Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ελλάδα 1975, μια χώρα και μια κοινωνία ψάχνει να βρει τα πατήματά της στη μεταδικτατορική εποχή, όπου πολλά αλλάζουν και ακόμα τόσα μένουν ίδια. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι άνθρωποι συνεχίζουν τις ζωές τους και αντανακλούν το κλίμα της περιόδου.
Αυτά τα κοινωνικά, πολιτισμικά και ιστορικά γεγονότα αναβλύζουν μέσα από τις σελίδες του καινούριου βιβλίου του Κώστα Κατσάπη Αυστραλία. Η επιστροφή, που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις Εκδόσεις Θεμέλιο, και αποτελεί την ολοκλήρωση μια άτυπης διλογίας που ξεκίνησε με το έργο Αυστραλία: Δέκα Ιστορίες. Ο συγγραφέας είναι ιστορικός, διδάσκει Πολιτισμική Ιστορία της Μεταπολεμικής Ελλάδας και Ιστορία της Νεολαίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα, διδάσκει σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται γύρω από τη μελέτη του μεταπολεμικού κόσμου, της κουλτούρας του Ψυχρού Πολέμου και της ιστορίας της νεολαίας.
Στα του βιβλίου τώρα, ο αναγνώστης, διατρέχοντάς το, βλέπει να ζωντανεύουν μπροστά του τα «πορτρέτα» δεκαπέντε ανθρώπων, καθώς και οι ιστορίες που κουβαλούν. Θα μπορούσαμε να πούμε, δηλαδή, πως αναπτύσσονται δεκαπέντε πολιτισμικά σενάρια. Ωστόσο, όπως τονίζει και ο συγγραφέας για τις ιστορίες αυτές, «αποτελούν μυθοπλαστική αναμόχλευση ως επί το πλείστον πραγματικών γεγονότων και καταστάσεων», με τα ονόματα των πρωταγωνιστών, όμως, να είναι φανταστικά.
Ο τόπος στον οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες είναι σε ένα ψιλικατζίδικο όπου την εποχή εκείνη υπήρχε έντονη κινητικότητα και αποτελούσε ιδιαίτερο πολιτιστικό στοιχείο των καιρών, καθώς η «γειτονιά» και οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό τους. Μια, λοιπόν, από αυτές τις ιστορίες αφορά την Όλγα, όπου μπαίνει στο ψιλικατζίδικο και βλέπει τη Βάσω που εργάζεται εκεί και τη δασκάλα Μαρία που πήγε να κάνει τα ψώνια της. Η Όλγα φορούσε μεγάλα γυαλιά ηλίου, κάτι που κεντρίζει την περιέργεια της Μαρίας. Τελικά, όπως αποδείχθηκε, η Όλγα φορούσε τα γυαλιά για να καλύψει τα σημάδια από τα χτυπήματα που είχε από τον άντρα της, με τη Μαρία να την προτρέπει να τον χωρίσει και να φύγει από το σπίτι μαζί με το παιδί της. Η συμβουλή της, όμως, δεν βρήκε ευήκοα ώτα.
Σε ένα άλλο «πολιτισμικό σενάριο» συναντάμε τη διήγηση της Αλεξάνδρας προς τη Βάσω για μια γνωστή οικογένεια του ξαδέλφου της, Λευτέρη, στην Αυστραλία. Ο Ευθύμιος Νταλαμπέρη, λοιπόν, είχε δύο παιδιά –ή ένα παιδί και ένα κορίτσι όπως αναφέρει η Αλεξάνδρα, κάτι που αντανακλά τις ιδέες της εποχής– εκ των οποίων το αγόρι ήταν «ανήσυχο. Ατίθασο. Από μικρό ζωηρό», καθώς άρχισε να συναναστρέφεται με τους χίπηδες και έφυγε από το σπίτι του για να ζήσει σε κοινόβιο και έτσι ο Ευθύμιος άρχισε να ψάχνει τον γιο του.
Αυτές κι άλλες ιστορίες (είτε επαναπατρισμένων από την Αυστραλία Ελλήνων είτε μόνιμων κατοίκων της χώρας) που παρουσιάζονται στο έργο του Κώστα Κατσάπη αναδεικνύουν έναν κόσμο με τις πολιτισμικές και κοινωνικές εξελίξεις που είτε άλλαξαν μέσα στα χρόνια είτε εξαφανίστηκαν. Έτσι, η ενδοοικογενειακή βία, δυστυχώς, συνεχίζει να υπάρχει, αλλά αυτοί που τη βιώνουν τις περισσότερες φορές ευτυχώς μιλάνε και φεύγουν από ανάλογες καταστάσεις. Από την άλλη, το κίνημα των χίπις που αναπτύχθηκε ως στάση κατά του πολέμου στις μέρες μας έχει εκλείψει και έχει αλλάξει μορφή.
Είναι, λοιπόν, ιστορίες μιας άλλης εποχής ή εκφάνσεις του σήμερα; Μια ανάγνωσή του βιβλίου θα σας δώσει την απάντηση!