12 C
Athens
Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΆρθρο 390 ΠΚ: Το έγκλημα της απιστίας

Άρθρο 390 ΠΚ: Το έγκλημα της απιστίας


Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,

«1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση κι αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

2. Αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης κι η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη.»

Αυτά είναι όσα προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας στο άρθρο 390, το οποίο στοιχειοθετεί το έγκλημα της απιστίας. Με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, πριν τον Ν. 4619/2019, στοιχειοθετούνταν σε δύο διαφορετικές διατάξεις δύο διαφορετικά εγκλήματα, αυτά της κοινής και της υπηρεσιακής απιστίας (390 και 256 προιχ. ΠΚ). Πλέον, το 390 ΠΚ τα ρυθμίζει ενιαία. Αναφορικά με την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ως υποκείμενο τέλεσης ορίζεται «όποιος έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) της περιουσίας άλλου», με το έγκλημα να είναι γνήσιο ιδιαίτερο, αφού το αξιόποινο θεμελιώνεται από την ιδιότητα του υποκειμένου της, η οποία συνάγεται από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Αντικείμενο του εγκλήματος είναι η υπό διαχείριση περιουσία η οποία μειώνεται είτε δεν αυξάνεται εξαιτίας της επίδικης διαχείρισης.

Με το νέο ΠΚ, ως απιστία περιγράφεται η «κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης πρόκληση βέβαιης ζημίας στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει νόμου ή δικαιοπραξίας ο δράστης έχει την επιμέλεια ή διαχείριση». Είναι φανερό, πως —σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε πριν την αλλαγή του ΠΚ το 2019— δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι η αντικειμενική υπόσταση καταλαμβάνει και την απλή ζημιώδη διαχειριστική πράξη, παρά μόνο την παράβαση δικαιοπρακτικού χαρακτήρα. Σημειωτέο, ο όρος «βέβαιη» δείχνει ότι η αντικειμενική υπόσταση δεν καταλαμβάνει τη διακινδύνευση της περιουσίας, όπως συμβαίνει σε άλλα εγκλήματα, όπως π.χ. σε αυτό της απάτης. Τελευταίο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης αποτελεί ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη διαχειριστική πράξη ή παράλειψη και στην προκληθείσα ζημία.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: geralt

Σχετικά με την υποκειμενική υπόσταση, η φράση «εν γνώσει» δείχνει ότι για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος α ή β βαθμού, καλύπτων όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης.

Το ίδιο άρθρο προβλέπει μια απλή διακεκριμένη και δύο ιδιαίτερα διακεκριμένες μορφές. Η πρώτη απλή διακεκριμένη παραλλαγή της απιστίας περιέχεται στο εδ.α΄ της παρ.1 του αρ.390 ΠΚ και προϋποθέτει η ζημία να είναι «ιδιαίτερα μεγάλη», όχι όμως άνω των 120.000 ευρώ. Εδώ στοιχειοθετείται πλημμέλημα, σε αντίθεση με την πρώτη ιδιαίτερα διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος όπως προβλέπεται στο εδ.β΄ της παρ.1 του αρ.390 ΠΚ και με τη δεύτερη ιδιαίτερα διακεκριμένη παραλλαγή της απιστίας που θεσπίστηκε με τον νέο ΠΚ στην προστεθείσα παρ.2 του αρ.390 ΠΚ, που αποτελούν κακουργήματα.

Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 390 ΠΚ αποτελεί ενιαία ρύθμιση δύο εγκλημάτων (256 και 390 προισχ. ΠΚ), ωστόσο οι περιπτώσεις αυτών των δύο άρθρων στην πραγματικότητα δεν καλύφθηκαν πλήρως στο νέο δίκαιο, δηλαδή το 256 προισχ. ΠΚ μόνο μερικώς ενσωματώθηκε. Χαρακτηριστικά, το υποκείμενο τέλεσης θα πρέπει να έχει την ιδιότητα του διαχειριστή με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή, να διαθέτει πρωτοβουλίες κι εξουσία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας. Άτομο, λοιπόν, που δεν είναι διαχειριστής υπό στενή έννοια, αλλά διαθέτει μόνο αρμοδιότητες προσδιορισμού ή είσπραξης εσόδων, δεν δύναται να αποτελέσει αυτουργό της νέας μορφής του αδικήματος της απιστίας, όπως ίσχυε στο προϊσχύον δίκαιο. Και υποκειμενικά το αρ.390 ΠΚ διαφέρει έναντι του αρ.256 προϊσχ. ΠΚ, καθώς για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται μόνο άμεσος δόλος α΄ ή β΄ βαθμού που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης και δεν προβλέπεται η συνδρομή πρόσθετου σκοπού οφέλους, όπως αντίθετα ίσχυε στο καταργηθέν αδίκημα της υπηρεσιακής απιστίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αδάμ Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Άρθρα 385-405 ΠΚ, Δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Μερλέμη
Κωνσταντίνα Μερλέμη
Γεννήθηκε στην Θήβα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα της Νομικής. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Ρώσικα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, την εκμάθηση κινεζικών και την ανάγνωση βιβλίων.