαρακτήρας της Νάστενκα φανερώνεται μακράν πιο ολοκληρωμένος από του αφηγητή, ισχυρισμός που επιβεβαιώνεται από την αιτία εξόδου της εκείνη την νύχτα, που συνέβη με σκοπό να συναντήσει τον αγαπημένο της. Η αντίθεση με τον αφηγητή έγκειται στο γεγονός πως η ηρωίδα επαναστατεί απέναντι στις καταδυναστευτικές συνθήκες της ζωής της και τολμά την αποδέσμευση μέσω του κρυφού της έρωτα, ενώ ο ήρωας αυτοκαταδικάζεται σε έρμαιο του ρομαντισμού και της μοναχικότητάς του.
Φυσικά, είναι καίριο να τονιστεί ότι η αποξένωση του χαρακτήρα διαθέτει και κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις, εφόσον προδίδει την παθογένεια της μοναξιάς των μεγαλουπόλεων και την ψυχρότητα των ανθρώπινων σχέσεων, χαρακτηριστικό ιδιαίτερα επίκαιρο στην σύγχρονη εποχή. Το δίπολο μοναξιά-αγάπη διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη του διηγήματος, δεδομένου ότι τα έντονα αισθήματα του νεαρού άνδρα εν μέρει προκύπτουν ως αποτέλεσμα του χρόνιου αποκλεισμού από την ανθρώπινη επικοινωνία. Η απελπιστική χρεία του ήρωα να βιώσει ουσιώδη ψυχική σύνδεση και η επιθυμία έκφρασης των καταπιεσμένων, χειμαρρωδών σκέψεών του δεν αναιρεί το βάθος των συναισθημάτων του για την Νάστενκα, αλλά αιτιολογεί την πνευματική και ψυχική του έκσταση αντικρίζοντας μια ψυχή τρυφερή, ικανή να του προσφέρει την πολυζήτητη θαλπωρή, έστω και για λίγο.
«Ω, ας είστε ευλογημένη, ακριβό μου κορίτσι, που δε με διώξατε απ’ την πρώτη στιγμή και που μπορώ τώρα να πω ότι στην ζωή μου έζησα έστω και δύο βράδια».
Περαιτέρω, είναι καίριο να επισημανθεί πως η ισχύς της αγάπης του υπερνικά την επιθυμία για ανταπόκριση των συναισθημάτων του, καθώς ο ίδιος, μετά το γράμμα της Νάστενκα, δεν αποκηρύσσει τον έρωτά του ούτε εχθρεύεται την ηρωίδα για την απόφαση να ακολουθήσει τον αγαπημένο της, αλλά βιώνει ευγνωμοσύνη για την γυναίκα που κατάφερε να προσφέρει αγνή, παροδική χαρά στην μονότονη ζωή του. Η απουσία κάθε είδους ιδιοτέλειας και εγωισμού ως προς την εκπλήρωση της αγάπης απαλλάσσει την ιστορία από ευτελείς πόθους και επιφανειακά αισθήματα, εφιστώντας την αναγνωστική προσοχή στο μεγαλείο της ανθρώπινης αγάπης και, κυριότερα, στην ανεκτίμητη αξία έστω και μιας στάλας ευτυχίας σε έναν πεπερασμένο βίο.
«Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου είναι να έχει καρδιά. Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται να παραμερίσει την καρδιά του».
Τ. Λειβαδίτης
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λευκές νύχτες, avgi.gr, διαθέσιμο εδώ
- F. Dostoyevsky, Λευκές Νύχτες, Αθήνα 2021, Εκδόσεις Πατάκη